Για τη νουβέλα της Σέλβα Αλμάδα «Δεν είναι ποτάμι» (μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου), που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος. Όπου «το παρόν διαπλέκεται με το παρελθόν, η πραγματικότητα συνυφαίνεται με το όνειρο και τα όρια του κόσμου των ζωντανών και των νεκρών θολώνουν». Στην κεντρική εικόνα, ψαράδες στον ποταμό Παρανά, στην Αργεντινή.
Γράφει η Φανή Χατζή
Με τη νέα της νουβέλα, η Αργεντινή συγγραφέας Σέλβα Αλμάδα ολοκληρώνει μια άτυπη τριλογία χαλαρής σύνδεσης, την «Τριλογία των Ανδρών», το πρώτο μέρος της οποίας, Ο άνεμος που σαρώνει (μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, εκδ. Κλειδάριθμος), κυκλοφορεί επίσης στα ελληνικά. Στο Δεν είναι ποτάμι (μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, εκδ. Κλειδάριθμος), που βρέθηκε στη βραχεία λίστα του Διεθνούς Βραβείου Μπούκερ, το παρόν διαπλέκεται με το παρελθόν, η πραγματικότητα συνυφαίνεται με το όνειρο και τα όρια του κόσμου των ζωντανών και των νεκρών θολώνουν.
Τρεις άνδρες πηγαίνουν για ψάρεμα
Ο Ενέρο και ο Νέγρο, φίλοι από παιδιά, αποφασίζουν να εγκαινιάσουν την καινούρια βάρκα του δεύτερου πηγαίνοντας για ψάρεμα μαζί με τον Τίλο, τον νεαρό γιο του νεκρού φίλου τους, Εουσέμπιο, που ολοκλήρωνε κάποτε την τριάδα τους. Οι τρεις άνδρες βρίσκονται στις όχθες ενός ποταμού που τους έχει φιλοξενήσει ξανά στο παρελθόν, ακόμα και τη μέρα που έχασαν τον αγαπημένο τους φίλο και πατέρα. Στη διάρκεια ενός αποπνικτικού, ζεστού διημέρου, αυτοί κατασκηνώνουν στην ακτή, μαγειρεύουν, γελούν και χορεύουν, γιορτάζοντας για τη λεία που μόλις ψάρεψαν, ένα τεράστιο σαλάχι.
Κλεισμένοι στον μικρόκοσμό τους, ξαφνιάζονται όταν τους επισκέπτονται οι άνδρες του ποτάμιου νησιού για να επιθεωρήσουν την κατάσταση. Επιφυλακτικοί, εύθικτοι και αφιλόξενοι, οι ντόπιοι άνδρες, με επικεφαλής τον Αγκίρε, τους «ανακρίνουν» για τις τρεις σφαίρες που έριξαν στο ζώο και τον φριχτό τρόπο με τον οποίο το κρέμασαν σα λάφυρο από ένα δέντρο. Η υποβόσκουσα σύγκρουση ανάμεσα στις δύο ανδρικές παρέες, τους νησιώτες και τους «εισβολείς», δημιουργεί μια μακάβρια αίσθηση που θα διατηρηθεί μέχρι το ανατριχιαστικό τέλος.
Τα φαντάσματα του παρελθόντος
Η γραμμική εξέλιξη της πλοκής στο παρόν του επαπειλούμενου κινδύνου, όμως, διακόπτεται από τις αναδρομές στο παρελθόν, από τις ζωντανές μνήμες που μοιράζονται ο Νέγρο και ο Ενέρο από όταν ο Εουσέμπιο ήταν ακόμα ζωντανός. Τα τρία αγόρια ενηλικιώθηκαν, «ανδρώθηκαν» μαζί, υιοθέτησαν, δηλαδή, από κοινού τους κανόνες της «σωστής» ανδρικής συμπεριφοράς, αναπτύσσοντας το αγαπημένο τους τελετουργικό του ψαρέματος. Η νέα τριάδα του παρόντος, τυλιγμένη από το κοινό πένθος, δημιουργεί μια ιδιότυπη οικεία σχέση, όπου οι μεγαλύτεροι άνδρες υποκαθιστούν την πατρική φιγούρα για τον μικρότερο και ο Τίλο λειτουργεί για τους άλλους ως ζωντανή υπόμνηση του πατέρα του.
