
Για το βιβλίο του Τζον Άλεκ Μπέικερ [John Alec Baker] «Πετρίτης» (μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Δώμα).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Για τους απόλυτα αστικοποιημένους ανθρώπους της Δύσης, η φύση είναι ένα μεγάλο ερώτημα που δεν βρίσκει άλλη απάντηση από την καθυπόταξή της με όρους καταστροφής. Το Ηρακλείτειο «φύσις κρύπτεσθαι φιλεί» λίγα πράγματα μας λέει σήμερα κι ακόμη λιγότερο του επιτρέπουμε να μπει στη βάσανο της σκέψης μας. Κι όμως, έχει δίκιο ο Τζον Άλεκ Μπέικερ όταν γράφει στον θαυμαστό Πετρίτη του ότι το πιο δύσκολο πράγμα είναι να δεις αυτό που βρίσκεται μπροστά σου.
Εκείνος, επί δέκα συναπτά χρόνια, προσπάθησε με εμμονικό τρόπο να δει με τα μάτια της ψυχής αυτό που αιωρούταν μπροστά του. Να το συλλάβει ως ένα όλον, να το κατανοήσει, να βγει εκτός του εαυτού του έτσι ώστε να ταυτιστεί με το πετούμενο. Κι όχι ένα τυχαίο πετούμενο, αλλά έναν αληθινό θηρευτή των ουρανών, τον πετρίτη. Ένα γεράκι που ξεχωρίζει από τη μεγάλη οικογένεια των γερακιών για τον τρόπο που κυνηγάει, για την εμφάνισή του, αλλά και για τον τρόπο που ζει.
Τούτο το βιβλίο, τυπικά και μόνο, ανήκει στο είδος της λεγόμενης φυσιογραφίας. Κι όμως, η έκσταση που προσφέρει στον αναγνώστη (σ.σ.: η λέξη «έκσταση» είναι αυτή που, δικαίως, χρησιμοποιεί και ο σκηνοθέτης Βέρνερ Χέρτζογκ όταν αναφέρεται στον Πετρίτη), μπορεί να συναγωνιστεί μόνο με το θάλπος που μας παρέχει η σπουδαία ποίηση.
Ο Μπέικερ, από το 1954 έως το 1964, ακολουθούσε καθημερινά ένα σταθερό μοτίβο. Έφευγε από το γραφείο που εργαζόταν, έπαιρνε το ποδήλατό του (δεν ήξερε να οδηγεί) και περιδιάβαζε τη φύση του Έσσεξ, της περιοχής στην οποία ζούσε. Μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνεται ότι κινήθηκε σε ένα περιορισμένο χωρικό πλαίσιο, εντούτοις η καρδιά της φύσης δεν μετριέται σε στρέμματα, αλλά σε ανοίγματα ματιάς και ψυχής. Κατέγραφε τις παρατηρήσεις του σε ημερολόγια, τα οποία αποτέλεσαν και το πρόπλασμα αυτού του βιβλίου.
Αντικείμενο της «έρευνάς» του υπήρξε αποκλειστικά ο πετρίτης.
Αντικείμενο της «έρευνάς» του υπήρξε αποκλειστικά ο πετρίτης. Αυτό που τον ενδιέφερε δεν ήταν να οδηγηθεί σε κάποιες επιστημονικές ανακαλύψεις. Η αναζήτησή του είχε ως στόχο να κατανοήσει -όσο γίνεται για έναν άνθρωπο- τον τρόπο που ζει αυτό το πουλί, και κυρίως να αποφύγει την κρυφή, περίεργη φύση του ανθρώπου, που έχει μάθει να κατατρώει τα πάντα αυτιστικά.
Με τα μάτια του γερακιού
Η σχέση του Μπέικερ με τους πετρίτες ήταν παρόμοια με αυτή που είχε ο συγγραφέας με τους συνανθρώπους του. Απομακρύνθηκε από αυτούς για να προσεγγίσει κάτι άπιαστο και μεγαλειώδες. Αποφεύγοντας τους συνανθρώπους του, άρχισε να φαντάζεται το περιβάλλον του όπως θα το έβλεπε ένα γεράκι, «ένας κόσμος που ξεχειλίζει από απομάκρυνση, ένας κόσμος από ίχνη και κλίσεις, από βυθισμένα πεδία γης και νερού».
