
Της Παυλίνας Μάρβιν
Το ολιγοσέλιδο αυτό βιβλίο ξεκινάει με βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα: «Ο Λού-Κιάνγκ-Τσέου πέθανε στη Σού Τσέου το 1516, την ίδια χρονιά που δημοσιεύτηκαν στη Βασιλεία οι Διάλογοι του Έρασμου.
Η χρονολογία γεννήσεώς του είναι άγνωστη. Οι μεταγενέστεροι δε διαφύλαξαν παρά μια μικρή συλλογή πεζών ποιημάτων του, που παρουσιάζουμε σήμερα με τον τίτλο Θέατρο Σκιών, μολονότι η κατά γράμμα μετάφραση θα ήταν μάλλον: «Η ηλιόλουστη στιγμή του γαλήνιου Κήπου όπου περνάει μια Σκιά». Ο Λού-Κιάνγκ-Τσέου, που δεν είχε πειστεί ότι έπρεπε να προσχωρήσει στον «μηχανοκρατικό θετικισμό» του Τσού-Χί, θανατώθηκε με αποκεφαλισμό. Αναφέρουν συχνά τα τελευταία του λόγια: Πηγαίνω αλλού για να μη με ταράζει κανένας».
Ο ΣΟΦΟΣ ονειρεύεται στην άκρη του δρόμου. Η δύναμη του ονείρου μπορεί να κάνει να ξεπροβάλει ένα δέντρο, ένας βασιλιάς, μια γυναίκα, μια χίμαιρα. Και το δέντρο κι ο βασιλιάς και η χίμαιρα, περνούν σ’ αυτό το σκηνικό που ονομάζεται ζωή. Και εξαφανίζονται. Ο σοφός ονειρεύεται στην άκρη του δρόμου. Δεν θα περάσει όποιος θέλει απ’ το δρόμο του.
Την εντυπωσιακή και μυστηριώδη ταυτότητα του Κινέζου συγγραφέα κάνουν ακόμη πιο αινιγματική δύο στοιχεία: αφενός, η αφιέρωση της τρίτης σελίδας σε γυναίκα με γαλλικό όνομα, «στη Francoise». Αφετέρου, ένα απόσπασμα του Άγγλου ποιητή Algernon Charles Swinburne (1837-1909) στην πρώτη σελίδα: «Ζήσε κι απόλαυσε/ στο ακέραιο τις μέρες σου,/ ύστερα πέθανε/ σαν έρθει η ώρα,/ αλλά μη δίνεις σημασία/ στο θάνατο». Τί τρέχει λοιπόν με τον Λού-Κιάνγκ-Τσέου; Μήπως είχε τη δύναμη να ταξιδεύει στον χρόνο;
ΤΗΣ ΕΛΕΓΑ: «Μην έχεις εμπιστοσύνη. Το δωμάτιο είναι μικρό. Μόλις χωθούμε μέσα κι οι δυο μας, ο ένας πλάι στον άλλο, θ’ αρχίσω να φουσκώνω, να φουσκώνω τόσο δυνατά, που το δωμάτιο θα γεμίσει ολόκληρο. Θα είσαι εκεί, σφηνωμένη ανάμεσα στον τοίχο και σ’ εμένα σαν κάποιος που πνίγεται. Θ’ αρχίσεις να φωνάζεις. Μα θα ’ναι πολύ αργά για σένα, για μας. Δε θα ξαναβγώ πια από δω. Ο σπιτονοικοκύρης θ’ αναγκαστεί να γκρεμίσει τα ντουβάρια, για να ξαναποχτήσει το δωμάτιο». Μου είπε «Τι πειράζει. Θα δούμε».
Κάποτε, μεταξύ αστείου και σοβαρού, είχε συζητηθεί το ενδεχόμενο να στεκόμαστε για λίγο καχύποπτα απέναντι σε όποιο έργο επιμελείται ο Ε. Χ. Γονατάς, συγγραφέας των «ολωσδιόλου φανταστικών ταξιδιών». Εδώ, ο επιμελητής Γονατάς συγγράφει και το επίμετρο του μικρού βιβλίου, όπου λύνονται οι απορίες μας για την άγνωστη αυτή κινεζική και καθ’ όλα ποιητική φυσιογνωμία: «Ο Λού-Κιάνγκ-Τσέου είναι επινόηση του Pierre Betencourt (σσ: ο οποίος στο εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης αναφέρεται ως ο μεταφραστής των κειμένων από τα κινέζικα), και όλα τα «κινεζικά» ποιήματα του Θεάτρου Σκιών δεν είναι παρά έργο του ίδιου, ο οποίος χρησιμοποίησε ίσως το τέχνασμα αυτό για να εκφράσει με μεγαλύτερη άνεση ένα μέρος του προσωπικού του οράματος.(…) Ο Pierre Bettencourt είναι κυρίως γνωστός ως ζωγράφος (…), ενώ τα γραπτά του μέχρι πριν από λίγα χρόνια (σσ: η πρώτη ελληνική έκδοση έγινε το 1987) δεν είχαν ξεπεράσει «τα όρια του εμπιστευτικού (…). Όλα τα βιβλία που έγραψε από το 1940 έως το 1962 στοιχειοθετήθηκαν με το χέρι και τυπώθηκαν τα περισσότερα, από τον ίδιο στο πιεστήριό του, σε πολύ περιορισμένο αριθμό αντιτύπων (…)» Ο Bettencourt, από το 1941 και για μια δωδεκαετία τύπωσε μόνος του περισσότερα από εξήντα μικρά βιβλία, που, μεταξύ άλλων, συμπεριελάμβαναν κείμενα των Henri Michaux, Francis Ponge, Antonin Artaud κ.α. Αφότου εγκατέλειψε την τυπογραφία, εμπιστεύτηκε τα βιβλία του μόνο σε χέρια ανθρώπων του εκδοτικού χώρου που τύπωναν με τον παραδοσιακό τρόπο.
