
Για το μυθιστόρημα του Μισέλ Τουρνιέ [Michel Tournier] «Ο βασιλιάς των ξωτικών» (μτφρ. Λίζυ Τσιριμώκου, εκδ. Στερέωμα).
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
«Τα πάντα είναι σύμβολα ή παραβολή»
Π. Κλοντέλ
Μιας και η αντιστροφή αποτελεί έναν από τους θεματικούς πυλώνες του βιβλίου αυτού, θα ξεκινήσω κι εγώ ανάστροφα παραθέτοντας εξαρχής κάποια συμπεράσματα. Καταρχάς, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του δημιουργού του, οι οποίες δεν αφορούν ιδιαίτερα το αναγνωστικό κοινό (ιδίως όταν ο χρόνος κυκλοφορίας έχει από πολλού παρέλθει), θεωρώ εξαιρετικά δύσκολο για ένα λογοτεχνικό έργο να μην υποκύψει στο βάρος του θέματός του. Εφόσον μάλιστα το κύριο θέμα του είναι ιστορικό και έχει σχέση με τη ναζιστική Γερμανία, τον Β’ Π.Π., τότε σοβεί σοβαρός «κίνδυνος» η μυθοπλασία να καταντήσει ο «φτωχός συγγενής», δεδομένου ότι η ιστορική έρευνα και καταγραφή θα φέρει (η φορία ενέχει κομβική σημασία στο βιβλίο, όπως θα δούμε στη συνέχεια) το βάρος, παραμερίζοντας τη λογοτεχνικότητα σε ρόλο κομπάρσου. Εξάλλου, η τεχνική αυτή είναι συνήθως επιτυχής σε έργα ήσσονος σημασίας. Ο αναγνώστης ήδη εξοικειωμένος με τις βαρύνουσας σημασίας θεματικές ξεκινάει προϊδεασμένος και έτοιμος να συναπαντήσει το οικείο. Επιβεβαιώνει όσα ήδη γνωρίζει, οπότε θα διευκολυνθεί στην πολυπόθητη ταύτιση, η οποία αποτελεί και πρωτόλεια μορφή απόλαυσης.
Σε αντίθεση, η λογοτεχνικότητα παραμένει το διακύβευμα, καθότι κρύβεται στο ανοίκειο, στο προσωπικό στίγμα, τη σκηνοθετική οπτική του δημιουργού, εν τέλει στο σημαίνον και όχι στο σημαινόμενο. Με απλά λόγια προϋποθέτει δύο τινά: αφενός το καλλιτεχνικό όραμα του συγγραφέα και αφετέρου την ενεργητική συμμετοχή του αναγνώστη σε αγαστή συνεργασία. Για να το συνδέσω με τα προηγούμενα, η γέφυρα που χτίζουν οι ιστορικές / κοινωνικές / πολιτικές συνδηλώσεις είναι μεν υποστηρικτικές αλλά τίποτα παραπάνω, αφού αποτελούν εξωγενείς παράγοντες, ενθέσεις κι όχι πρωτότυπες καλλιτεχνικές ιδέες του δημιουργού. Εδώ κρύβεται η όποια «ευκολία» ή «δυσκολία» του έργου τέχνης που βγάζει τον αναγνώστη από το comfort zone του εγνωσμένου και οικείου για να τον μεταφέρει σε έναν άγνωστο κόσμο μη ταυτίσιμο με τον πραγματικό, και γι’ αυτό πιο ενδιαφέροντα. Σε διαφορετική περίπτωση, υπάρχουν πάντα διαθέσιμα βιβλία ιστορίας, κοινωνιολογίας, ψυχολογίας κ.ο.κ. στα οποία μπορεί να απευθυνθεί ο ενδιαφερόμενος, χωρίς να υποστεί το μαρτύριο του λογοτεχνικού ύφους που απομακρύνει τους αλεξιπτωτιστές.
