Παράλληλη ανάγνωση του μυθιστορήματος της Όλγκα Τοκάρτσουκ «Εμπούσιον» (μτφρ. Αναστασία Χατζηγιαννίδη, εκδ. Καστανιώτη), με τις «32 παραλλαγές για πιάνο» του Μπετόβεν σε Ντο Ελάσσονα.
Γράφει ο Βασίλειος Δρόλιας
Κάθε καινούριο βιβλίο της Όλγκα Τοκάρτσουκ είναι για μένα είδηση και σημαίνει αυτόματα την ανάγκη να διαβαστεί όσο πιο γρήγορα γίνεται. Δεν το έχω κρύψει πως θεωρώ την Τοκάρτσουκ την κορυφαία Ευρωπαία συγγραφέα αυτή τη στιγμή και το Νόμπελ που κατέκτησε το 2018 ίσως το καλύτερο και το πιο άξιο Νόμπελ των τελευταίων είκοσι χρόνων. Υπ΄ αυτό το πνεύμα προκατάληψης υπέρ της ξεκίνησα να διαβάζω το Εμπούσιον που εκδόθηκε πρόσφατα απ' τις εκδόσεις Καστανιώτη, και σχεδόν τυχαία αντιλήφθηκα μια σύνδεση με ένα άλλο έργο: Τις «32 Παραλλαγές για πιάνο» του Μπετόβεν σε Ντο Ελάσσονα. Ομολογώ πως δεν νομίζω να παρομοιάζουν συχνά τα έργα της Τοκάρτσουκ με μουσικά κομμάτια –άλλοι συγγραφείς έχουν αυτό το προνόμιο–, βρίσκω όμως πως υπάρχει μια συνάφεια μεταξύ των δυο αυτών έργων την οποία αποφάσισα να επισημάνω σ’ αυτό το κείμενο.
Οι παραλλαγές συνδέονται άμεσα με την παράδοση του μπαρόκ, μα φέρνουν το πνεύμα της νέας εποχής, του νέου αιώνα (και για πολλούς της εποχής των ηρώων, ταιριάζοντας και με την κλίμακα του έργου)...
Ο Μπετόβεν γράφει τις 32 παραλλαγές το 1806, στη μεσαία περίοδο της ζωής του ως συνθέτης, δηλαδή την ίδια εποχή που έγραφε την 5η Συμφωνία. Οι παραλλαγές συνδέονται άμεσα με την παράδοση του μπαρόκ, μα φέρνουν το πνεύμα της νέας εποχής, του νέου αιώνα (και για πολλούς της εποχής των ηρώων, ταιριάζοντας και με την κλίμακα του έργου), φροντίζοντας τόσο να τιμήσει το παρελθόν όσο και να το επαναφέρει σε ένα πλαίσιο που ανήκει στον ίδιο – και φυσικά με τις τεχνικές δυνατότητες της εποχής του.
Η αλήθεια είναι πως η έννοια της παραλλαγής ή της μεταγραφής μιας μελωδίας είναι πολύ συνηθισμένη σε όλη τη μουσική παράδοση και θα τη βρει κανείς στην μπαρόκ μουσική, στην κλασική και ρομαντική περίοδο, αλλά φυσικά και αργότερα (με δικό μου αγαπημένο παράδειγμα την μεταγραφή του Frère Jacques στο τρίτο μέρος της 1ης Συμφωνίας του Μάλερ). Στη λογοτεχνία φυσικά ισχύει το ίδιο με δεκάδες έργα να ανήκουν στην κατηγορία της μεταγραφής ενός παλιότερου κειμένου, το οποίο λειτουργεί όχι μόνο ως έμπνευση για το νέο κείμενο μα σαν πλατφόρμα δημιουργικότητας. Η συγκεκριμένη τεχνική έχει δώσει αριστουργήματα όπως τον Οδυσσέα (Ulysses) του Τζόις και τον Φάουστ (Faust) του Γκαίτε – μα και το Δόκτωρ Φάουστους του Τόμας Μαν.
