Για το κύκνειο άσμα του Πολ Όστερ [Paul Auster] «Μπαουμγκάρτνερ» (μτφρ. Ιωάννα Ηλιάδη, εκδ. Μεταίχμιο).
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
Πανθομολογούμενα, ακόμα και οι σημαντικότεροι συγγραφείς προσεγγίζοντας το τέλος της ζωής τους σταδιακά χάνουν την αρχική τους ορμή. Ως αποτέλεσμα το έργο τους παραπέμπει μεν στις ένδοξες στιγμές τους, όμως του λείπει η λογοτεχνική ουσία, αυτό που ελλείψει ίσως καταλληλότερης λέξης συχνά αποκαλούμε «φωνή» ή «έμπνευση». Το Μπαουμγκάρτνερ είναι το κύκνειο άσμα του Όστερ (ο Αμερικανός συγγραφέας πέθανε τον Απρίλιο του 2024) και δεν ξεφεύγει από αυτόν τον κανόνα.
Σπίθα και έμπνευση
Το ακόλουθο κείμενο είναι αφορμή για μερικές θεωρητικές σκέψεις που χρησιμεύουν ως διευκρινίσεις επί του βιβλίου και φυσικά σχετίζονται με αυτό. Για αρχή ξεκινάω επιχειρώντας να προσδιορίσω κάποια ζητήματα που σχετίζονται με τις λέξεις που ανέφερα στην εισαγωγή. Τι είναι αυτό που πραγματικά εννοούμε όταν τις χρησιμοποιούμε για έναν δημιουργό; Μια εκ του προχείρου απάντηση είναι ότι αναφερόμαστε στο στιλιστικό του αποτύπωμα, δηλαδή στη σφραγίδα του, τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο πλάθει τον μύθο του. Η λογική της δημιουργίας είναι παρόμοια με εκείνη του γλύπτη, για παράδειγμα. Στη θέση του μαρμάρου, μπορούμε να τοποθετήσουμε τη «γλώσσα», τον γραπτό λόγο. Ο καλλιτέχνης σκαλίζει, αποκόπτει, και διαμορφώνει δίνοντας σχήμα στο άμορφο υλικό που έχει μπροστά του, υποτάσσοντάς το στη δημιουργική του δύναμη, τη φαντασία και το όραμά του. Εκεί που κάποιοι χρησιμοποιούν καλέμι, πινέλο, μουσικό όργανο ή κάμερα, ο συγγραφέας έχει την πένα, τη γραφομηχανή ή τον υπολογιστή του.
Το τελικό προϊόν, το έργο τέχνης, φέρει την υπογραφή του δημιουργού, η οποία δεν εξαντλείται προφανώς στην παράθεση του ονόματος στο κάτω άκρο του πίνακα ή στο εξώφυλλο του βιβλίου. Πρόκειται για κάτι πιο ουσιαστικό και περιλαμβάνει το σύνολο του παραγόμενου έργου του. Αναφέρομαι στην ιδιαιτερότητα, τη μοναδικότητά του, εκείνο ή εκείνα τα σημεία που το διαχωρίζουν από τις λοιπές δημιουργίες και δημιουργούς. Είναι, τέλος, αυτά ακριβώς τα στοιχεία που αναζητούν στο έργο του οι θεατές, οι ακροατές ή οι αναγνώστες, ακόμα κι αν δεν μπορούν να τα ξεχωρίσουν άμεσα ή να τα χαρακτηρίσουν ως τέτοια (η ανάδειξή τους είναι το έργο της σοβαρής κριτικής, εφόσον επιθυμεί να ξεπεράσει το πρωτόλειο επίπεδο της παρουσίασης). Αυτό είναι το ένα σκέλος.
Συχνά βέβαια, μπορεί το έργο τέχνης να διαθέτει τη «σφραγίδα» του δημιουργού με όσα προϋποθέτει, αλλά την ίδια στιγμή να του λείπει η πρωτοτυπία, η έμπνευση, εν τέλει η «φωνή» (σε διευρυμένη πλέον έννοια). Ο συγγραφέας, για παράδειγμα, μπορεί με τα χρόνια να έχει τελειοποιήσει τα λεκτικά του εργαλεία, έχοντας διαμορφώσει το προσωπικό του αφηγηματικό στιλ, οπότε το καθένα έργο του να φέρει αυτή τη διακριτή υπογραφή που τον καθιστά αναγνωρίσιμο στο κοινό του.