Η μακρά εισαγωγή είχε ως στόχο να διαυγάσει κάποιες κοινές παρεξηγήσεις και ταυτόχρονα να αναδείξει το έργο του Τουρνιέ ως υπόδειγμα όσων περιέγραψα πριν. Ο συγγραφέας δεν θυσιάζει το όραμά του στην ιστορία ούτε στην ρεαλιστική καταγραφή γεγονότων. Απόδειξη αυτού το γεγονός ότι ακόμα κι εάν κάποιος δεν ενδιαφέρεται για το ιστορικό πλαίσιο αναφοράς, μπορεί να απολαύσει το βιβλίο αυτό, αφού ο μύθος που έχει πλάσει ο συγγραφέας παραμένει ανέπαφος, δίχως ρωγμές. Το ιστορικό πλαίσιο υπάρχει αποκλειστικά για να υποστηρίξει την ιστορία που αφηγείται κι όχι το αντίστροφο. Ας περάσω όμως από το θεωρητικό και αφηρημένο, στο συγκεκριμένο, δηλαδή στο ίδιο το κείμενο που σε τελική ανάλυση αποτελεί τη μοναδική καθοδηγητική αρχή, η οποία καθορίζει την κριτική χωρίς να ετεροπροσδιορίζεται από αυτήν, παρά ίσως σε μεταγενέστερο επίπεδο.
Το κείμενο και οι θεματικές
Ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με τον ιδιόρρυθμο κόσμο του πρωταγωνιστή Άβελ μέσω του κεφαλαίου που έχει τον τίτλο «Αριστερόχειρα Γραπτά». Πρόκειται περί αντιστροφής, όπου ο ώριμος άντρας πριμοδοτεί το αριστερό χέρι για να καταγράψει τη ζωή του, καίτοι δεξιόχειρας. Εάν το «καλό» χέρι του εκπροσωπεί την κοινωνική τάξη, το status και τη γραμμική πορεία του συνειδητού εαυτού, τότε το «κακό» αριστερό είναι το λοξό, εκφράζοντας το υπόρρητο και υποσυνείδητο που διαθέτει τη δική του μοχθηρή δύναμη να εκφράσει τους αντεστραμμένους μύχιους πόθους. Σε αυτό το κεφάλαιο, αλλά και σε όλα τα άλλα τα σημεία στα επόμενα κεφάλαια που επιγράφονται Α.Γ. (Αριστερόχειρα Γραπτά), κυριαρχεί η πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Πρόκειται για την επιτομή της προσωπικής φιλοσοφίας του αφηγητή, με λόγο πυκνό, ενίοτε κρυπτικό και φιλοσοφικό, όπου επανέρχονται κάθε φορά με διαφορετική αφορμή οι έννοιες της φορίας, της κακόβουλης αναστροφής και του σημείου / συμβόλου.
Φορία, σύμβολο, κακόβουλη αναστροφή, σημείο, κορεσμός. Το βιβλίο κινείται γύρω από αυτούς τους άξονες, αποφεύγοντας επιτυχώς τον δεύτερο σκόπελο: εκείνον της κυριαρχίας του συμβολικού επάνω στη μυθοπλασία. Πρόκειται για μία ακόμα κακοτοπιά, την οποία παρατηρούμε σε μεσαίου βεληνεκούς έργα, τα οποία κινούνται σε συμβολικό επίπεδο, ξεχνώντας ότι σε τελική ανάλυση οφείλουν να αφηγηθούν κάποια ιστορία με αρχή-μέση-τέλος. Η δύναμη του συμβόλου είναι όντως τεράστια, όπως καλά γνωρίζουμε, και τείνει να πνίξει την αφήγηση εάν αφεθεί στα χέρια ενός πρωτόπειρου ή ήσσονος συγγραφέα, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση του Τουρνιέ.
Φορία, σύμβολο, κακόβουλη αναστροφή, σημείο, κορεσμός. Το βιβλίο κινείται γύρω από αυτούς τους άξονες, αποφεύγοντας επιτυχώς τον δεύτερο σκόπελο: εκείνον της κυριαρχίας του συμβολικού επάνω στη μυθοπλασία.
