Του Γιώργου Βέη
Αν ανατρέξουμε στο παρελθόν της ευφυώς λεγομένης ανιχνευτικής γραφής, θα συναντήσουμε, μεταξύ άλλων, τον ρηξικέλευθο προπάτορα τόσων και τόσων ερευνητών του τυπικού εγκλήματος, έναν μόνιμο κάτοικο της φασματικής κομητείας Υoknapatawpha του Μισισιπή, αποκλειστικής ιδιοκτησίας του νομπελίστα Ουίλιαμ Φόκνερ (1897–1962). Εννοώ φυσικά τον αξιότιμο κ. Gavin Stevens, τον οποίο χάρισε στην αιωνιότητα της μυθοπλασίας ο συγγραφέας της αστυνομικής τραγωδίας με τίτλο Ιερό, που πρωτοκυκλοφορήθηκε στο απόγειο της ποτοαπαγόρευσης στη χώρα του Ουάσιγκτον.
Στους επιφανέστερους απογόνους του εν λόγω συγκαταλέγεται ασφαλώς ο Χοκ Μόσλι, αυτή η εμβληματική περσόνα ενός σπουδαίου επαγγελματία του είδους, του επίσης αμερικανού Τσαρλς Ουίλφορντ, (βλ. ωσαύτως εκδόσεις «Μεταίχμιο»), αλλά και ο κατά πολύ νεώτερος, ονόματι Λόρενς, ο οποίος δραστηριοποιείται στις σελίδες των βιβλίων του ιρλανδού Μάικλ Κόλλινς, δύο από τα οποία εκδόθηκαν ήδη και στη γλώσσα μας από την «Πόλη». Η οργάνωση της διαλεκτικής συλλογιστικής, οι ενστικτώδεις αντιδράσεις και η όλη μεθοδολογία της έρευνας απαντούν και στη συμπεριφορά του δικηγόρου Χόρας Μπένμποου, ο οποίος εμφανίζεται τόσο στο Ιερό, όσο και σε ένα άλλο μυθιστόρημα του Ουίλιαμ Φόκνερ, το σημαδιακό Σαρτόρις, έργο του 1929. Στο Ιερό αναλαμβάνει να υπερασπιστεί τον Λι Γκούντγουιν, ο οποίος αδίκως κατηγορείται για έναν φόνο, τον οποίο δεν έχει διαπράξει. Στον πόλο του Αμαρτήματος κινείται ένας ανερμάτιστος, αρχετυπικός εγκληματίας με ατυχέστατα παιδικά βιώματα, ονόματι Πάπαϊ. Ερωτικά ανίκανος ων, βιάζει τη νεαρή Τεμπλ με καρότο. Ο Λι Γκούντγουιν λιντσάρεται από έναν μαινόμενο χορό, ενώ ο Πάπαϊ συλλαμβάνεται εν τέλει, για να καταδικαστεί στην εσχάτη των ποινών για έναν άλλο φόνο, τον οποίο παραδόξως δεν διέπραξε. Όπως ακριβώς για τον Φρόιντ «ο άνθρωπος είναι πραγματικά μια δαρβίνεια παραλλαγή, καταδικασμένη να παράγει πολιτισμό, ένας «λύκος» που πρέπει να ευχόμαστε να εξημερωθεί. Για να περισωθούν οι πολιτισμικές αξίες, ο λύκος πρέπει ν’ αφήσει την αυθεντικότητά του να γίνει απουσία και μνήμη, δηλαδή γλώσσα και συνείδηση» (βλ. Μάριος Μαρκίδης, Η ψυχανάλυση του διχασμένου υποκειμένου), έτσι και για τον Ουίλιαμ Φόκνερ ο άνθρωπος σε πλείστες περιπτώσεις αποδεικνύεται παντελώς ανεπίδεκτος φώτισης.
Η σχέση, η οποία συνδέει άρρηκτα τον νομπελίστα αυτό με το αστυνομικό φιλολογικό είδος, σύμφωνα με τα προηγηθέντα, δεν είναι ασφαλώς τυχαία. Κατ΄ αρχήν καθαρά οικονομικοί λόγοι, αλλά και κάτι βαθύτερο οδήγησαν τον συγγραφέα στην επικράτεια του παρανόμως σπαταλημένου αίματος: η αίσθηση ότι το έγκλημα, πρωτογενές κειμενικό υλικό εκασταχού εκάστοτε, καλεί τους συγγραφείς ανά την υφήλιο να αποδείξουν στην πράξη το εύρος των μυθοπλαστικών και ουχί μόνον δυνατοτήτων. Άλλωστε, η λειτουργική από πολλές σκοπιές συνάντηση στο Ιερό της αρχαιοελληνικής τραγωδίας με την αστυνομική φιλολογία, όπως επεσήμανε προσφυώς ο Αντρέ Μαλρό, τεκμηριώνει άλλη μια φορά στην πράξη την υπόγεια συγγένεια, η οποία διέπει την αστυνομική λογοτεχνία των υψηλών αποστάξεων με την άλλη γραφή εν γένει. Αυτό το δήθεν «κατώτερης λογοτεχνικής αξίας» μυθιστόρημα, ένα «pot-boiler» όπως το χαρακτήριζε ο ίδιος ο συγγραφέας του, συνιστά κατ΄ ουσίαν ένα εγχειρίδιο της παθογένειάς μας. Βεβαίως η υπόθεση της κάθαρσης εξαρτάται άμεσα από τη συγκεκριμένη οπτική γωνία της εκατασταχού εκάστοτε κριτικής ανάγνωσης. Είναι φέρ΄ ειπείν η λήθη, την οποία προτείνει ανενδοιάστως η Τεμπλ ως την απόλυτη πανάκεια, η απαραίτητη εισαγωγή σε μιαν ανέκκλητη κάθαρση; Ή μήπως η λήθη είναι ο δεύτερος βαθμός του εγκλήματος; Ίσως εδώ έγκειται η απώτερη γοητεία της φοκνερικής πολυσημίας. Στο ότι δηλαδή παρέχεται ικανός και αναγκαίος κειμενικός χώρος σε δημιουργικές, παράπλευρες δισημίες να αποδώσουν έστω μέρος της πολυπλοκότητας του ανθρώπινου ψυχισμού.
Πάντως είναι γεγονός πλέον ότι ο Πάπαϊ., η Τεμπλ, ο Λι Γκούντγουιν και ο Χόρας Μπένμποου έχουν προ πολλού ξεφύγει από το αφηγηματικό πλαίσιο των σελίδων του Ιερού κι έχουν καταστεί κι αυτοί, για να θυμηθούμε το ανάλογο σχόλιο του Βλαντιμίρ Ναμπούκωφ για τον Δον Κιχώτη του Μιχαήλ Θερβάντες, από απλά αθύρματα του βίου σε διαχρονικούς παράγοντες της ανθρώπινης ιλαροτραγωδίας. Η μετάφραση απέδωσε τη φοκνερική ατμόσφαιρα.. Είναι μάλιστα η τρίτη απόπειρα να ντύσουμε το Ιερό με το ημέτερο γλωσσικό ένδυμα. Αυτό δείχνει, μεταξύ άλλων, ότι το κοινό μας δεν ξεκολλάει εύκολα από τον Ουίλιαμ Φόκνερ.
Ιερό
Εισαγωγή: Αναστάσης Βιστωνίτης
Μετάφραση.: Ιωάννα Καρατζαφέρη
Μεταίχμιο», 16,60 €, σ. 347