
Για το βιβλίο της Χάριετ Κόνσταμπλ [Harriet Constable] «Η μαέστρος» (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά, εκδ. Ελληνικά Γράμματα). Στην κεντρική φωτογραφία, ο πίνακας «Young Woman Playing a Violin» του Οράτσιο Τζεντιλέσκι.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Οι καλύτερες ιδέες έρχονται συχνά τυχαία. Η δημοσιογράφος και κινηματογραφίστρια Χάριετ Κόνσταμπλ έκανε το συγγραφικό ντεμπούτο της εντελώς αναπάντεχα. Το έχει διηγηθεί η ίδια σε ένα σχετικά παλαιότερο χρονικό του μυθιστορήματός της Η μαέστρος.
Το 2019 ζούσε στο Πάλο Άλτο της Καλιφόρνια, σε ένα νοικιαζόμενο διαμέρισμα με ψεύτικα φυτά εσωτερικού χώρου και βιβλία αυτοβοήθειας στα ράφια. Εκεί μέσα, όμως, υπήρχε και ένα βιβλίο που της τράβηξε την προσοχή. Είχε θέμα ένα ορφανοτροφείο στη Βενετία του 18ου αιώνα. Σε εκείνο το ίδρυμα δίδαξε ο μέγας Αντόνιο Βιβάλντι και οι μαθητές του, στη συνέχεια, έγιναν σπουδαίοι μουσικοί της εποχής.
Το συγκεκριμένο ορφανοτροφείο δημιουργήθηκε εν μέρει επειδή τα νόθα παιδιά κατέληγαν πνιγμένα στα ενετικά κανάλια. Τα κορίτσια που ζούσαν στο Ospedale della Pietà είχαν τη δυνατότητα να παίζουν μουσικά όργανα που συνήθως προορίζονται για άνδρες. Μάλιστα, κέρδισαν και χρήματα στις παραστάσεις που έπαιρναν μέρος για να διασκεδάσουν τους βασιλιάδες και τις βασίλισσες. Ένα τέτοιο κορίτσι ήταν η Άννα Μαρία, η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος. Ως εκ τούτου, έχουμε να κάνουμε με υπαρκτό πρόσωπο, το οποίο ανασύρθηκε από τη λήθη χάρη στην έρευνα που έκανε η Κόνσταμπλ. Ένα κορίτσι χωρίς ρίζες, χωρίς όνομα, χωρίς γονείς, αλλά με περίσσιο ταλέντο, το οποίο άνθισε δίπλα στον Βιβάλντι, ο οποίος, σημειωτέον, συνέθεσε όλα τα σπουδαία έργα του ενόσω δούλευε στο ορφανοτροφείο.
Θαυμάσια βιολονίστρια
Συν τω χρόνω, η Άννα Μαρία εξελίχθηκε σε θαυμάσια βιολονίστρια και έγινε η αγαπημένη μαθήτρια του μουσουργού ήδη από τα οκτώ της χρόνια. Δεν δίστασε, δε, να συνθέσει πολλά μουσικά κομμάτια μόνο για εκείνη. Όλες οι μαρτυρίες αναφέρουν πως το ταλέντο της Άννα Μαρία ήταν ανυπέρβλητο. Μπορούσε, όμως, ως γυναίκα να υψώσει το καλλιτεχνικό της ανάστημα και να διεκδικήσει το μερίδιο της επιτυχίας και της αναγνώρισης που της αναλογούσε;
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, κινείται το μυθιστόρημα της Κόνσταμπλ. Μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας, έρευνας και επινόησης. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία ενηλικίωσης. Η Άννα Μαρία, για να κατανοήσουμε το ψυχολογικό προφίλ της, είναι ένα κορίτσι που ξεπερνάει το γεγονός ότι είναι ορφανή και διακρίνεται για το πείσμα και τη φιλοδοξία της (συγγνωστή λόγω του ταλέντου της) να αποδείξει την αξία της.
Για την Άννα Μαρία η μουσική δεν είναι μόνο ήχοι, συγχορδίες και οι βιρτουζιτέ, αλλά και χρώματα.