Οι συμβολισμοί στον «Βασιλιά των ξωτικών» είναι σαφείς και ξεκάθαροι εξαρχής, τονίζονται μάλιστα δεόντως από τον συγγραφέα τους. Ο Άβελ Τιφόζ παραπέμπει στον βιβλικό αδερφό που έπεσε θύμα του Κάιν, τονίζοντας τη διαφορά μεταξύ εδραίων και νομαδικών φυλών, συνδέοντας σε δεύτερο επίπεδο την κατάσταση μετακίνησης των περιφερόμενων (όπως ο ίδιος) με εκείνη των Εβραίων ή των Ρομά που θα διωχθούν από τους ντόπιους πληθυσμούς. Ο Άβελ είναι ο περιφερόμενος αποσυνάγωγος, ο οποίος κινείται στο περιθώριο της κοινωνίας και της ιστορίας που τον περιβρέχει αλλά δεν τον διαπερνά, δεν τον καθορίζει.
Το βιβλίο ξεκινάει με τον ενήλικο Άβελ, ο οποίος είναι μηχανικός αυτοκινήτων, αλλά διακηρύσσει την πίστη του υπό μορφή μανιφέστου που παραπέμπει υφολογικά αλλά και θεματικά στον μισανθρωπισμό του Σελίν. Ο «ψευδοεδραίος» άντρας συντηρεί και επισκευάζει αυτοκίνητα, υπομονετικά μέχρι να αρχίσει να «βρέχει φωτιά» στα κεφάλια των εδραίων. Και τότε μόνο θα εμφανιστεί «μόνος γελαστός και χορτάτος, θα ξεδιπλώσω τις μεγάλες φτερούγες που έκρυβα κάτω από τα κουρέλια του γκαραζίστα» για να πετάξει –προφητική κουβέντα όπως θα δούμε στο τέλος– προς τα αστέρια.
Αυτό είναι το δικό του αναρχικό, ανήθικο και αντικοινωνικό όραμα, το οποίο θα κάνει πράξη χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς αναστολές. Ακόμα κι όταν όλα δείχνουν χαμένα για τον πρωταγωνιστή και επικρέμεται η τιμωρία του νόμου, προκύπτει ένας από μηχανής Θεός για να διασωθεί (πυρκαγιά ή πόλεμος). Σε δευτερεύον επίπεδο, αυτή η αφηγηματική υπερβολή μπορεί να ιδωθεί ως η κυριαρχία του λογοτεχνικού ήρωα επάνω στην ιστορία, ως μια μικρή συμβολική εκδίκηση, αφού το έξω (ο κόσμος) υφίσταται μόνο ως υπηρέτης του μέσα (λογοτεχνία), με το ιστορικό γεγονός του Παγκόσμιου Πολέμου να τιθασεύεται από τον χάρτινο πρωταγωνιστή ώστε αυτός να περαιώσει χωρίς κωλύματα το λογοτεχνικό του πεπρωμένο. Ο κόσμος είναι η σκηνή του δράματός του.
Οι αναμνήσεις του Άβελ θα τον οδηγήσουν πίσω στον χρόνο, στις στιγμές που τον διαμόρφωσαν σ’ αυτό που είναι όταν τον συναντούμε. Όλα ξεκινούν από το οικοτροφείο του Αγίου Χριστόφορου, εκείνου που έφερε τον Χριστό στους ώμους του. Αποξενωμένος από τους άλλους οικότροφους θα τεθεί υπό την προστασία του Νέστωρα, ο οποίος θα αναδειχθεί σε μέντορά του, μυώντας τον στο απόκοσμο, στο περιθωριακό και το συμβολικό. Η σημειολογία του ανάστροφου συνοδεύεται με σκατολογικές προεκτάσεις όπου το αρχέτυπο του Α και του Ω (είσοδος /έξοδος) προκαλεί λεκτικές εκρήξεις φιλοσοφικής διαύγειας, με τον Νέστωρα να μεταλαμπαδεύει το ανεστραμμένο του όραμα, πρωκτικής μαθητείας, διαφθείροντας τον μαθητευόμενο Άβελ. Μετά την αποχώρηση του πρώτου (βρίσκεται νεκρός στα υπόγεια) να μετατραπεί ο ίδιος σε διαφθορέα. Ο «Άγιος Χριστόφορος», το οίκημα, θα κλείσει τις πόρτες του οριστικά αφού θα καεί ολοσχερώς, απελευθερώνοντας στον κόσμο τον παρία.
