Για το μυθιστόρημα του Σέρχιο Πιτόλ [Serjio Pitol] «Η τέχνη της φυγής - Τριλογία της μνήμης 1» (μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, εκδ. Δώμα).
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
Ο Ναμπόκοφ με το κοφτό του ύφος αποφαινόταν ότι «πατρίδα μας είναι το παρελθόν μας». Ως προς αυτό τουλάχιστον συμφωνούσε με τον Μεξικανό Πιτόλ, ο οποίος ως διπλωμάτης καριέρας «πολλῶν δ᾿ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω», αποφασίζοντας σε μεγάλη ηλικία να συγγράψει τη δική του «Τριλογία της μνήμης» (σε στρωτή μετάφραση της Α. Βασιλάκου).
«Το άτομο είναι τα βιβλία που έχει διαβάσει, οι πίνακες που έχει δει, η μουσική που έχει ακούσει και ξεχάσει, οι δρόμοι που έχει περπατήσει. Το άτομο είναι τα παιδικά του χρόνια, η οικογένειά του, κάποιοι φίλοι, λίγοι έρωτες και αρκετές απογοητεύσεις». Σε αυτή την παράγραφο συνοψίζεται η ουσία της «Τριλογίας της Μνήμης». Είναι προφανές ότι ο συγγραφέας αναφέρεται στον άνθρωπο του πνεύματος, σε εκείνον που έχει αφιερώσει τη ζωή του στην καλλιτεχνική δημιουργία. Εξ ου και η απολυτότητα της δήλωσής του, η οποία δεν έχει καθολική ισχύ, καθώς η πλειονότητα των ανθρώπων τίθενται αυτόματα εκτός εμβέλειας, εφόσον κριθούν με τα μέτρα εκείνα που θέτει ο Πιτόλ. Όμως αυτό, δεν πρέπει να ξεχνάμε, είναι το έργο ενός πνευματικού δημιουργού, επομένως εκφράζει αναγκαστικά τον ίδιο και τις ιδέες του.
Ο «άνθρωπος», μας λέει, είναι τέχνη και βίωμα. Τουτέστιν, όσες εμπειρίες αισθητικής ποιότητας έχει συσσωρεύσει με τα χρόνια – μια διαρκής τελετή ενηλικίωσης που έχει αρχή αλλά όχι τέλος. Πρόκειται για διαδικασία επίμοχθη, καθότι απαιτεί πειθαρχία, συνεχή ενδοσκόπηση, επιφυλακή και βαθιά αγάπη. Απαιτεί επιπλέον έναν άνθρωπο δεκτικό, έτοιμο να μάθει αλλά και να ξεπεράσει όσα τον συγκρατούν, προκειμένου να προχωρήσει. Κι όμως η αισθητική παιδεία δεν είναι αρκετή. Το βίωμα είναι εξίσου σημαντικό. Είναι οι εμπειρίες ζωής που διαμορφώνουν τον άνθρωπο σ’ αυτό που καταλήγει στο τέλος της ζωής του. Και αν η τέχνη είναι η προσδοκία, η ζωή συχνότερα είναι η διάψευση, αλλά καμία από τις δύο δεν στέκεται αυτόνομα, αλληλοπεριχωρούνται, ιδίως στην περίπτωση ανθρώπων όπως ο Πιτόλ. Αυτό είναι το βιβλίο του: μια συνεχής εναλλαγή τέχνης και ζωής. Ο μυθιστοριογράφος και άνθρωπος του πνεύματος, αφηγείται τη ζωή του. Σίγουρα όχι όλη τη ζωή σε όλες της τις εκφάνσεις, αλλά κατά τα ειωθότα της μυθοπλασίας, επιλέγοντας στιγμές, χρόνους, τόπους, αφαιρώντας, παρά προσθέτοντας, συγκλίνοντας σε ένα έργο τέχνης που εμπεριέχει σπόρους πραγματικότητας.