Ο συγγραφέας βρίσκεται μεν παρών ως διακριτή οντότητα, αλλά όσα έχει να πει δεν είναι τελικά και τόσο σημαντικά ή, σε διαφορετική περίπτωση, έχουν ειπωθεί από τον ίδιο καλύτερα στο παρελθόν (παραμένει αδιαχώριστο το «πώς» από το «τι» στην τέχνη, αφού το «όσα έχει να πει» είναι το περιεχόμενο, ενώ το «έχουν ειπωθεί καλύτερα» αφορά το ύφος).
Την ίδια στιγμή όμως, είναι εξίσου πιθανό το ύφος εκείνο που τον έκανε να ξεχωρίσει στις κορυφαίες του στιγμές, να έχει εκπέσει σε επανάληψη, σε μανιέρα, ενός είδους τυποποίηση, κάτι που συνήθως συμβαίνει συν τω χρόνω. Σε αυτή την περίπτωση, παρεμβάλλεται κάτι άλλο, κάτι που θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως απώλεια της έμπνευσης. Ο συγγραφέας βρίσκεται μεν παρών ως διακριτή οντότητα, αλλά όσα έχει να πει δεν είναι τελικά και τόσο σημαντικά ή, σε διαφορετική περίπτωση, έχουν ειπωθεί από τον ίδιο καλύτερα στο παρελθόν (παραμένει αδιαχώριστο το «πώς» από το «τι» στην τέχνη, αφού το «όσα έχει να πει» είναι το περιεχόμενο, ενώ το «έχουν ειπωθεί καλύτερα» αφορά το ύφος). Κλείνω εδώ τη θεωρητική παρέκβαση, συνοψίζοντας ότι αυτό που αποκαλούμε «φωνή» είναι συμπεριληπτική έννοια και συναρμόζει την αφηγηματική σφραγίδα με τη δημιουργική έμπνευση.
Το βιβλίο
Ας έρθουμε όμως στο βιβλίο με τίτλο Μπαουμγκάρτνερ, το οποίο αποτελεί τυπικό παράδειγμα όσων έγραψα προηγουμένως. Ο Όστερ υπήρξε συγγραφέας με ορατό αποτύπωμα, τεχνίτης του γραπτού λόγου, ο οποίος στην ακμή του προσέφερε αναγνωστική απόλαυση στο πολυπληθές κοινό του. Η μεταμοντέρνα αφήγησή του, ο τρόπος με τον οποίο συνδύαζε το genre (π.χ. αστυνομικό) με το παραδοσιακό λογοτεχνικό ύφος και τις υπαρξιακές θεματικές, σε συνδυασμό με την ενασχόλησή του με το σινεμά, τον ανέδειξαν σε μια από τις πιο αγαπητές πνευματικές μορφές των ΗΠΑ – εκείνο το κοσμοπολίτικο πρότυπο του Εβραιοαμερικανού της πρωτεύουσας του κόσμου, της Νέας Υόρκης. Από την άλλη πλευρά, κατακρίθηκε από λογοτεχνικούς κριτικούς για το γεγονός ότι υπήρξε περισσότερο εμπορικός από ποιοτικός (με την αυστηρή λογοτεχνική έννοια), διευκολύνοντας, τρόπον τινά, τους αναγνώστες με το στρωτό ύφος του.
Η μεταμοντέρνα αφήγησή του, ο τρόπος με τον οποίο συνδύαζε το genre (π.χ. αστυνομικό) με το παραδοσιακό λογοτεχνικό ύφος και τις υπαρξιακές θεματικές, σε συνδυασμό με την ενασχόλησή του με το σινεμά, τον ανέδειξαν σε μια από τις πιο αγαπητές πνευματικές μορφές των ΗΠΑ – εκείνο το κοσμοπολίτικο πρότυπο του Εβραιοαμερικανού της πρωτεύουσας του κόσμου, της Νέας Υόρκης.