«Όταν το σύμβολο καταβροχθίζει το συμβολιζόμενο πράγμα, όταν ο σταυροφόρος γίνεται σταυρωμένος, όταν μια κακόβουλη αναστροφή διαταράσσει τη φορία, η συντέλεια του κόσμου βρίσκεται κοντά».
Στην αρχή του πολέμου ο Άβελ θα βρεθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, αλλά η μοίρα του δεν θα είναι εκείνη του αιχμαλώτου. Ο πόλεμος μπορεί να είναι καταστροφή για τους άλλους, αλλά ευκαιρία για εκείνον που αναμένει να «ανοίξει τα φτερά του». Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο αυτοπροσδιορίζεται. Χρησιμοποιεί για ίδιο συμφέρον τους Γερμανούς δεσμώτες του, αδιαφορώντας για τις φυλετικές και ιδεολογικές τους απόψεις ή τις ειδεχθείς πράξεις τους, τις οποίες εντός του αποδοκιμάζει. Θεωρεί, κατά το δόγμα των Γνωστικών, ότι ο Σατανάς υποβοηθούμενος από τους κυβερνώντες είναι ο αφέντης του κόσμου. Ο πόλεμος ως το απόλυτο κακό αποτελεί την υπέρτατη ένδειξη λατρείας αυτού που αποτελεί την «κακόβουλη αναστροφή». Ο ίδιος ως Άβελ αποκαθιστά, όπως κρίνει, το νόημα των αξιών μέσω της «άδολης αναστροφής», επαναφέροντας την τάξη. Η δική του τάξη είναι η φορία, κατά το παράδειγμα του Αγίου Χριστόφορου, η συνένωση του άνδρα, της γυναίκας και του παιδιού σε ένα. Στη λογική αυτή, ο άνδρας σηκώνει το βάρος του αθώου που δεν πρέπει να θυσιαστεί, αφού αυτό θα διαταράξει την ισορροπία, περνώντας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, από τον «σταυροφόρο στον εσταυρωμένο». Πρόκειται για κομβικό σημείο, το οποίο σηματοδοτεί την αυτονομία του συμβόλου που θα καταστεί επικίνδυνο, αφού υποχρεώνεται να υποστηρίξει τον εαυτό του: «Όταν το σύμβολο καταβροχθίζει το συμβολιζόμενο πράγμα, όταν ο σταυροφόρος γίνεται σταυρωμένος, όταν μια κακόβουλη αναστροφή διαταράσσει τη φορία, η συντέλεια του κόσμου βρίσκεται κοντά».
Οι αποκαλυπτικής φύσης προφητείες του Άβελ διατρέχουν το σύνολο του βιβλίου και βρίσκουν τη δικαίωσή τους στον τρόμο της πολεμικής σύρραξης, της καταστροφής που επιτελείται αδιακρίτως εκτός των τειχών που ο άνδρας βρίσκεται, κατά κάποιον τρόπο, προστατευμένος. Η Γερμανία φέρει στους κόλπους της αυτό το παράξενο πλάσμα που περικλείει στη στοργική αγκαλιά του τα παιδιά της. Ο Άβελ επιχειρώντας σθεναρά την άδολη αναστροφή της κακόβουλης πράξης του πολέμου και της καταστροφής, θα δημιουργήσει μια φωλιά στα μέρη που θα βρεθεί, στους περίκλειστους χώρους που λειτουργούν τόσο ως καταφύγια αλλά κι ως εκκολαπτήρια. Ως άλλος Ξωτικοβασιλιάς θα αρχίσει να περιφέρεται συλλέγοντας τα αγόρια της περιοχής, χρησιμοποιώντας ως δικαιολογία τις ανάγκες σε έμψυχο υλικό της Χιτλερικής Νεολαίας και τις επαφές του με του υψηλόβαθμους Ναζί. Με τη διπλή ιδιότητα τού πατέρα / μητέρας θα αναλάβει τον ρόλο τροφού και μυητή, αφού η προσφορά του δεν είναι βεβαίως «άδολη».