Τούτο μας δίνει τη δυνατότητα να σκεφτούμε (όχι άδικα) ότι αυτές οι εκστατικές εικόνες θα μπορούσαν να υπάρχουν παντού, σε κάθε σημείο της γης, σε οποιοδήποτε μέρος του χάρτη.
Όσο επίμονη και λεπτομερής είναι η παρατήρηση του Μπέικερ, τόσο αόριστη είναι η προσπάθειά του να ορίσει τον τόπο στο βιβλίο του. Στην πραγματικότητα, πουθενά δεν γίνονται συγκεκριμένες οι τοποθεσίες τις οποίες επισκέφθηκε. Τούτο μας δίνει τη δυνατότητα να σκεφτούμε (όχι άδικα) ότι αυτές οι εκστατικές εικόνες θα μπορούσαν να υπάρχουν παντού, σε κάθε σημείο της γης, σε οποιοδήποτε μέρος του χάρτη. Από την άλλη, εισερχόμενος κανείς στα ενδότερα της φύσης με παρθένα σκέψη, όπως το έκανε ο Μπέικερ, οφείλει να ξεχάσει τις ανθρώπινες δεσμεύσεις του χρόνου και του τόπου. Αν τα καταφέρει, τότε διαπιστώνει πως τα πάντα περιέχονται στα πάντα, δίχως ονομασίες και γεωγραφικές θέσεις.
Συγκίνηση
Ο Πετρίτης του Μπέικερ είναι γεμάτος χρώματα, ήχους, τιτιβίσματα, κρωξίματα, αλμύρα, φως, σκοτάδι. Είναι γεμάτος από το δράμα της καθημερινότητας, τη συγκίνηση της πτήσης, την τρομερή ομορφιά της θανάτωσης όταν το γεράκι ετοιμάζεται να κατασπαράξει το θήραμά του. Στον αέναο κύκλο της ζωής του, ο πετρίτης πρέπει να τραφεί και για να το κάνει, οφείλει να σκοτώσει τα ασθενέστερα θύματά του. Αυτό είναι μια καλή υπόμνηση προς όλους μας που ξεχνάμε ότι τα ζώα και τα πτηνά είναι υποταγμένα στις ανάγκες της φύσης τους και όχι στην ωραιοποιημένη εικόνα που έχουμε εμείς γι’ αυτά.
Στυλιστικά, ο Μπέικερ καταφέρνει να αναδείξει με τις λέξεις του μια σπάνια μορφή ποίησης, όχι μόνο για το αντικείμενο της παρατήρησής του, αλλά για την ίδια τη γραφή του. Σαν οι λέξεις να γίνονται το αποτύπωμα που αφήνει ο πετρίτης στον ουρανό κατά το πέταγμά του.
Σπάνια βλέπεις βιβλία που δεν ανήκουν στον καθαρό χώρο της μυθοπλασίας, να κουβαλούν μέσα τους τόση εκφραστική δύναμη, όση διαθέτει ο Πετρίτης.
Σπάνια βλέπεις βιβλία που δεν ανήκουν στον καθαρό χώρο της μυθοπλασίας, να κουβαλούν μέσα τους τόση εκφραστική δύναμη, όση διαθέτει ο Πετρίτης. Αργά αλλά σταθερά, ο αναγνώστης αρχίζει να βλέπει τα πράγματα διαφορετικά, να αναπτύσσει μια «οπτική του πουλιού» για τη γη και το νερό και να απολαμβάνει, όπως έκανε και ο Μπέικερ, τις μικρότερες λεπτομέρειες της πτήσης, του σχηματισμού των σύννεφων, του φωτός. Η γραφή του αφορά στα ίδια πράγματα, ξανά και ξανά, και όμως συνεχώς βλέπει κάτι νέο, περιγράφει κάτι με φρέσκια ζωντάνια.
Επίθεση στις αισθήσεις
Ο Μπέικερ μπορεί να χαρακτηρίσει ένα πουλί με λίγα λόγια που ίσως δεν περιγράφουν καν το ίδιο το πτηνό, αλλά κάτι ευρύτερο. Η εφευρετικότητά του με τη γλώσσα παράγει εκφραστικά αποσπάσματα που επιτίθενται στις αισθήσεις. Οι αφηγήσεις του για την συνάντηση που είχε με μια ώριμη κουκουβάγια, ή για την παρακολούθηση του κυνηγιού και της θανάτωσης ενός σπουργιτιού, είναι από καθηλωτικές έως ιεροτελεστικές.