Όταν στη μέση του βιβλίου εισάγονται δυο νέοι χαρακτήρες, η Λούσι και η Μαριέλα, οι έφηβες ανιψιές του Αγκίρε, η οπτική θα στραφεί προς την άλλη πλευρά του νησιού, πέρα από το πυκνό δάσος που χωρίζει τον οικισμό από τα αντίσκηνα των ανδρών. Εκεί, οι δύο κοπέλες θα μας καθοδηγήσουν σε ένα άλλο συνειδησιακό, αυτό της μητέρας τους, Σιομάρα, η οποία κατακλύζεται από διαφορετικά τραύματα και πληγές. Οι δύο πλευρές του δάσους, ντόπιοι και ξένοι, δένονται στον ίδιο ιστό, στοιχειωμένοι από τα φαντάσματα του παρελθόντος.
Μαγικός ρεαλισμός και έμφυλη γραφή
Στο ρεαλιστικό σκηνικό της συγγραφέα αρχίζουν να εισρέουν μεταφυσικά στοιχεία, υπενθυμίζοντας ότι η Αλμάδα είναι ένα τέκνο του λατινοαμερικανικού μαγικού ρεαλισμού και συγκεκριμένα μέρος της οικογένειας των σύγχρονων γυναικείων φωνών που αποτυπώνουν με σαρκικό τρόπο την έμφυλη βία και τον ματσισμό. Λογοτεχνικές «αδερφές» της μπορούν να θεωρηθούν οι επίσης Αργεντίνες, Μαριάνα Ενρίκες και Σαμάντα Σβέμπλιν, με ευθείες αναλογίες στο έργο και των δυο. Οι φωτιές που ανάβει η Σιομάρα για να δηλώσει την οργή και τον πόνο της φέρνει στο νου την ομώνυμη της συλλογής ιστορία της Ενρίκες, Όσα χάσαμε στις φλόγες (μτφρ. Χριστίνα Θεοδωροπούλου, εκδ. Πατάκη), ενώ ο θεραπευτής Γκουτιέρες της Αλμάδα παραπέμπει στον πρωταγωνιστή του προσφάτως μεταφρασμένου μυθιστορήματος της Ενρίκες, Η δική μας πλευρά της νύχτας (μτφρ. Χριστίνα Θεοδωροπούλου, εκδ. Πατάκη).
Ωστόσο, το ύφος της Αλμάδα είναι πιο κρυπτικό. Μέσα από θραύσματα αποδίδει την κατακερματισμένη ζωή των ηρώων της, χωρίς εκρήξεις, αλλά με μεγάλη οικονομία. Η Αργεντινή συγγραφέας αποτυπώνει και αυτή μια κοινωνία που ομνύει στην έμφυλη βία, αλλά στο δικό της αφήγημα αυτή η βία τρυπώνει υποδόρια, ήσυχα. Υπονοείται στη μνήμη του μαστιγώματος της Σιομάρα από τον πατέρα της όταν ήταν μικρή, στη γλοιώδη σεξουαλικοποίηση των ανήλικων κοριτσιών που βράζει το αίμα τους, στον μισογυνικό λόγο του αστυνομικού διοικητή Αρόγιο.
Τοξική αρρενωπότητα με σημάδια ευθραυστότητας
Μια άλλη ειδοποιός διαφορά της Αλμάδα με την Πινιέρο, τη Μελτσόρ και άλλες λατινοαμερικάνες συγγραφείς είναι ότι σε αυτή την άτυπη «τριλογία των ανδρών», η διείσδυση στην αρρενωπότητα είναι αδυσώπητη, αλλά ενίοτε εμφανίζει ψήγματα ευαισθησίας. Οι ανδρικοί χαρακτήρες της Αλμάδα είναι μάτσο, φωνακλάδες, παρορμητικοί αλλά ταυτόχρονα ευάλωτοι. Είναι τοξικοί και ταυτόχρονα εύθραυστοι. Τη μία στιγμή πυροβολούν με βία ένα μεγάλο ψάρι και την άλλη χορεύουν αγκαλιά συγκινημένοι. Στην άλλη πλευρά του δάσους, η άλλη «συστάδα» ανδρών, οργανώνει την εκδίκησή της, ενώ ταυτόχρονα πενθεί για την ασέβεια ως προς τη φύση και το κρίμα ενός ψαριού που θυσιάστηκε χωρίς λόγο.