O Μισέλ Τουρνιέ γεννήθηκε το 1924 στο Παρίσι και σπούδασε φιλοσοφία στη Σορβόννη και στο Πανεπιστήμιο του Tubingen της Γερμανίας. Μετά την αποτυχία του στις εξετάσεις για να γίνει καθηγητής, εργάστηκε στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με τις εκδόσεις Plon ως αναγνώστης δοκιμίων και μεταφραστής. Το 1967 δημοσίευσε το “Vendredi ou Les limbes du Pacifique” (Παρασκευάς ή Στις μονές του Ειρηνικού), μια ελεύθερη διασκευή της ιστορίας του Ροβινσώνα Κρούσου. Το μυθιστόρημα αυτό, το οποίο τιμήθηκε με το Μεγάλο βραβείο μυθιστορήματος από τη Γαλλική Ακαδημία, τον κατέταξε αμέσως στους μεγάλους συγγραφείς της γενιάς του. Μια έκδοση για νέους δημοσιεύτηκε λίγο αργότερα με τον τίτλο “Vendredi ou La vie sauvage” (Παρασκευάς ή η πρωτόγονη ζωή). Το 1970, το μυθιστόρημά του Le Roi des Aulnes τιμήθηκε ομόφωνα με το βραβείο Goncourt. Αυτό το σκοτεινό και πυκνό έργο, μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Volker Schlondorff το 1996. Το 1975, ο Michel Tournier δημοσίευσε το “Les Météores” (Μετέωροι), την ιστορία των διδύμων Ζαν και Πωλ, που πραγματεύεται το μεγάλο θέμα του ανθρώπινου ζευγαριού. Στο έργο του “ Gaspard, Melchior et Balthazar”, προσπάθησε να απαντήσει με ποίηση και χιούμορ στα ερωτήματα που θέτει ο μύθος των Τριών Μάγων. Εκτός από μυθιστορήματα, έγραψε επίσης διηγήματα (“Le Coq de bruyere”, “Le Medianoche amoureux”), λογοτεχνικά και ποιητικά δοκίμια (“Celebrations”, “Le Vol du vampire” και “Le Miroir des idees”) και αυτοβιογραφικά κείμενα (“Le Vent Paraclet” και “Journal extime”). Διετέλεσε μέλος της Ακαδημίας Goncourt από το 1972 έως το 2009. Πέθανε στις 18 Ιανουαρίου 2016 στο πρεσβυτέριο του Choisel, όπου ζούσε για πενήντα περίπου χρόνια. |
Το πιο ενδιαφέρον βέβαια είναι πως ο ενθουσιασμός και η πρακτική του άρπαγα που κινείται υποδόρια στο παραμορφωμένο σώμα του ναζιστικού πτώματος, δεν είναι αμιγώς σεξουαλικές, όπως διαφαίνεται από όσα υπονοούνται. Ή ακόμα καλύτερα, ανήκουν σε ένα προ-γενετήσιο στάδιο, εξ ου και η συνεχής αναφορά στις πρωκτικές λειτουργίες. Η απουσία οποιασδήποτε ώριμης σεξουαλικότητας (τα γεννητικά όργανα απεικονίζονται συνήθως ατροφικά ή λιλιπούτεια) αποτελεί κι αυτή μέρος της ανατροπής της κακόβουλης αναστροφής, την οποία η «ωριμότητα» επιδαψιλεύει στο παιδί που γίνεται ενήλικας. Η καθήλωση στο πρωκτικό στάδιο αποτρέπει δια παντός τη συμμετοχή στο φονικό που κυριαρχεί εκτός του περίκλειστου καταφυγίου, σκοτεινός φύλακας του οποίου παραμένει ο Βασιλιάς Άβελ, ο Άγιος Χριστόφορος των παιδιών.