Στο συγκεκριμένο βιβλίο ο Όστερ περιγράφει το παρόν ενός άνδρα 71 ετών ονόματι Μπαουμγκάρτνερ (όπως πάντα ενσωματώνοντας αυτοβιογραφικά στοιχεία), του οποίου η ύπαρξη συνεχίζει να περιστρέφεται γύρω από την εδώ και μία δεκαετία απώλεια της αγαπημένης του συζύγου, έτοιμος να εισέλθει σε νέα φάση της ζωής του. Θα αντιμετωπίσει το γήρας, τη σωματική και πνευματική αδυναμία, αλλά και τις άλλες προκλήσεις που φέρνει η ζωή στην πόρτα του, με τη μορφή μιας αποτυχημένης πρόσφατης σχέσης και την αντιμετώπιση του παρελθόντος με τη μορφή της νοσταλγίας ή της λησμονιάς. Τέλος, την επαφή με μια νέα κοπέλα (η οποία επιδεικνύει ειλικρινές ενδιαφέρον για τα ανέκδοτα ποιήματα της νεκρής συζύγου) που θα μετεξελιχθεί πιθανότατα σε πατρική σχέση, οδηγούμενος σε ένα ανοιχτό σε ερμηνείες και υποθέσεις κλείσιμο, αφού η περιπέτεια της ζωής συνεχίζεται εκπλήσσοντας μονίμως τους μετέχοντες στο δράμα (ή την κωμωδία) της.
Η κριτική
Κάθε έργο οφείλει να κρίνεται αυτόνομα αλλά και σε σύγκριση, καθώς τίποτα δεν υφίσταται εν κενώ και καθετί αποτελεί κρίκο μιας μεγάλης αλυσίδας που συνδέει το παρελθόν με το παρόν.
Σ’ αυτό το βιβλίο το πρώτο πρόβλημα που εντόπισα είναι το εξής: η γραφή του Όστερ είναι παραπάνω από όσο χρειάζεται καταπραϋντική και υπνωτιστική, κυλάει αγκαλιάζοντας τον αναγνώστη με τρόπο παρηγορητικό. Ο συγγραφέας χειρίζεται τις βαρέων βαρών θεματικές (αποχωρισμός, θάνατος, θλίψη, νοσταλγία, ανάμνηση, παρηγοριά, ελπίδα κ.ο.κ.) με τρόπο αναντίστοιχο της βαρύτητάς τους, χωρίς να καταφεύγει στο μελόδραμα καθότι έμπειρος συγγραφέας, όμως με τρόπο επιφανειακό. Ένιωθα κάθε στιγμή ότι το ρίγος, η μέθεξη με την ανθρώπινη μοίρα δεν προερχόταν από την αφηγηματική δεινότητα του συγγραφέα, αλλά από το ίδιο το βάρος των θεματικών που προανέφερα, οι οποίες εξ ορισμού θα προκαλέσουν στον αναγνώστη του, έστω και μέσω της απλής αναφοράς και παράθεσής τους, τις αντίστοιχες αυτοματοποιημένες αντιδράσεις. Σε τελική ανάλυση κάθε άνθρωπος μιας ηλικίας που έχει σχετικά βιώματα νιώθει αυθόρμητα την ταύτιση. Όμως δεν πρόκειται για επιτυχία του καλλιτέχνη αλλά του βιώματος και, δευτερευόντως, της ευαισθησίας του αναγνώστη. Και αυτή, θεωρώ, είναι διαφορά ουσίας, τουλάχιστον όσον αφορά την κριτική.