Στο Δεν είναι ποτάμι οι άνδρες είναι θεματοφύλακες και ταυτόχρονα θύματα των αξιών με τις οποίες έχουν ορίσει τις ζωές τους και τις οποίες υπερασπίζονται μέχρις εσχάτων. Θέτουν ιεραρχίες (ο Ενέρο ο άτυπος αρχηγός της μίας τριάδας, ο Αγκίρε της άλλης), καλλιεργούν ανταγωνισμούς και ασκούν ένα αποικιστικό δικαίωμα επικυριαρχίας πάνω στις γυναίκες, τη φύση και σε άλλους άνδρες. Αντίβαρο σε αυτή την κατάχρηση της αυτόκλητης εξουσίας είναι τα στοιχεία της φύσης, που λειτουργούν ως υπενθύμιση ότι όλες οι βεβαιότητες θα ανατραπούν και η βία θα γυρίσει μπούμεραγκ.
Η Σέλβα Αλµάδα (Έντρε Ρίος, 1973), σύγχρονη συγγραφέας της Αργεντινής, αναµετριέται µε συγγραφείς όπως ο Ουίλιαµ Φόκνερ κι ο Χουάν Ρούλφο, η Κάρσον Μακ Κάλερς κι η Φλάνερι Ο’Κόνορ. Έγινε διεθνώς γνωστή το 2015, µε τα βιβλία Ο άνεµος που σαρώνει, Ladrilleros και ∆εν είναι ποτάµι. Το πρώτο της βιβλίο, Ο άνεµος που σαρώνει (Εκδόσεις Κλειδάριθµος), µεταφράστηκε σε 12 γλώσσες, µεταφέρθηκε στο θέατρο, στη µεγάλη οθόνη, έγινε όπερα στο Ρίο ντε λα Πλάτα και το 2019 τιµήθηκε µε το First Book Award Festival International of Edinburgh. Η συγγραφέας βρέθηκε στη βραχεία λίστα για το βραβείο Tigre Juan µε το βιβλίο της Ladrilleros, όπως επίσης και για τα βραβεία Rodolfo Walsh & Vargas Llosa µε το Chicas Muertas. Το ∆εν είναι ποτάµι συµπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα για το ∆ιεθνές Βραβείο Booker 2024. |
Γραφή σαν ποτάμι
Η φύση, φαινομενικά αμέτοχος χαρακτήρας, ορίζει, τελικά, τα πάντα. Το προσωποποιημένο δάσος που «ανοίγει» και «κλείνει» επιτρέποντας επιλεκτικά την πρόσβαση σε αυτό, το πληγωμένο ζώο που μέσα στη σήψη του γίνεται η αφορμή για την έριδα, η ζέστη που αναβλύζει από τα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα των ψαράδων και τις πύρινες εστίες της Σιομάρα είναι οι σιωπηλοί πρωταγωνιστές. Και στο επίκεντρο το ποτάμι, υπόμνηση του πανταχού παρόντος θανάτου, πηγή ζωής και βαπτίσματος για τους ντόπιους, τόπος θανάτου για τους ξένους, συμφιλιωτής και «πέρασμα» στην άλλη ζωή και για τις δυο πλευρές.
Το ποτάμι μοιάζει σε σημεία να διαπερνά ακόμα και τη γραφή, που ρέει προς μια κατεύθυνση και έπειτα επιστρέφει σε κύματα προς τα πίσω. Οι διάλογοι είναι σαν ηχώ – πρώτα εκστομίζονται οι φράσεις και μετά αποδίδεται η φωνή σε κάθε ήρωα. Η γραφή ακολουθεί τις φάσεις του ποταμιού, άλλοτε απειλητικό, ορμητικό, άλλοτε στάσιμο και άλλοτε τόπος πένθους και νεκρικής σιωπής.