ΜΕ ΕΝΑ ΨΙΛΟ πινέλο από τρίχα νυφίτσας ο Δάσκαλος γράφει σε ένα ωραίο μεταξωτό χαρτί ένα ρητό. Τα ρητά στεγνώνουν πάνω στον τοίχο. Από πολύ μακριά έρχονται οι άνθρωποι να ζητήσουν τη συμβουλή του. Απιθώνουν τα δώρα τους στο τεζάκι. Τότε ο Δάσκαλος, μ’ ένα μακρύ καλάμι, κάνει νόημα στο βοηθό του να ξεκρεμάσει αυτό ή εκείνο το γνωμικό. Οι πιο πολλοί δεν ξέρουν να διαβάζουν, μα τους φτάνει να το φοράνε επάνω τους σαν φυλαχτό. Εγώ όμως είχα την περιέργεια κι έβαλα να μου διαβάσουν το δικό μου. Να τι έγραφε: «Η ζωή δεν είναι φτιαγμένη για σένα. Μην ξαναγυρίσεις ποτέ».
Ο Pierre Bettencourt, καθώς μας πληροφορεί ο Γονατάς, ταξίδεψε πολύ (Αφρική, Ωκεανία, Ινδίες, Ιαπωνία, Αίγυπτος, Ελλάδα) και φαίνεται πως άντλησε από τα ταξίδια του όσα χρειαζόταν για να συμπληρώσει τον εξαίσιο στιλιστικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει στη γραφή του τόπους και ανθρώπους. Θα τολμούσα να πω για αυτόν, ό,τι θα έλεγα και για έναν πραγματικά καλό φωτογράφο: πως μας μαθαίνει να ξαναβλέπουμε. Καμία από τις ιστορίες του δεν είναι λιγότερο πραγματική από ότι φανταστική, γιατί συναντάμε σε αυτές όχι λόγια, μα αισθήματα και πρόσωπα γνώριμα.
ΑΠΛΩΝΕΙΣ τον καρπό του χεριού σου και σου μπήγω μια μακριά βελόνα που τον διαπερνάει από τη μια μεριά ως την άλλη. Καθόλου αίμα δε στάζει και τίποτα δεν ένιωσες. Κοιτάζεις με έκσταση τη βελόνα που ξαναβγαίνει. Έχω κι άλλες βελόνες, βαλμένες όρθιες σ’ ένα μικρό δοχείο. Τώρα που είδες, θα πάρω μιαν άλλη, μεγαλύτερη, και θα σου τρυπήσω πέρα-πέρα το στήθος κοντά στην καρδιά. Θα ‘θελα να χεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου. Αύριο θα δεις την αγαπημένη σου και πρέπει να της πεις ότι την αγαπάς.
«Γυναίκες-νυχτερίδες, γυναίκες-σφουγγάρια και άνθρωποι-κοπροκάνθαροι» στις ζωγραφιές και στα κείμενα του Bettencourt είναι σκληροί και τρυφεροί, μεταφυσικοί, μα όχι αφύσικοι, γιατί μας θυμίζουν τα όνειρά μας και τα όνειρα είναι ίσως μια άλλη μεγάλη, δεύτερη και τρίτη ζωή.
ΒΡΕΧΕΙ. Το βουνό εκεί ψηλά χάνεται μέσα σ’ ένα σύννεφο, τα νιόφυτα ελάτια λυγίζουν με τη νεροποντή. Το άλογο σκύβει το κεφάλι του για να το προφυλάξει κάτω από τον λαιμό του. Η γυναίκα σου πάνω στο ζώο της προσεύχεται σαλεύοντας τα χείλη. Εσύ περπατάς μόνος κοιτάζοντας μπροστά, αφού βέβαια πρέπει κάπου να φτάσεις.

Πιέρ Μπετανκούρ
Μτφρ.: Επαμεινώνδας Γονατάς
Εικονογράφηση Πιέρ Μπετανκούρ
Μτφρ.: Επαμεινώνδας Γονατάς
Στιγμή 2001