
Για το μυθιστόρημα της Ιρένε Σολά (Irene Solá) «Μάτια σου έδωσα κι εσύ κοίταξες το σκοτάδι» (μτφρ. Ευρυβιάδης Σοφός, εκδ. Ίκαρος).
Γράφει η Ιωάννα Φωτοπούλου
Ποια τύχη μπορεί να έχουν στη ζωή οι απόγονοι μιας γυναίκας που προκειμένου να παντρευτεί συνάπτει συμφωνία με το διάβολο, την οποία καταπατά όταν έρθει η ώρα να την τηρήσει, επικαλούμενη ένα ψεγάδι, ένα αμελητέο έλλειμμα του συζύγου, ένα λειψό δάχτυλο ποδιού;
Η Καταλανή συγγραφέας Irene Solá, στο δεύτερο βιβλίο της, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος, εκκινώντας από ένα ισχυρό, διαχρονικό μοτίβο στη λογοτεχνία, αντλεί έμπνευση από λαϊκές παραδόσεις και θρύλους της Καταλονίας και δημιουργεί ένα εντυπωσιακά πυκνό κείμενο, στο οποίο παρελαύνουν δαίμονες, ληστές, αντάρτες, μάγισσες, τράγοι, κατσίκες, θηρία και ζώα του δάσους, μα κυρίως φαντάσματα ‒ μάνες και κόρες. Πρόκειται για ένα παλίμψηστο το οποίο φέρει πάνω στο σώμα του προηγούμενες αφηγήσεις, επιρροές και σύμβολα που δημιουργούν πολλαπλά σημασιολογικά στρώματα.
Με μια χειμαρρώδη γλώσσα, η Solá καταλύει τα όρια μεταξύ ρεαλισμού και φαντασίας και μας δίνει μια αφήγηση που απλώνεται σε επτά γενιές κατά τη διάρκεια τεσσάρων αιώνων, διατρέχοντας την ιστορία των γυναικών μιας οικογένειας στιγματισμένης από μια έλλειψη που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά αλλάζοντας διαρκώς μορφή και καταδικάζοντας τα μέλη αυτής της οικογένειας να ζουν με τις συνέπειές της. Η ιδέα των επτά γενεών, γνωστή σε οικογενειακές σάγκες και ιστορικά έπη, παραπέμπει φυσικά στον Μάρκες και δεν είναι τυχαία, αλλά αποκτά συμβολική σημασία και νόημα αν λάβει κανείς υπόψιν του σύγχρονες μελέτες πάνω στην επιγενετική αλλά και το οικογενειακό τραύμα που καταδεικνύουν το πώς μπορούν να μεταδοθούν διαγενεακά τα ερεθίσματα και οι εμπειρίες των προγόνων.
Το σκηνικό μέσα στο οποίο κινούνται τα πρόσωπα της ιστορίας τοποθετείται σε μια απομονωμένη φάρμα στην οροσειρά των Γκιλιερές, με τη δράση να λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό κυρίως του σπιτιού και συγκεκριμένα στην κουζίνα ως κυρίαρχο χώρο. Το σπίτι, αποτελεί το κέντρο του κόσμου για όποιον το κατοικεί. Ένας τόπος ειρήνης, στοχασμού και ασφάλειας που συνδέεται με την παιδική ηλικία, με τη φωτιά της εστίας, με τη μητρική αγκαλιά που ξυπνά την ανάμνηση. Για τις γυναίκες, όμως, το σπίτι είναι οργανικά δεμένο με την ύπαρξή τους, ένας χώρος περιορισμού και εξορίας, ένα μέρος που μπορεί να αποδειχτεί εφιαλτικό για τις ίδιες και τις ζωές τους, προορισμένες να αρχίζουν και να τελειώνουν εντός του.
Ωστόσο, η σταθερά αυτή του χώρου λειτουργεί σαν αντίβαρο απέναντι στη ρευστότητα του χρόνου που ανοίγει για να χωρέσει σε μια μέρα τέσσερις αιώνες. Κι ενώ ο μοντερνισμός στη λογοτεχνία σίγουρα επιτρέπει τέτοιες επιλογές, δε μπορούμε να προσπεράσουμε χωρίς να σκεφτούμε τον Τόμας Μαν που έλεγε στο Μαγικό βουνό πως τα μεγάλα χρονικά διαστήματα συρρικνώνονται όταν επικρατεί αδιάκοπη ομοιομορφία, καλώντας μας έτσι να σκεφτούμε τις αλλαγές που συντελέστηκαν στη διάρκεια των τεσσάρων αιώνων για τις γυναίκες αυτής της οικογένειας και όχι μόνο.