Ο Μπέικερ βλέπει το «άγιο δισκοπότηρό» του, όπως σημειώνει πως είναι ο πετρίτης, να κινδυνεύει από εξαφάνιση λόγω της αλόγιστης χρήσης των φυτοφαρμάκων από τους γεωργούς.
Παρά την εκστατική του γραφή, υπάρχει και η απογοήτευση. Ο πιο εμφανής λόγος ήταν η σοβαρή πιθανότητα, στη Βρετανία της δεκαετίας του 1960, ότι το γεράκι θα εξαφανιζόταν λόγω της χρήσης των φυτοφαρμάκων στις αγροτικές. Ο Μπέικερ βλέπει το «άγιο δισκοπότηρό» του, όπως σημειώνει πως είναι ο πετρίτης, να κινδυνεύει από εξαφάνιση λόγω της αλόγιστης χρήσης των φυτοφαρμάκων από τους γεωργούς. Η οικολογική συνείδηση του Μπέικερ δεν μπορεί να αντέξει αυτή την αδικία, γι’ αυτό και η εισαγωγή του βιβλίου του είναι γραμμένη με τη μορφή του επείγοντος.
Βιβλίο αναφοράς
Έχουν περάσει πέντε δεκαετίες από τότε που ο Μπέικερ εξέδωσε τον Πετρίτη και έκτοτε έχει γίνει ένα βιβλίο αναφοράς, το οποίο πολλοί συγγραφείς που ασχολούνται με τη φυσιογραφία το τοποθετούν στην κορυφή των προτιμήσεών του.
Το παράδοξο με τον Μπέικερ είναι ότι για πολλά χρόνια ο κόσμος δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα για τη ζωή του ή για τη συγγραφική του πορεία. Λίγα πράγματα μπορούσε να βρει κανείς για το ποιος ήταν, τι έκανε και με τι άλλο καταγινόταν. Για κάποια χρόνια γραφόταν πως ήταν βιβλιοθηκάριος και ότι μια σοβαρή ασθένεια τον οδήγησε στην απόφαση να αφιερωθεί στην παρακολούθηση του γερακιού – κάτι που εξηγεί μια μορφή θλίψης που αναδίδει το βιβλίο.
Κι όμως, η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική.
Κι όμως, η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Έστω και αργά, κάποια ψήγματα της βιογραφίας του τώρα είναι γνωστά. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Μπέικερ έγραψε μόλις ένα ακόμη βιβλίο, το The hill of summer (1969), το οποίο είναι πιο κρυπτικό από τον Πετρίτη, ωστόσο αν κάποιος διαβάσει και τα δύο, θα κατανοήσει πως το ένα συνομιλεί ευθέως με το δεύτερο.
Με μόλις δύο βιβλία, λοιπόν, ο Μπέικερ κατάφερε να γίνει μια ονομαστή συγγραφική φιγούρα και σήμερα να μνημονεύεται για το γεγονός ότι ο Πετρίτης του ξεφεύγει από τα στενά ειδολογικά όρια της λογοτεχνίας και μπορεί να συνεγείρει αναγνώστες από όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου. Η μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου συμβάλλει καίρια στην αναγνωστική αγαλλίαση που λαμβάνεις από αυτό το κείμενο, που πετάει κι αυτό όπως ο πετρίτης ανέμελο στον ουρανό, και μας παρασέρνει αβίαστα με το πέταγμά του.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο John Alec Baker (1926–1986) γεννήθηκε στο Τσέλμσφερντ του Έσσεξ. Τα βιβλία του είναι βασισμένα στην παρατήρηση πουλιών στην εξοχή του Έσσεξ, ιδίως στην περιοχή από το Τσέλμσφερντ μέχρι την ακτή. Μέχρι πρόσφατα ελάχιστα πράγματα ήταν γνωστά για τον συγγραφέα. Ο Πετρίτης κέρδισε το Duff Cooper Prize το 1967.
Αναγνωρίζεται ευρύτατα ως ένα από τα σπουδαία έργα τεκμηριογραφικής πεζογραφίας του 20ού αιώνα.