Για το βραβευμένο με Πούλιτζερ μυθιστόρημα της Μπάρμπαρα Κινγκσόλβερ [Barbara Kingsolver] «Ντίμον Κόπερχεντ» (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Ψυχογιός), μυθιστόρημα «για τη βαθιά Αμερική», καθώς κι ένας «φόρος τιμής στο ημιαυτοβιογραφικό έργο του Τσαρλς Ντίκενς, Ντέιβιντ Κόπερφιλντ».
Γράφει η Φανή Χατζή
Με το τελευταίο της βιβλίο, η καταξιωμένη Αμερικανίδα συγγραφέας Μπάρμπαρα Κινγκσόλβερ αποτίει φόρο τιμής στο ημιαυτοβιογραφικό έργο του Τσαρλς Ντίκενς, Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, προσαρμόζοντάς το στην αμερικανική πραγματικότητα των Απαλάχιων Όρεων της δεκαετίας του 1990. Το βραβευμένο με το Πούλιτζερ μυθοπλασίας 2023 και με το Women’s Prize For Fiction Ντίμον Κόπερχεντ (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Ψυχογιός) είναι ένα σύγχρονο bildungsroman με έντονες πολιτικές προεκτάσεις, που ανατέμνει την ιστορία της πολύπαθης αμερικανικής υπαίθρου.
Η ζωή ως αγώνας επιβίωσης
Από τη στιγμή που έρχεται στον κόσμο, στο πάτωμα ενός λυόμενου οικήματος, η ζωή για τον Ντίμον είναι ένας αγώνας επιβίωσης. Γεννιέται μέσα στον αμνιακό σάκο, ασφυκτιώντας, όσο η τοξικοεξαρτημένη μητέρα του βρίσκεται λιπόθυμη. Η πάλη αυτή θα γίνει βασικό στοιχείο της ζωής του, τραχιάς σαν την κοιλάδα της αποκομμένης κομητείας Λη στη νοτιοδυτική Βιρτζίνια, στην οποία κατοικούν μάνα και γιος.
Οι ρόλοι είναι πολλές φορές αντεστραμμένοι, καθώς ο Ντίμον φροντίζει από μικρός τον εαυτό του και τη μητέρα του, όταν αυτή βρίσκεται στο σπίτι και όχι σε κάποιο κέντρο απεξάρτησης. Απουσία του νεκρού του πατέρα, το παιδί γίνεται αποδέκτης, μάρτυρας και πολλές φορές αντικείμενο εκτόνωσης της οξύθυμης προσωπικότητας του Στόουνερ, του πατριού του. Μοναδικός του φίλος είναι ο Μάγκοτ, ο γείτονάς του, που μεγαλώνει μαζί με τους παππούδες του, αφού οι δικοί του γονείς είχαν μια διαφορετική αλλά εξίσου τραγική ιστορία.
Αναδιήγηση του Ντίκενς
Κουρδισμένη στην πλοκή του βικτοριανού μυθιστορήματος, η πορεία του Ντίμον προς την ενηλικίωση είναι ένας γολγοθάς. Το παιδί υπομένει σχεδόν μαρτυρικά αυτά που του φέρνει η ζωή: την παραμέληση από την οικογένεια και από την πολιτεία, το πένθος και τις διαδοχικές ανάδοχες οικογένειες. Οι περισσότεροι άνθρωποι που γνωρίζει τον εκμεταλλεύονται ή βάζουν τρικλοποδιές στο διάβα του. Πρόκειται για χαρακτήρες που παραπέμπουν ακόμα και ονομαστικά στους αντίστοιχους ντικενσιανούς, όπως ο πρώτος ανάδοχος γονέας του, ο βλοσυρός μεγαλόσωμος Κρίκσον ή αργότερα ο δαιμονικός βοηθός του τελευταίου ανάδοχου γονέα του, το Ρυμουλκό (U-Haul στα αγγλικά), ως ένας άλλος Ουράια Χιπ.
Το παιδί υπομένει σχεδόν μαρτυρικά αυτά που του φέρνει η ζωή: την οικογενειακή και πολιτειακή παραμέληση, το πένθος και τις διαδοχικές ανάδοχες οικογένειες. Οι περισσότεροι άνθρωποι που γνωρίζει τον εκμεταλλεύονται ή βάζουν τρικλοποδιές στο διάβα του.