Σκοτάδι και κόκαλα: δύο σύμβολα
Το περιβάλλον είναι εξαρχής δυσοίωνο. Από την πρώτη κιόλας πρόταση, η συγγραφέας χρησιμοποιεί έντεκα λέξεις για να περιγράψει το σκοτάδι και τέσσερις για να δώσει τη δράση των σκιών. Το μαύρο χρώμα συμβολίζει τη σκοτεινιά των απαρχών, την πρωταρχική κατάσταση του μη φανερώματος της πλάσης, αλλά επίσης, στον άλλο πόλο, είναι το χρώμα των εξωτερικών σκοταδιών. Συμβολίζει τον θάνατο, την παθητικότητα, την αποδοχή, το πένθος. Ο ίδιος ο τίτλος έχει διττή σημασία γιατί το σκοτάδι σχετίζεται με το κακό με το οποίο επέλεξε να συμμαχήσει η μητέρα, αλλά και με την ανάγκη να κοιτάξει κανείς κατάματα το σκοτάδι για να μπορέσει να βγει στο φως. Αυτό για το οποίο κατηγορείται η γυναίκα είναι τελικά κι αυτό που όφειλε να κάνει. Τα κόκαλα του σπιτιού που τρίζουν υπογραμμίζουν την απειλή. Η λέξη «κόκαλα» δεν είναι τυχαία. Στα Εκατό χρόνια μοναξιά η Ρεβέκκα καταφθάνει στο Μακόντο μ’ ένα σακί κόκαλα των γονιών της. Τα κόκαλα συμβολίζουν τη μνήμη του παρελθόντος, τα λάθη των προγόνων που επαναλαμβάνονται, ταυτόχρονα όμως υπογραμμίζουν την άφθαρτη ζωτική δύναμη, την υπόσχεση πως το μέλλον μπορεί να αλλάξει κι ο φαύλος κύκλος να σπάσει, αν αυτά ανακτήσουν το ζωτικό τους σχήμα. Τα δάκρυα που είναι λευκά σε κάποιο σημείο του κειμένου ενδεχομένως να συμβολίζουν τη συγκολλητική τους φύση.
«Έμοιαζε κακιά, αλλά ήταν απλώς γριά», παραθέτει η Solá στην αρχή του βιβλίου, καλώντας μας να διαβάσουμε την ιστορία της Ζοάνας και της οικογένειάς της μ’ έναν διαφορετικό τρόπο, αφού στο συμβολικό λεξικό της ψυχής, το σύμβολο της γριάς είναι από τα πιο διαδεδομένα και αρχετυπικά, η ρίζα που θρέφει όλο το σύστημα. Η Ζοάνα είναι μια γυναίκα που πούλησε την ψυχή της στο διάβολο για να παντρευτεί έναν άντρα που κυνηγούσε λύκους. Άλλωστε, ο τραυματισμός του από εκεί προέρχεται, φέρνοντάς μας στο νου το βιβλίο της Εστές Γυναίκες που τρέχουν με τους λύκους. Οι λύκοι και οι γυναίκες για την Εστές έχουν κάποια κοινά ψυχικά χαρακτηριστικά: κυνηγήθηκαν, βασανίστηκαν και κατηγορήθηκαν άδικα ότι προξενούν μεγάλα κακά, έγιναν στόχος όσων θέλησαν να εξαφανίσουν καθετί άγριο.
Το βιβλίο της Solá είναι ένα βαθιά φεμινιστικό βιβλίο, με τις γυναίκες σε αυτή την ιστορία να είναι τα θύματα μιας μητέρας απομακρυσμένης από τη φύση της
Σύμφωνα με την ίδια, οι γυναίκες και οι λύκοι κυνηγήθηκαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, από όσους έχουν παρεξηγήσει τη φύση αυτών των δύο. Το βιβλίο της Solá είναι ένα βαθιά φεμινιστικό βιβλίο, με τις γυναίκες σε αυτή την ιστορία να είναι τα θύματα μιας μητέρας απομακρυσμένης από τη φύση της, πεπεισμένης ότι είναι ελαττωματική, άσχημη, με πρόσωπο αλόγου -τα άλογα συχνά συμβολίζουν την υποταγή στη μοίρα-, ανίκανης να βρει έναν σωστό άντρα. Το κακό, ο διάβολος, της προσφέρει τη βοήθειά του, όμως στην πραγματικότητα, από τη στιγμή που η ίδια νιώθει λειψή, δεν μπορεί παρά λειψό άντρα να βρει και λειψούς απογόνους να δημιουργήσει. Οι γυναίκες αυτής της οικογένειας υποφέρουν γιατί δεν αντιλήφθηκαν ποια ήταν στ’ αλήθεια η πηγή του κακού.