Η Τοκάρτσουκ στο Εμπούσιον επιλέγει να ξαναγράψει με δικό της τρόπο την ιστορία του Μαγικού Βουνού του Τόμας Μαν, τολμώντας –για άλλη μια φορά– να αγγίξει ένα έργο σταθμό στην ιστορία της λογοτεχνίας χωρίς να φοβάται την όποια κατακραυγή. Φυσικά θα έλεγε κανείς πως η Τοκάρτσουκ ως ήδη κάτοχος Νόμπελ έχει πλέον τη δυνατότητα να γράψει κάτι τέτοιο χωρίς φόβο και πάθος, όμως ολόκληρη η προηγούμενη καριέρα της δείχνει πως ποτέ δεν έδειξε δείγματα τέτοιου φόβου. Τη στιγμή που υπάρχουν –ακόμη και μεγάλοι– συγγραφείς που φοβούνται ακόμα και το ένα κακό σχόλιο στο goodreads, στο amazon και στα γκρουπ της κακιάς ώρας στα σόσιαλ μίντια, η Τοκάρτσουκ ξεχωρίζει γι’ αυτήν την αίσθηση ελευθερίας που φαίνεται να εξατμίζεται απ΄ τα βιβλία της.
Πίσω στο Εμπούσιον, η Τοκάρτσουκ στήνει ένα «gothic novel» που διαδραματίζεται στο απομονωμένο περιβάλλον ενός σανατόριου, υφαίνοντας μια αφήγηση διαποτισμένη με ανησυχία, ασάφεια μα και με στοιχεία υπαρξιακού τρόμου. Οι «32 Παραλλαγές» του Μπετόβεν, γραμμένες στην ευμετάβλητη ντο ελάσσονα, χαρακτηρίζονται ομοίως από τη θυελλώδη φύση και τις δραματικές αντιθέσεις τους. Το θέμα, απλό και σκληρό, γίνεται γόνιμο έδαφος για τον Μπετόβεν να εξερευνήσει παραλλαγές που ταλαντεύονται μεταξύ οργής και ευθραυστότητας, όπως οι χαρακτήρες του Τοκάρτσουκ περιηγούνται στα ψυχολογικά και σωματικά τους όρια. Το σκηνικό του μυθιστορήματος –ένας χώρος όπου θολώνουν τα όρια του πραγματικού και του σουρεαλιστικού– καθρεφτίζει τις παραλλαγές του Μπετόβεν, όπου ο μουσικός ιστός μετατοπίζεται συνεχώς, αρνούμενος να κατασταλάξει.
Η αλληλεπίδραση της δομής και της αυτοσχεδιαστικής ελευθερίας στη μουσική παραλληλίζεται με την ένταση μεταξύ τάξης και χάους στην αφήγηση της Τοκάρτσουκ. Η αναλογία στη δομή αναδύεται στον τρόπο με τον οποίο και τα δύο έργα αμφισβητούν τις παραδοσιακές προσδοκίες συνοχής.
Και τα δύο έργα αμφισβητούν τις συμβατικές φόρμες. H Τοκάρτσουκ στο Εμπούσιον πειραματίζεται συνδυάζοντας τον τρόμο, την υπαρξιακή φιλοσοφία και τη φεμινιστική κριτική –κάποιες φορές με έντονη δόση σάτιρας που δυσκολεύει τον αναγνώστη απ΄ το να καταλάβει τα όριά της– δημιουργώντας ένα κείμενο που αντιστέκεται στην εύκολη κατηγοριοποίηση. Ομοίως, οι «32 Παραλλαγές» του Μπετόβεν, αν και ακολουθούν την κλασική μορφή θέματος και παραλλαγών, αψηφούν τις προσδοκίες με την αδυσώπητη ενέργεια και τις δεξιοτεχνικές απαιτήσεις τους, δημιουργώντας ένα σύνολο που βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ της κλασικής παράδοσης και του ρομαντισμού.