Υπάρχουν, όμως, τα φωτεινά, καλοσυνάτα πρόσωπα που παρέχουν φροντίδα και στιγμές τρυφερότητας στον άτυχο ήρωα, όπως η κυρία Πέγκοτ, σε ρόλο ενός υποκατάστατου «μάμου» (γιαγιάς) μέχρι ο Ντίμον να γνωρίσει την πραγματική του γιαγιά, αλλά και η θετή αδερφή του, Άνγκους, και η κοπέλα του, Ντόρι, καθ’ εικόνα των ντικενσιανών Κλάρα Πέγκοτι, Άγκνες Ουίκφιλντ και Ντόρα Σπένλουυ, αντίστοιχα.
Υπάρχουν και οι χαρακτήρες που μοιάζουν πολύ καλοί για τον σκληρό κόσμο, ήρωες πλασμένοι από «άλλο υλικό», από τους οποίους ο Ντίμον θα λάβει μαθήματα ανεκτικότητας. Η σκιαγράφηση του Σάμι, του θείου Ντικ ή του Χάμερ προσδίδει μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση σε συγκεκριμένα επεισόδια του βιβλίου και ταυτόχρονα συμπληρώνει το πλούσιο μωσαϊκό χαρακτήρων, ένα από τα πιο γοητευτικά γνωρίσματα του βιβλίου.
Ένας εντυπωτικός αφηγητής
Το μεγαλύτερο, όμως, προτέρημα του βιβλίου είναι η αφήγησή του. Ο Ντίμον είναι ένας ιδιαίτερος αφηγητής, που εναλλάσσει την παιδική ματιά με την ώριμη οπτική. Η εντυπωτική του φωνή θυμίζει περισσότερο κάποιες πιο «αμερικανικές» φωνές, όπως αυτή του Χακλμπέρι Φιν, παρά αυτή του Ντέιβιντ Κόπερφιλντ. Είναι όσο κυνικός και φλεγματώδης είναι και ο Χόλντεν Κόλφιλντ του Σάλιντζερ στο Ο Φύλακας στη σίκαλη, βιβλίο που πέφτει στα χέρια του ήρωα κάποια στιγμή, αλλά και τόσο σύγχρονος όσο ο Όσκαρ Γουάο στο Η σύντομη θαυμαστή ζωή του Όσκαρ Γουάο του Τζούνο Ντίαζ.
Ίσως η δύναμη αυτής της αφήγησης έγκειται στον μεγάλο βαθμό συνειδητότητας του Ντίμον, που ευθύβολα μας ενημερώνει για κάθε του δοκιμασία, χωρίς στρουθοκαμηλισμούς και ονειροπολήσεις. Γνωρίζει ότι δεν ανήκει πουθενά, ότι ενηλικιώνεται απότομα και ότι κάποια στιγμή προσεγγίζει την απανθρωποίηση. Ακόμα κι όταν γίνεται μέλος της οικογένειας του Κόουτς και ζει μια «φυσιολογική» εφηβική ζωή, νιώθει διαρκώς την επισφάλεια, σαν ένα μόνιμο άγχος στο κατώφλι του. Το χιούμορ του ως αφηγητή, όμως, κρατά την ιδανική ισορροπία ανάμεσα στο μελό και το δράμα, ανάμεσα στη γελοιοποίηση και τραγικοποίηση των παθών του.
Το χιούμορ του ως αφηγητή, όμως, κρατά την ιδανική ισορροπία ανάμεσα στο μελό και το δράμα, ανάμεσα στη γελοιοποίηση και τραγικοποίηση των παθών του.
Εκτός από πνευματώδης, ο Ντίμον είναι και ένας οργισμένος, αυθάδης αφηγητής, σε διαρκή ετοιμότητα να εκθέσει τα κακώς κείμενα των υπηρεσιών «προστασίας» που εμπορευματοποιούν τα σώματα των ορφανών παιδιών υπό το αδιάφορο μάτι της πολιτείας. Αργότερα, θίγει τη διαρκή υποβίβαση και χλευασμό των «χιλμπίληδων» και ξεσκεπάζει την εκμετάλλευση των φαρμακευτικών εταιριών που πλούτισαν σε βάρος τσακισμένων ανθρώπων.