Μνήμη
Το πρώτο κεφάλαιο επιγράφεται «Μνήμη», δηλαδή το δομικό υλικό του μύθου που είναι η ζωή μας, η οποία συγχωνεύει το παρελθόν με το παρόν. Σε αυτή την πατρίδα επανερχόμαστε ξανά και ξανά – ιδίως στις περιπτώσεις ανθρώπων όπως ο Πιτόλ που για μεγάλο διάστημα της ζωής τους παρέμειναν ανέστιοι πριν αποφασίσουν να επιστρέψουν στη γενέθλια γη, κουβαλώντας όμως τις μνήμες άλλων χωρών και άλλων ανθρώπων. Ο Μεξικανός συγγραφέας πουθενά δεν εκπίπτει στο μελόδραμα του αποσυνάγωγου και άπατρι ανθρώπου που φλέγεται από νοσταλγία για τη χώρα καταγωγής του. Δεν σημαίνει ότι είναι ανιστόρητος ή αδιάφορος για τα τεκταινόμενα στην πολύπαθη χώρα του, αντιθέτως. Όμως ως καλλιτέχνης έχει την οξυδέρκεια και το ταλέντο να μπορεί να αποστασιοποιηθεί τόσο ώστε να αναγνωρίζει ακριβοδίκαια (όσο είναι αυτό δυνατό) τις αρετές και τα προβλήματα της πατρίδας, διδάσκοντας εμμέσως στον αναγνώστη πώς να εναρμονίζει τη διαρκή σύγκρουση μεταξύ της ανάγκης σύνδεσης με έναν τόπο με την αποκοπή του ομφάλιου λώρου, η οποία συνιστά ωρίμανση και ενηλικίωση. Αυτή είναι ίσως η «Τέχνη της φυγής», μια πράξη ελευθερίας.
Ο Μεξικανός συγγραφέας πουθενά δεν εκπίπτει στο μελόδραμα του αποσυνάγωγου και άπατρι ανθρώπου που φλέγεται από νοσταλγία για τη χώρα καταγωγής του. Δεν σημαίνει ότι είναι ανιστόρητος ή αδιάφορος για τα τεκταινόμενα στην πολύπαθη χώρα του, αντιθέτως.
Ο Πιτόλ κινείται στις πανέμορφες πόλεις της Ιταλίας, στις υποβαθμισμένες συνοικίες της Βαρκελώνης, στην παγωμένη Βαρσοβία και πίσω ξανά στην πόλη του Μεξικού, πλάθοντας με υλικό μνήμης τη ζωή του, ως γνήσιος κοσμοπολίτης του πνεύματος. Ο αναγνώστης περιφέρεται σε πλατείες και σοκάκια απολαμβάνοντας τα γραφόμενα, το πώς ο συγγραφέας επενδύει το προσωπικό με το ιστορικό, διανθίζοντας ταυτόχρονα με περίσσεια τέχνης και δη λογοτεχνίας το dérive του. Αμάρτημα στο οποίο ο Πιτόλ δεν θα πέσει είναι η πιστή αυτοβιογραφική ματιά που γειώνει τη ματιά και επικαλείται το συναίσθημα. Αντιθέτως, ισορροπεί στο μεταίχμιο της καταγραφής βιωμάτων / εποχής με τη λογοτεχνική πατίνα που καθιστά το εγχείρημα ενδιαφέρον. Ας είμαστε ειλικρινείς για μια στιγμή εδώ: Κανείς πραγματικά δεν ενδιαφέρεται για τα γεγονότα της ζωής ενός άλλου, όπως καταγράφονται στη σελίδα. Υπάρχουν τα ντοκιμαντέρ για αυτό, καθώς η εικόνα προσδίδει το ειδικό και δικό της βάρος και βάθος στο ρεαλιστικό πλαίσιο. Όχι πως δεν θα συμβεί σε σπάνιες περιπτώσεις, αλλά αυτό που αναζητούμε τελικά προσερχόμενοι ως αναγνώστες σε μια βιογραφία συγγραφέα, είναι ο συγγραφέας περισσότερο και λιγότερο ο άνθρωπος. Ο Πιτόλ το γνωρίζει πολύ καλά και κλείνει έξυπνα το μάτι στο κοινό του.
Γραφή και Ανάγνωση
Στο δεύτερο κεφάλαιο «Γραφή», ο συγγραφέας παίρνει ξεκάθαρα τα πρωτεία για να μιλήσει για την τέχνη του. Ο αναγνώστης θα απολαύσει τον ευρυμαθή λόγιο, ο οποίος αυτοβιογραφείται, αλλά παράλληλα και τον δεινό μεταφραστή μεγάλων συγγραφέων (Χ. Τζέιμς, Κόνραντ, Φόκνερ, μεταξύ άλλων). Το dérive στα έργα του πνεύματος παραμένει εξίσου απολαυστικό, καθώς ο συγγραφέας ξεδιπλώνει τις προτιμήσεις, τις κρίσεις, τις επικρίσεις κάποιες φορές κάνοντάς μας κοινωνούς της Μεγάλης Πορείας που είναι η τέχνη της γραφής.