Οι αισθήσεις οδηγούν τις ηρωίδες
Είναι μοχθηρές και επικριτικές η μία προς την άλλη, αναπαράγοντας τον φαύλο κύκλο στον οποίο είναι καταδικασμένες να ζουν. Νιώθουν πως τουλάχιστον ο θάνατος θα τις λυτρώσει, θα βρουν στον άλλο κόσμο την αγάπη και την αποδοχή που στερήθηκαν. Κι όμως, υπάρχει ελπίδα. Οι αισθήσεις τους είναι ακόμα οξυμένες, παίζουν κυρίαρχο ρόλο στην αφήγηση της Solá. Η όσφρηση διατρέχει τις σελίδες του μυθιστορήματος. Οι οσμές, άλλοτε ευχάριστες και άλλοτε απωθητικές, οδηγούν τις ηρωίδες. Η γεύση, μέσα από τις ατέλειωτες ιεροτελεστίες του μαγειρέματος, που ενώνει τις γυναίκες στην κουζίνα, ενεργοποιεί τη μνήμη και ανεβάζει στην επιφάνεια ξεχασμένα νοητικά σχήματα, όπως η γεύση του μπισκότου μαντλέν στον Προυστ, υπενθυμίζοντας πως τίποτε δεν μπορούμε να καταλάβουμε, αν αυτό δεν σχετίζεται με κάποια ανάμνησή μας, τίποτε δεν μπορούμε να αποδεχτούμε, προτού μπορέσουμε να το παραβάλουμε με κάτι προηγούμενο που έχει διατηρηθεί στη μνήμη μας. Η συγγραφέας έχει κάνει μια εκπληκτική έρευνα ως προς τη διαδικασία παρασκευής φαγητού από τον Μεσαίωνα μέχρι σήμερα, ενώ το γεγονός πως δείχνει τις γυναίκες να σκοτώνουν, να ξεπουπουλιάζουν, να τραβούν τις σάρκες και να διαχωρίζουν τα κόκαλα των ζώων, δίνοντάς τους ενεργό ρόλο στη διαδικασία αυτή, παραπέμπει στην «άγρια γυναίκα», κυνηγό της τροφής της και όχι απλά σε μια γυναίκα παρασκευάστρια φαγητού.
Ο έρωτας διατρέχει τις σελίδες του βιβλίου, ενώ δε λείπει κι ο ρομαντικός έρωτας που εκφράζεται μέσα από τη σχέση της Μπλάνκα με την Ελιζαμπέτ.
Αξίζει να σημειωθεί πως η συγγραφέας εντάσσει το ερωτικό στοιχείο στη γραφή της, ως βασική έκφανση της γυναικείας ύπαρξης το οποίο δεν έχει να κάνει μόνο με τη σεξουαλική πράξη, αλλά με μια βαθύτερη σχέση με το σώμα και την αισθητηριακή φύση των γυναικών, αυτή την ιερή σεξουαλικότητα που συχνά εκλαμβάνεται ως άσεμνη και αισχρή. Ο έρωτας διατρέχει τις σελίδες του βιβλίου, ενώ δε λείπει κι ο ρομαντικός έρωτας που εκφράζεται μέσα από τη σχέση της Μπλάνκα με την Ελιζαμπέτ. Η αλλαγή, ένα μέλλον διαφορετικό, αχνοφαίνεται τόσο σε αυτή τη σχέση όσο και στην αγάπη της Ελιζαμπέτ για το γιο της, τον Μαρτί τον τρυφερό, ένα παιδί διαφορετικό από τ’ άλλα, αφού είναι ένα παιδί που έχει αγαπηθεί από τη μητέρα του. Δεν είναι τυχαίο ότι εκείνη έχει έρθει απ’ έξω, προέρχεται από άλλο οικογενειακό σύστημα. Ο θάνατος της μητέρας βρίσκει τις γυναίκες γύρω της πιασμένες χέρι χέρι. Ίσως έχει έρθει η ώρα να ξημερώσει η επόμενη μέρα.