Μαθήματα Ιστορίας: Απαλάχια Όρη, rednecks και στερεότυπα
Η εικόνα της κομητείας Λη σκιαγραφείται, αρχικά, ως ένας τόπος του «ενδιάμεσα», ούτε νότος ούτε βορράς, παρά ένα βαλτοτόπι που καταπίνει τους ανθρώπους του. Μια περιοχή ρημαγμένη από το μονοπώλιο των εταιριών που ήλεγχαν τα ανθρακωρυχεία, χωρισμένη σε δύο μόνο ταχύτητες, στους μετόχους και τους εργάτες, χωρίς «μεσαία» τάξη. Το «άστυ», εξάλλου, στο μυαλό του Ντίμον είναι για μεγάλο μέρος του βιβλίου κάτι πολύ μακρινό, τόσο ως ταξική και χωροταξική όσο και ως οικονομική πραγματικότητα.
Στιγματισμένες από το στερεότυπο των rednecks, ή βουνίσιων χωριατών, οι κοινότητες αυτών των βιοπαλαιστών είναι εγκλωβισμένες σε έναν φαύλο κύκλο ζωής: Τα παιδιά στερούνται βιαίως την ανηλικότητά τους, η διαφορετικότητα συνθλίβεται, οι έφηβοι εθίζονται στις ουσίες. Οι δυσλειτουργικές οικογένειες έχουν στη βάση τους έφηβες μαμάδες και μπαμπάδες που καταλήγουν στο χώμα ή τη φυλακή και ανάδοχες οικογένειες που βασίζονται οικονομικά στο επίδομα. Τα γρανάζια αυτού του συστήματος λαδώνουν αδιάφορα οι κακοπληρωμένοι κοινωνικοί λειτουργοί.
Η Κινγκσόλβερ, όμως, που κατάγεται από το Κεντάκι, μία από τις πολιτείες της νοτιότερης περιοχής της Αμερικής που διατρέχουν τα Απαλάχια όρη αντιστέκεται στα στερεότυπα για τους ανθρώπους της. Ανατέμνοντας την ιστορία, η συγγραφέας παρατηρεί τη θεσμική υποβίβαση των ορεσίβιων, η οποία εκτείνεται σε γλωσσικό, πολιτικό, υγειονομικό και πολιτισμικό επίπεδο, από την προβληματική αναπαράστασή τους στα μίντια μέχρι την πνευματική τους περιθωριοποίηση και την υποχρηματοδότηση των υποδομών εκπαίδευσης και υγείας.
Η Μπάρμπαρα Κινγκσόλβερ γεννήθηκε το 1955 και μεγάλωσε στο επαρχιακό Κεντάκι. Σπούδασε Βιολογία στα πανεπιστήμια DePauw και Arizona. Εργάζεται ως κειμενογράφος και συγγραφέας από το 1985. Σε διάφορες φάσεις της ενήλικης ζωής της έχει ζήσει στην Αγγλία, τη Γαλλία και τα Κανάρια Νησιά, ενώ έχει δουλέψει στην Ευρώπη, την Αφρική, την Ασία, στο Μεξικό και τη Νότια Αμερική. Αφού πέρασε δύο δεκαετίες στο Τούσον της Αριζόνα, πλέον ζει με την οικογένειά της σε μια φάρμα στα νότια Απαλάχια. Έχει γράψει δέκα μυθιστορήματα, μεταξύ των οποίων τα: Χωρίς ασπίδα και Η δηλητηριώδης Βίβλος, καθώς και ποίηση, δοκίμιο και μη μυθοπλαστικά αφηγήματα. Το έργο της έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 20 γλώσσες σε όλο τον κόσμο, ενώ έχει λάβει πλήθος διακρίσεων, μεταξύ των οποίων το Women’s Prize for Fiction για το μυθιστόρημά της Lacuna το 2010, το National Humanities Medal, την υψηλότερη διάκριση στις ΗΠΑ, για την προσφορά της στον χώρο των τεχνών, και το Dayton Literary Peace Prize, για το σύνολο του έργου της. Για το μυθιστόρημά της Ντίμον Κόπερχεντ (2022), το οποίο γνωρίζει τεράστια επιτυχία, τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ και για δεύτερη φoρά με το Women’s Prize for Fiction και έγινε η μοναδική συγγραφέας που έχει λάβει δύο φορές το βραβείο στην ιστορία του θεσμού. |
Το σκάνδαλο των οπιοειδών
Μια ολόκληρη ύπαιθρος παρατημένη στο έλεός της, αποκλεισμένη από το «αμερικανικό όνειρο» με το κοινωνικό κράτος απόν, έχει μια προδιαγεγραμμένη πορεία. Σε μια γεωγραφική περιοχή που το 50% των υπέργηρών έχει κάποια αναπηρία και η νεολαία είναι καταδικασμένη, ο συστηματοποιημένος εθισμός στα οπιοειδή ήταν η τελευταία ώθηση προς τον γκρεμό.