Στην ίδια λογική, κινείται το τρίτο κεφάλαιο «Αναγνώσεις». Εκεί θα βρούμε τον Τσέχωφ και το κατακερματισμένο του κόσμο, τον τρόπο με τον οποίο περιέβαλε λογοτεχνικά την κεντρική θεματική της απομόνωσης, «τη διακοπή της επικοινωνίας». Θα περάσει από τον Σβέικ στον Τόμας Μαν και τα ημερολόγιά του, την εναλλαγή του προσωπικού του δράματος, με εκείνη του διανοούμενου. Ενός ανθρώπου εξόριστου που ένιωθε να φέρει στους ώμους του τη μοίρα του γερμανικού λαού, ενώ ταυτόχρονα άφηνε να τον συμπαρασύρει το βάρος της καλλιτεχνικής συνέχειας από τον Γκαίτε ως τον Κάφκα και η ανάγκη να φανεί αντάξιος: «η τέχνη, όταν αξίζει να λέγεται τέχνη, μαρτυρεί τη βούληση να πας ως το τέλος, την αποφασιστικότητα να φτάσεις στα όρια, φέρει τη σφραγίδα, τις ουλές του έσχατου». Πώς μπορείς να δημιουργήσεις κάτι σημαντικό, εάν δεν έχεις ως μέτρο το άπιαστο; Και τι αξία έχει κάτι λιγότερο από αυτό για εκείνους που έταξαν τη ζωή τους στην υπηρεσία του Πνεύματος;
Ταξίδι στην Τσιάπας
Εκεί όμως που θεωρώ ότι πρέπει να σταθώ λίγο είναι το τέταρτο κεφάλαιο με τίτλο «Κατακλείδα: Ταξίδι στην Τσιάπας». Εδώ έχουμε ένα άλμα και αλλαγή πλεύσης από όσα προηγήθηκαν. Ο άνθρωπος του πνεύματος αφήνει μεταφορικά την πένα του, την εξ αποστάσεως παρατήρηση και τη νοσταλγία που καλύπτει με το ομιχλώδες πέπλο της το παρελθόν. Μετακινείται στο παρόν και επιτρέπει στο βίωμα να μιλήσει με τη φωνή των άλλων, τον πραγματικών ανθρώπων (όχι πια των μυθιστορηματικών), εκείνων που δεν έχουν φωνή να ακουστούν γιατί η ιστορία τους είναι ενοχλητική, αφού διακόπτει τα όνειρα ευδαιμονίας, τις ομιχλώδεις αφηγήσεις της μυθοπλασίας.
Είμαστε στο έτος 1994. Η εξέγερση στην επαρχία Τσιάπας αναγκάζει το Μεξικό να στρέψει το κεφάλι του στα νότια της χώρας όπου κάποιοι ανώνυμοι και ασήμαντοι γηγενείς (προφανώς όχι ευρωπαϊκής καταγωγής) όρθωσαν το ανάστημά τους, αποφασίζοντας ότι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να ακουστούν. Και εφόσον δεν μπορεί να ακουστεί η χαρά τους και το τραγούδι τους, τότε προτιμότερο να ακουστεί η κραυγή του θανάτου τους ως τα πέρατα της ηπείρου. Σύντροφοί τους στον αγώνα, άνθρωποι του πνεύματος αλλά και Ιησουίτες ιερωμένοι, χριστιανοί που πιστεύουν ότι ο Θεός της αγάπης δεν υπάρχει εάν αγνοεί τον πόνο των κολασμένων της Γης.
Ο συγγραφέας θα αφουγκραστεί την κραυγή του σαμπκομαντάντε και ως λογοτέχνης θα αναγνωρίσει τον ντοστογιεφσκικό ρυθμό, τη σκοτεινή και ταυτόχρονα πλήρη θρησκευτικότητας φωνή του ελεύθερου ανθρώπου και θα υποκλιθεί στο μεγαλείο του εξεγερμένου. Θα συναντήσει τους ξεχασμένους ανθρώπους και σε λίγες σελίδες μεγάλης δύναμης θα αφηγηθεί ένα μικρό κομμάτι από την ιστορία τους, όπως την έζησε εκείνους τους μήνες.
Ηγέτης τους ο σαμπκομαντάντε Μάρκος, ο επαναστάτης-διανοούμενος, ίσως μεταξύ ίσων, εκπρόσωπος των πεινώντων και διψώντων για δικαιοσύνη. Εν μία νυκτί το success story της μεξικανικής άρχουσας τάξης διερράγη και η «Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής» έδειξε το σκληρό ταξικό της πρόσωπο (όταν ακούς πολύ «ελευθερία» από τους προνομιούχους και τα πιράνχας του χρηματιστηρίου, να φοβάσαι για τη Δημοκρατία). Ο τότε Πρόεδρος Σαλίνας, ο αγαπημένος των αγορών, ο ανανεωτής, ξεφούσκωσε και στη θέση του φάνηκε το ανδρείκελο. Πιστός του ακόλουθος η οργανωμένη βία, την οποία οι όπου γης εξουσιαστές καταδικάζουν μόνο όταν εκπορεύεται από κάτω, αφού απονομιμοποιεί τη δική τους.