Το παιδί με το αστέρι, επιζήσαντας στρατοπέδου συγκέντρωσης, θα δώσει την ευκαιρία στον Άβελ να φέρει ως άλλος Άτλαντας ή Άγιος Χριστόφορος στην πλάτη του το τέκνο του Ισραήλ.
Το βιβλίο βρίθει συμβόλων, αναφορών και πολλαπλών αναγνώσεων, ιδίως ψυχαναλυτικής υφής, χωρίς όμως αυθαίρετες αναγωγές που δυναμιτίζουν τη ροή της ιστορίας, η οποία οδηγείται προς τη συγκλονιστική της ολοκλήρωση. Το έκτο κεφάλαιο («Ο αστροφόρος») θα επιχειρήσει την απόλυτη άδολη αναστροφή, μετατρέποντας το τέρας σε «Άγιο». Ο Άβελ, αυτό το ανδρόγυνο πλάσμα του υπόγειου κόσμου, θα ενδυθεί πιθανώς για έσχατη φορά τη φορική του ιδιότητα. Η συνάντηση του με το Εβραιόπουλο, η διάσωσή του, η κοινή τους πορεία στην καθημαγμένη Γερμανία που σαρώνεται από τον Κόκκινο Στρατό, θα είναι η πορεία προς μια μορφή εξιλέωσης. Το παιδί με το αστέρι, επιζήσαντας στρατοπέδου συγκέντρωσης, θα δώσει την ευκαιρία στον Άβελ να φέρει ως άλλος Άτλαντας ή Άγιος Χριστόφορος στην πλάτη του το τέκνο του Ισραήλ.
Το βάρος του Ιησού λύγισε μεν τον Άγιο, ο οποίος βέβαια κατάφερε να περάσει σώος τον ποταμό με το θεϊκό άχθος, εναποθέτοντάς τον στην ακτή. Όμως το βάρος της ενοχής της ευρωπαϊκής ηπείρου («Γη των τάφων» την είχε αποκαλέσει ο Πρίμο Λέβι) θα αποδειχτεί πολύ πιο δυσβάστακτο από εκείνο του Υιού του Θεού. Ο γίγας Άβελ θα σώσει το τέκνο, αλλά θα λυγίσει και θα χαθεί στην έσχατη φορία του. Η τελευταία εικόνα θα είναι εκείνη του Άστρου του Δαυίδ, πριν τον καταπιεί το σκοτάδι. Εκείνος που φέρει το άστρο, θα παραμείνει το μοναδικό ορατό αστέρι στο στερέωμα του Άβελ. Η ισορροπία του κόσμου (του) θα αποκατασταθεί. Το τέλος του είναι ταυτόχρονα και η δικαίωση της πορείας του. Ο άντρας φέρει το παιδί που φέρει το αστέρι. Ο Βασιλιάς των Ξωτικών νικήθηκε, αφού ο ίδιος έγινε ο πατέρας που διέσωσε τον γιο του και ο αρχετυπικός μύθος του Γκαίτε επιτέλους αποκαταστάθηκε.
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Κρυμμένος ανάμεσα στους βολεμένους, ψευδοεδραίος, ψευδοαντίγνωμος, δεν μετακινούμαι βέβαια, αλλά συντηρώ κι επισκευάζω το κατεξοχήν εργαλείο της μετακίνησης, το αυτοκίνητο. Και κάνω υπομονή διότι γνωρίζω πως θα έλθει μια μέρα που ο ουρανός, κουρασμένος από τα εγκλήματα των εδραίων, θα βρέξει φωτιά στα κεφάλια τους. Και τότε θα ριχτούν, όπως ο Κάιν, φύρδην μίγδην στους δρόμους, δραπετεύοντας απεγνωσμένα από τις καταραμένες πόλεις τους και από τη γη που αρνείται να τους θρέψει. Κι εγώ, ο Άβελ, ο μόνος γελαστός και χορτάτος, θα ξεδιπλώσω τις μεγάλες φτερούγες που έκρυβα κάτω από τα κουρέλια του γκαραζίστα και, χτυπώντας με το πόδι τα σκοτισμένα τους κρανία, θα πετάξω προς τα άστρα».