Καθ’ όλη την έκταση του κειμένου η αίσθησή μου ήταν ενός καλογραμμένου έργου, το οποίο ήταν ισορροπημένο μεν αλλά χωρίς αιχμές, δίχως τίποτα να ξεφεύγει είτε προς τα κάτω (δομικές αδυναμίες) αλλά ούτε προς τα πάνω (δημιουργικές εξάρσεις-έμπνευση). Η αραιή συννεφιά που θα μπορούσε κάποια στιγμή να εξελιχθεί σε καταιγίδα δεν έλαβε ποτέ χώρα, αφήνοντας τη σχεδία να κυματίζει μεσοπέλαγα χωρίς αναταράξεις, με μόνη προοπτική μια αναίμακτη άφιξη, η οποία όντως ήρθε στο τέλος. Κι αυτό είναι το δεύτερο σημείο που εντόπισα και συνδέεται με το πρώτο: στο επιφανειακό προστέθηκε η επίπεδη (flat) αφήγηση, τουτέστιν η αφηγηματική διαχείριση τόσο σημαντικών θεμάτων με τόσο «μελιστάλαχτο» ύφος. Κάτι που αποδεικνύει ότι τα πάντα στην τέχνη είναι το στιλ, αφού το περιεχόμενο ήταν εκεί ζωντανό, περιμένοντας τον γλύπτη να το σμιλέψει μέσα από την πέτρα. Αλλά η σμίλη δεν έκοβε πια, είχε στομώσει από τη χρήση και τον χρόνο.
«Ενώ ο Paul δούλευε πάνω στο τελευταίο του μυθιστόρημα, το Baumgartner, άρχισε να υποφέρει από πυρετό κάθε απόγευμα. Αν και δεν το γνωρίζαμε τότε, οι πυρετοί ήταν σύμπτωμα πνευμονίας που προκλήθηκε από τον καρκίνο του. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να σταματήσει να εργάζεται πολύ νωρίτερα από το συνηθισμένο. Καθώς μου διάβαζε δυνατά το βιβλίο σε τακτικές δόσεις, έλεγε ξανά και ξανά: «Δεν έχω ιδέα τι κάνω». Και για πρώτη φορά στην ιστορία της μακρόχρονης λογοτεχνικής μας συντροφιάς, δεν είχα καμία κριτική, καμία λέξη ή χωρίο που θεωρούσα ότι έπρεπε να κοπεί ή να αλλάξει. «Συνέχισε», είπα, «το αγαπώ. Απλώς συνέχισε». Ο Paul δεν είναι ο Baumgartner, και εγώ δεν είμαι η Anna, η οποία δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να δημοσιεύσει το έργο της, αλλά όταν άκουσα για πρώτη φορά το μυθιστόρημα και στη συνέχεια διάβασα το χειρόγραφο σιωπηλά στον εαυτό μου ένιωσα, για να επαναδιατυπώσω τον Wordsworth, νύξεις θνητότητας. Γνωρίζω επίσης ότι η φαντασία είναι εργαλείο του ασυνείδητου. Ο Paul έγραφε, όχι μόνο ένα προοίμιο για τον δικό του πιθανό θάνατο, αλλά και ένα βιβλίο που προοιωνιζόταν τρομακτικά τη δική μου θλίψη, όχι τη δική του». Siri Hustvedt |
Όστερ και Ροθ
Αυθόρμητα συνέκρινα με τον μεγάλο Φ. Ροθ που πραγματευόταν πάνω κάτω τα ίδια θέματα (συν τις πάγιες σεξουαλικές εμμονές του), ακόμα και στα ύστερα έργα του που δεν συγκρίνονταν με εκείνα της ωριμότητάς του για τους ίδιους λόγους που προανέφερα σε σχέση με τον Όστερ. Εντούτοις, εκεί που ο Όστερ γράφει με τρόπο καταπραϋντικό, παίρνοντας τις «ορθές» θέσεις σε όλα τα ζητήματα, τόσο σε προσωπικό όσο και σε πολιτικό/κοινωνικό επίπεδο, με αποτέλεσμα να μη θίγει κανέναν, χάρη σε μια πρόζα που όπως είπα κινείται πιάνοντας βολικά τη δεξιά λωρίδα εντός ορίου ταχύτητας σε δρόμο ταχείας κυκλοφορίας, ο Ροθ κάνει το αντίθετο – πατάει γκάζι αυτοκαταστροφικά, ξύνει πληγές, προσβάλει, δεν γλείφει τις βεβαιότητες του αναγνώστη του, ενώ την ίδια στιγμή αυτοσαρκάζεται, κυλιέται στον βούρκο, χλευάζει εαυτόν και άπαντες, χωρίς να αρνείται την ανθρώπινη δισυπόστατη ουσία του.