Για την Άννα Μαρία η μουσική δεν είναι μόνο ήχοι, συγχορδίες και οι βιρτουζιτέ, αλλά και χρώματα. Το λέει με τόσο γλαφυρό τρόπο που δεν γίνεται να το πιστέψεις ότι, όντως, της συμβαίνει. Το μουσικό της όργανο είναι προέκταση του σώματός της, ενώ η εμμονή της είναι να κερδίσει την αναγνώριση ως μαέστρος. Το όνειρό της, για τα μέτρα της εποχής, θα πάρει σάρκα και οστά, αλλά όσο μεγαλώνει η φήμη της, τόσο η Άννα Μαρία απομονώνεται από τον κόσμο και κλείνεται στο στενό δωμάτιο του εαυτού της. Παράλληλα, το γεγονός ότι η αξία της αρχίζει να γίνεται πανθομολογούμενη, θέτει σε κίνδυνο το άστρο του Βιβάλντι.
Αυτό θα ανατρέψει τη σχέση τους και από στενή (μια σχέση αγνή ανάμεσα στον μέντορα και την αγαπημένη του μαθήτρια) θα γίνει ανταγωνιστική. Ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα του βιβλίου είναι η εδραία έρευνα που έχει κάνει η Κόνσταμπλ, δημοσιογράφος γαρ, για κάθε μικρή λεπτομέρεια της εποχής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργεί μια άκρως πειστική ταπισερί της Βενετίας του 18ου αιώνα.
Ο ρυθμός του βιβλίου
Από την άλλη, όμως, όλες αυτές οι πληροφορίες και η θέλησή της να παραθέσει μυθοπλαστικά όλα τα στοιχεία της έρευνάς της, δημιουργούν ζητήματα στο ρυθμό του βιβλίου. Αυτός εντείνεται και αποκτάει σωστό βηματισμό στο σημείο καμπής της εξέλιξης της Άννα Μαρία. Τότε που η επιτυχία και το ταλέντο της αποκτούν οντότητα και ξεκινάει την καριέρα της ως εκκολαπτόμενη συνθέτρια. Κάτι που, όπως γράψαμε, ραγίζει κάπως το κλέος του Βιβάλντι.
Πέραν της πρωταγωνίστριας, όμως, είναι φανερό πως η πρόθεση της Κόνσταμπλ είναι να μιλήσει για όλα εκείνα τα κορίτσια του ορφανοτροφείο που ουδείς γνωρίζει αν βοήθησαν τον δάσκαλό τους να γράψει τις σπουδαίες μουσικές του. Είναι κάτι που η έρευνά της δεν κατάφερε να ανακαλύψει. Είναι βέβαιο, όμως, πως αποτέλεσαν μόνιμη πηγή για την έμπνευσή του. Φαίνεται πως δίχως την παρουσία τους και την ευεργετική επίδραση που είχαν πάνω τους, του έδωσαν το έναυσμα να συνθέσει τα μεγάλα έργα του. Ίσως σε κάποια άλλη εποχή, το ταλέντο των κοριτσιών να δικαιωνόταν, αλλά αυτή είναι μια άλλη παράμετρος του μυθιστορήματος που ως προβληματική φτάνει έως τις μέρες μας, καθώς οι γυναίκες εξακολουθούν (με πιο επιτακτικό τρόπο, φυσικά) να αποζητούν τη θέση που δικαιωματικά τους ανήκει στην κοινωνία.
Η μετάφραση της Μυρσίνης Γκανά βοηθάει αρκετά στην αναγνωστική περιδιάβαση της Βενετίας του 18ου αιώνα. Εν συνόλω, έχουμε ένα αξιοπρόσεκτο συγγραφικό ντεμπούτο. Η Κόνσταμπλ, είναι πιθανό στο επόμενο βιβλίο της να αποτινάξει από πάνω της το άγχος της να τα πει όλα (ακόμη κι αν τα λέει ωραία) και να επιλέξει πιο δραστικές λύσεις στην ανέλιξη της πλοκής.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.