Η στενή παρακολούθηση του οικονομικού και ιατρικού σκανδάλου της οξυκωδόνης εντάσσει το Ντίμον Κόπερχεντ σε μια οικογένεια καλλιτεχνικών προϊόντων που ασχολήθηκαν εκτενώς με το θέμα τα τελευταία χρόνια. Σε αντίθεση με τα βιβλία Dopesick της Beth Macy και Pain killer του Barry Meier, που έγιναν αμφότερα δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές του Netflix, τα οποία εστιάζουν στους μεγιστάνες που πλούτισαν εις βάρος των ασθενών, η ανατομία της Κινγκσόλβερ επικεντρώνεται στην ανθρώπινη τραγωδία, στις επιζήμιες και θανατηφόρες συνέπειες του ναρκωτικού στους πιο ευάλωτους. Από αυτή την άποψη συγγενεύει με το πιο ρεαλιστικό και τρυφερό ντοκιμαντέρ «Όλη η ομορφιά και η αιματοχυσία» της Λόρα Πόιτρας, που βραβεύτηκε με τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας, το 2022, τη χρονιά που εκδόθηκε το Ντίμον Κόπερχεντ.
Εκλογή Τραμπ: Η εκδίκηση των «λευκών σκουπιδιών»
Η πολύ καλή μετάφραση του βιβλίου από την Κατερίνα Σχινά και η φετινή έκδοση του βιβλίου στα ελληνικά, όμως, συνέπεσε με την προεκλογική περίοδο στις ΗΠΑ και πλέον, μετεκλογικά, είναι αδύνατο να μην γίνουν συνειρμικά οι συνδέσεις με την εκλογή του Τραμπ. Με τον πρώην «χιλμπίλη», J.D. Vance, στο πλευρό του ως εκλεγμένος πλέον αντιπρόεδρος και μια σταθερή λαϊκίστικη ρητορική, ο Τραμπ απέσπασε τεράστια ποσοστά ψήφων στις πολιτείες της Βιρτζίνια, του Κεντάκι, του Οχάιο και των λοιπών πολιτειών που συνιστούν τη λεγόμενη «Ζώνη της σκουριάς».
Μολονότι η επικαιρότητα επιβεβαιώνει την ανάγκη για μια αφυπνιστική λογοτεχνία, η συγγραφέας υποπίπτει σε αρκετά σημεία στο ατόπημα του διδακτισμού και η αυθόρμητη και παθιασμένη φωνή του Ντίμον ή του φίλου του Τόμι μπερδεύονται με την αγανακτισμένη φωνή της Κινγκσόλβερ. Ίσως σ' αυτά τα σημεία η αστοχία να δείχνει μεγαλύτερη γιατί η συγγραφέας αποδεικνύει σε πλείστα άλλα σημεία της αφήγησης ξέρει πώς να μεταφέρει την ουσία του «κηρύγματός» της εικονοπλαστικά, ήσυχα και υπόγεια.
Παρ’ όλα αυτά, όπως ο Ντίκενς ξεσκέπασε τα σαθρά θεμέλια του οικοδομήματος της Βικτωριανής Εποχής, έτσι και η Κινγκσόλβερ διεισδύει στα πιο σκοτεινά σημεία της βαθιάς Αμερικής. Στο ασφυκτικό κύκλωμα που σκιαγραφεί η συγγραφέας, κανένας μηχανισμός ή θεσμός δεν αρκεί για να σπάσει τον κύκλο της διαγενεακής αποτυχίας στην οποία οδηγεί η κατάρρευση του κράτους δικαίου. Παρ’ όλα αυτά, ο Ντίμον, από τα πύρινα μαλλιά του μέχρι την σπίθα που δεν σβήνει ποτέ εντός του, εκπέμπει ένα δυναμικό φως και ανάγεται σε ένα σύμβολο αντίστασης, πετυχαίνοντας το πιο σημαντικό, να επιβιώνει.
*Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι μεταφράστρια, απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Αγγλικών και Αμερικανικών Σπουδών.