Ο Όστερ, τουλάχιστον στον Μπαουμγκάρτνερ (δεν θέλω να γενικεύσω) παραμένει ο μη πικρόχολος υπερήλικας – ένας μετριοπαθής και σοφός παππούς αλλά όχι υβριστής Προμηθέας που δεν διστάζει να καταραστεί τους ανθρώπους, τους Θεούς ή τη Μοίρα, σε αντίθεση με τον βλάσφημο συμπατριώτη του τον Φίλιπ.
Κάπου εκεί εντοπίζεται η διαφορά της σπουδαίας λογοτεχνίας απ’ τη συγγραφή βιβλίων – αν η τέχνη δεν αρπάζει άφοβα το νυστέρι για να κόψει βαθιά, απογυμνώνοντας τα κόκαλα από τη σάρκα, δεν θα εισχωρήσει ποτέ στην ψυχή που είναι ο τελικός προορισμός. Αλλά τότε ποιο το νόημα; Ο κατευνασμός δεν οδηγεί στην κάθαρση, αλλά στην κατάφαση και την πλήξη που φέρνει η ταύτιση με το υπάρχον. Ο «ανάλγητος», «σεξιστής», «διαφθορέας» Ροθ το είχε καταλάβει και πλήρωσε το ανάλογο τίμημα. Ο Όστερ, τουλάχιστον στον Μπαουμγκάρτνερ (δεν θέλω να γενικεύσω) παραμένει ο μη πικρόχολος υπερήλικας – ένας μετριοπαθής και σοφός παππούς αλλά όχι υβριστής Προμηθέας που δεν διστάζει να καταραστεί τους ανθρώπους, τους Θεούς ή τη Μοίρα, σε αντίθεση με τον βλάσφημο συμπατριώτη του τον Φίλιπ. Με το να μην γίνεται ουδέποτε μικρόψυχος, θα απωλέσει την τραγικότητα και το μεγαλείο που φέρνει η Πτώση.
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
ΥΓ. Το κύκνειο άσμα του Όστερ είναι ένα βιβλίο που θα διαβαστεί από όλους όσοι τον ακολουθούν πιστά τόσες δεκαετίες. Και δικαίως θα έλεγα, καθώς το loyalty στον καιρό της ασημαντότητας και των trends –όπου το πληθωριστικό one night χειροκρότημα ακολουθείται αναπόδραστα όχι από την αποκαθήλωση που είναι πράξη αξίας, αλλά από την αδιαφορία– αναδεικνύεται σε ποιότητα, έστω για λόγους σπανιότητας. Σε μια εποχή όπου λέξεις όπως «σεβασμός», «πνευματική αριστεία» ή «αυθεντία» ακούγονται απηρχαιωμένες, ενδεικτικές ενός σκουριασμένου παρελθόντος για ενοχικούς συντηρητικούς αναγνώστες, οι οποίοι συνεχίζουν σε βάρος της επικαιρότητας να πιστεύουν ότι η κριτική σε παροντικό χρόνο προϋποθέτει σύγκριση με το παρελθόν, όσοι αγάπησαν το έργο του συγγραφέα θα διαβάσουν το ύστατό του πόνημα σαν έσχατο αποχαιρετισμό και υπενθύμιση.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Έπειτα από πάνω από πενήντα χρόνια με μέρες που πέρασαν γρήγορα νιώθω λες και η ζωή μου με προσπέρασε αστραπιαία. Έχω γεράσει, αλλά, καθώς οι μέρες πέρασαν τόσο γρήγορα, κατά το μάλλον αισθάνομαι ακόμη νέος και, όσο μπορώ ακόμη να κρατώ ένα μολύβι στο χέρι μου και να βλέπω την πρόταση μπροστά μου, φαντάζομαι πως θα συνεχίσω με την ίδια ρουτίνα που ακολουθώ από εκείνο το πρωί που έφτασα εδώ. Κι αν τελικά έρθει η στιγμή που δεν θα μπορώ πλέον να συνεχίσω, το μόνο που έχω να κάνω είναι να σηκωθώ και να φύγω. Αν τότε είμαι πια πολύ γέρος για να περπατήσω, θα ζητήσω από τον δεσμοφύλακά μου να με βοηθήσει. Είμαι σίγουρος ότι θα χαρεί και με το παραπάνω να με δει να φεύγω».