Για τη γραφή της Αλμάδα
Μπορεί ο ποταμός να μην κατονομάζεται, αλλά φαίνεται να είναι ο ποταμός Παρανά, «αυτό» το ποτάμι και όχι «ένα» ποτάμι, το ποτάμι της περιοχής στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε η Αλμάδα. Στη συνέντευξη τύπου για το Booker η συγγραφέας δήλωσε ότι το βιβλίο εμπνέεται από τους ανθρώπους που κατοικούν σε αυτή τη γη οι οποίοι «περιθωριοποιήθηκαν από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που καταδικάζουν την πλειοψηφία στη φτώχεια και στην απουσία βασικών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα στην εργασία, την εκπαίδευση και την υγεία». Διαβασμένο υπό συμβολική σκοπιά, αυτό είναι ένα βιβλίο για την αντίσταση στην αποικιοκρατική επιβολή στην κλασική της έκφανση αλλά και στις σύγχρονες μορφές της, την οικονομική περιθωριοποίηση και έμφυλη καταπίεση.
Η Αλμάδα αποτυπώνει την προφορική γλώσσα ενός τόπου με το δικό του ηχόχρωμα, τη δική του ντοπιολαλιά και ιδιαίτερη βιοποικιλότητα.
Εδώ εντοπίζεται και το τελευταίο σημείο διαφοροποίησης από οτιδήποτε ίσως έχουμε διαβάσει τα τελευταία χρόνια από την Αργεντινή. Η Αλμάδα αποτυπώνει την προφορική γλώσσα ενός τόπου με το δικό του ηχόχρωμα, τη δική του ντοπιολαλιά και ιδιαίτερη βιοποικιλότητα. Σύμφωνα με το σημείωμα της μεταφράστριάς του στα αγγλικά, Annie McDermott, η Αλμάδα χρησιμοποιεί μια γλώσσα που ενσωματώνει το αγροτικό ιδίωμα της επαρχίας Έντρε Ρίος στην οποία μεγάλωσε και την ηχητική εκφορά του λόγου. Γι’ αυτό, πολλοί κάτοικοι της πρωτεύουσας αστειεύονται ότι πρέπει να τη διαβάζουν με λεξικό, παρόλο που τα λεξικά δεν περιλαμβάνουν πάντα τις φράσεις της.
Για τη μετάφραση της Αλμάδα
Η μεταφράστριά της στα αγγλικά, η οποία επίσης ήταν υποψήφια για το διεθνές βραβείο Μπούκερ, που αποδίδεται σε συγγραφέα και μεταφραστή/τρια, στο ίδιο σημείωμα εξομολογείται ότι για να ολοκληρώσει τη μετάφραση του δεύτερου βιβλίου της χαλαρής τριλογίας της Αλμάδα, The Brickmakers, διάβαζε πολλούς συγγραφείς που ενσωματώνουν την προφορική γλώσσα όπως ο Γουίλιαμ Φώκνερ ή η Κάρσον ΜακΚάλλερς. Για το συγκεκριμένο, διάβαζε βιβλία στα αγγλικά σχετικά με το ψάρεμα, από επαγγελματικά απομνημονεύματα μέχρι σχετικά μυθιστορήματα (π.χ. Ο Γέρος και η θάλασσα). Και στις δύο περιπτώσεις επισκέφτηκε τον ΜακΚάρθι για να εξασκηθεί στην απογύμνωση των προτάσεων από οτιδήποτε περιττό.
Την ίδια προσπάθεια απόδοσης της προσγειωμένης, τραχιάς γλώσσας της Αλμάδα έχει καταβάλει και η Αγγελική Βασιλάκου με αυτή την καλοδουλεμένη μετάφραση από τα ισπανικά. Εμμένοντας σε μια γήινη, ηχομιμητική γλώσσα, που σέβεται την επιθυμία της Αλμάδα να μιμούνται οι προτάσεις της τις κινήσεις του κύματος και η αφήγησή της να θυμίζει ένα απαλό μουρμουρητό, η Ελληνίδα μεταφράστρια παραδίδει αυτό το λακωνικό πλην όμως συμπυκνωμένης ουσίας κείμενο.
*Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι μεταφράστρια, απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Αγγλικών και Αμερικανικών Σπουδών.