Η αλληλεπίδραση της δομής και της αυτοσχεδιαστικής ελευθερίας στη μουσική παραλληλίζεται με την ένταση μεταξύ τάξης και χάους στην αφήγηση της Τοκάρτσουκ. Η αναλογία στη δομή αναδύεται στον τρόπο με τον οποίο και τα δύο έργα αμφισβητούν τις παραδοσιακές προσδοκίες συνοχής. Οι παραλλαγές του Μπετόβεν δημιουργούν νόημα μέσω της ανατροπής και της αναδιαμόρφωσης, ακριβώς όπως η γραφή του Τοκάρτσουκ συχνά αποδομεί τις αφηγηματικές συμβάσεις, παρουσιάζοντας την πραγματικότητα ως ένα ρευστό, πολλαπλώς ερμηνευμένο φαινόμενο.
Και ο Μπετόβεν και η Τοκάρτσουκ φαίνεται να ασχολούνται με την ιδέα ότι η κατανόηση δεν αναδύεται μέσω στατικής αναπαράστασης, αλλά μέσω δυναμικών, επαναληπτικών διαδικασιών της αντίληψης και της φαντασίας.
Ένας τρίτος παράγοντας σύνδεσης μεταξύ των δυο αυτών έργων είναι πως και τα δύο εμφανίζονται ως «απλές κατασκευές» μα η αλήθεια είναι πως τίποτε δεν είναι πιο δύσκολο απ΄ αυτήν την απλότητα που κρύβει τη μαεστρία της τέχνης και των δύο δημιουργών πίσω απ΄ την ευκολία τόσο στην σύνθεση όσο και στην ανάγνωση. Και ο Μπετόβεν και η Τοκάρτσουκ φαίνεται να ασχολούνται με την ιδέα ότι η κατανόηση δεν αναδύεται μέσω στατικής αναπαράστασης, αλλά μέσω δυναμικών, επαναληπτικών διαδικασιών της αντίληψης και της φαντασίας. Το πλαίσιο της Παραλλαγής είναι ακριβώς αυτό που τους δίνει αυτή τη δυνατότητα και οι δυο το εκμεταλλεύονται στο έπακρο.
*Ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Φ. ΔΡΟΛΙΑΣ είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο «Οι Εξισώσεις» κυκλοφορεί απ΄ τις εκδόσεις Gutenberg.
ΥΓ 1. Στην Ελλάδα η λογική της Παραλλαγής στην σύγχρονη λογοτεχνία φαίνεται να μην είναι και τόσο δημοφιλής. Δεν είμαι ο αρμόδιος για να μπορώ να ορίσω πού οφείλεται αυτό, μα αν θα μπορούσα να σκεφτώ δυο παράγοντες θα έλεγα πως είναι η έλλειψη γνώσης της εγχώριας (και αλλοδαπής) λογοτεχνικής παράδοσης απ΄ τους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς, μια και ο φόβος πως θα χαρακτηριστεί το κείμενο ως ελλιπές από πλευράς δημιουργικότητας. Πιστεύω πως την παρούσα στιγμή που έχουμε φτάσει να ακούμε ανεκδιήγητες απόψεις για το λογοτεχνικό παρελθόν μας (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το κάνσελ στον Καραγάτση που διατυμπανίστηκε το καλοκαίρι) ίσως θα πρέπει να ψάξουμε τη δημιουργικότητα μας στο πλαίσιο των Παραλλαγών και των μετα-γραφών συνδέοντας (και τιμώντας )το παρελθόν μας με το παρόν – μα και το μέλλον, παίρνοντας μαθήματα απ΄ την τόλμη και γοητεία της Τοκάρτσουκ.
ΥΓ 2. Αν κάποιος θέλε να ακούσει τις «32 Παραλλαγές» –ίσως παράλληλα και με την ανάγνωση του Εμπούσιον–, θα πρότεινα την εκτέλεση απ’ τον Alfred Brendel.