*Η ΙΩΑΝΝΑ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ είναι εκπαιδευτικός, κάτοχος Μεταπτυχιακού στη Δημιουργική Γραφή.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Η Μαργαρίδα έλεγε «παιδιά μου» τα παιδιά της, αλλά ο Μπαρτομέου και ο Εστέβε δεν ρωτούσαν πια για εκείνη, δεν πήγαιναν πια να τη δουν, δεν τη φώναζαν πια «μητέρα». Την κοίταζαν με περιφρόνηση, διότι, ενώ η Μαργαρίδα βρισκόταν κλεισμένη στη φυλακή του Βεγκέρ, εκείνοι μεγάλωσαν και έγιναν μοναχικοί όπως οι γάτες που, όταν μεγαλώνουν, ξεχνούν ποια είναι η μητέρα τους. Όταν έφυγαν για πάντα, νύχτα, σαν τους δραπέτες, δεν είπαν ούτε αντίο. Αλλά τότε η Μαργαρίδα το κατάλαβε και πέρασε πολύ μεγάλη στενοχώρια. Το κρεβάτι των παιδιών της ήταν άδειο, οι κουβέρτες κρύες και η Μαργαρίδα το κατάλαβε. Ήξερε ότι, λόγο της συμφωνίας που είχε κάνει και ξε-κάνει η Ζοάνα με τον διάβολο, εκείνη είχε λειψή καρδιά και η Μπλάνκα δεν είχε γλώσσα. Εκείνη η κιτρινιάρα η αδελφή της που λεγόταν Εσπεράνσα είχε γεννηθεί δίχως συκώτι. Ο πρωτότοκος δεν είχε τρύπα στον κώλο, του Εστέβε τού έλειπε ένα αυτί, ο Γκίλια δεν είχε όνομα, η Άνζελα δεν ένιωθε πόνο, του Μαρτί του Κουτσού τού έλειπε μισή παλάμη πόδι και η Μπερναδέτα δεν είχε βλεφαρίδες. Μετά θα καταλάβαινε ότι η Ντόλσα δεν είχε την ουρά της κατσίκας, η Μάρτα δεν είχε μνήμη και η Αλεξάνδρα… ποιος ξέρει τι δεν είχε πια η Αλεξάνδρα! Τίποτα δεν είχε, ούτε υπομονή ούτε πνέυμα αυτοθυσίας ούτε αίμα στις φλέβες ούτε πρωτοβουλία ούτε σεβασμό… Όταν όμως τα παιδιά της έφυγαν, η Μαργαρίδα κατάλαβε ότι αυτό που έλειπε από τον Μπαρτομέου, αυτό που πάντα έλειπε από τον πρωτότοκό της, το κουσούρι που εκείνη έψαχνε να βρει σ’ εκείνον και έψαχνε να το βρει από τότε που ήταν μικρός και τελικά δεν το έβρισκε καθότι ήταν κρυμμένο, ήταν η αγάπη που ένα παιδί οφείλει να νιώθει για τη μητέρα του.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
H Irene Solà (Ιρένε Σολά) γεννήθηκε στην Καταλονία το 1990. Είναι πεζογράφος, ποιήτρια και καλλιτέχνις. Τα ποιήματα και οι ταινίες μικρού μήκους της έχουν παρουσιαστεί στην γκαλερί Whitechapel του Λονδίνου, καθώς και στη Βαρκελώνη, το Σανταντέρ και τη Χιρόνα.
Το βιβλίο της Τραγουδώ εγώ και το βουνό χορεύει (μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου, Ίκαρος, 2022), το πρώτο που είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά, κέρδισε τέσσερα λογοτεχνικά βραβεία, μεταξύ αυτών και το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας 2020, και μεταφράστηκε σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες. Η θεατρική μεταφορά του βιβλίου πραγματοποιήθηκε το 2021 στην Καταλονία. Η Solà αρθρογραφεί τακτικά στην εφημερίδα La Vanguardia. Έχει συμμετάσχει ως φιλοξενούμενη συγγραφέας στο Alan Cheuse International Writers Center στο Πανεπιστήμιο George Mason της Βιρτζίνια και στο πρόγραμμα Writers Art Omi-Ledig House στη Νέα Υόρκη.