Ο πνευματικός άνθρωπος Πιτόλ θα ταξιδέψει στην Τσιάπας, μακριά από εκείνους, που –όπως περιέγραψε σε ένα υπέροχο γλαφυρό κείμενό του ο Μάρκος– «επί χρόνια κάθονταν στα μεγάλα τραπέζια και χόρταιναν, ενώ μαζί με εμάς καθόταν ο θάνατος, τόσο καθημερινός, τόσο δικός μας, που στο τέλος μάθαμε να μην τον φοβόμαστε». Ο συγγραφέας θα αφουγκραστεί την κραυγή του σαμπκομαντάντε και ως λογοτέχνης θα αναγνωρίσει τον ντοστογιεφσκικό ρυθμό, τη σκοτεινή και ταυτόχρονα πλήρη θρησκευτικότητας φωνή του ελεύθερου ανθρώπου και θα υποκλιθεί στο μεγαλείο του εξεγερμένου. Θα συναντήσει τους ξεχασμένους ανθρώπους και σε λίγες σελίδες μεγάλης δύναμης θα αφηγηθεί ένα μικρό κομμάτι από την ιστορία τους, όπως την έζησε εκείνους τους μήνες. Χωρίς μελοδραματισμό και επαναστατικές κορώνες που θα καθιστούσαν το εγχείρημά του ευάλωτο στις γνωστές ειρωνείες που θα απηύθυναν όσοι αναζητούν δόλιες προθέσεις σε εκείνους που αντιστέκονται, προκειμένου να καλύψουν τη δική τους απάθεια ή ένοχο συμβιβασμό με την αδικία.
Ο Sergio Pitol (1933–2018) γεννήθηκε στην Πουέμπλα του Μεξικού. Σπούδασε νομικά και ακολούθησε διπλωματική καριέρα. Έζησε σε πολλές χώρες και δούλεψε ως μεταφραστής από πολλές γλώσσες (μετέφρασε Τσέχωφ από τα ρωσικά, Γκομπρόβιτς από τα πολωνικά, Κόνραντ και Χένρυ Τζέιμς από τα αγγλικά, και πολλά άλλα). Ως συγγραφέας, κατάφερε όχι μόνο να υπερβεί τις συνηθισμένες φόρμες αλλά και να δημιουργήσει ένα εντελώς ιδιαίτερο, πληθωρικό ύφος γραφής. Έχει τιμηθεί, μεταξύ άλλων, με το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας του Μεξικού (1983), το Βραβείο Juan Rulfo (1999), το Βραβείο Cervantes (2005) και το Διεθνές Βραβείο Alfonso Reyes (2015). Η Τέχνη της φυγής αποτελεί το πρώτο μέρος της «Τριλογίας της μνήμης». Θα ακολουθήσουν τα άλλα δύο μέρη (Το ταξίδι και Ο μάγος της Βιέννης). Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του Το γαϊτανάκι του έρωτα (Καστανιώτης, 2004) και Η συζυγική ζωή (Καστανιώτης, 2007). |
Εποχές θαυμάτων
Το βιβλίο θα κλείσει με τον συγγραφέα σε μεγάλη πλέον ηλικία να εξηγεί ότι ζούμε σε σκληρούς καιρούς και ταυτόχρονα σε εποχές θαυμάτων. Αυτές είναι οι καταληκτικές λέξεις του Πιτόλ: «εποχές θαυμάτων». Ο αναγνώστης θα μπορούσε εδώ να κουνήσει συγκαταβατικά το κεφάλι. Να σκεφτεί ότι ο συγγραφέας, σε αυτή την ηλικία πλέον, μάλλον έχει παραιτηθεί και αναζητά καταφύγιο στη μεταφυσική. Ο νεότερος δε αναγνώστης ίσως ειρωνευτεί εντός του τον πρεσβύτερο διανοούμενο που προσμένει το θαύμα ως αντιστάθμισμα στο βάρος της ύπαρξης ή της κινητήριας δύναμης της ιστορίας που είναι η δράση. Και ίσως να έχει δίκιο, αφού το δικό του ταξίδι ξεκινά εκεί που ολοκληρώνεται του συγγραφέα.
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η μνήμη λειτουργεί με την ίδια λοξή και επαναστατική λογική που έχουν τα όνειρα. Ψαχουλεύει σε μυστικές κόγχες και ανασύρει οράματα που, σε αντίθεση με αυτά των ονείρων, είναι σχεδόν πάντα ευχάριστα. Η μνήμη μπορεί, κατά τη διακριτική ευχέρεια του κατόχου της, να χρωματιστεί από τη νοσταλγία, και η νοσταλγία μόνο κατ’ εξαίρεση παράγει τέρατα. Η νοσταλγία τρέφεται από τη λάμψη του παρελθόντος το οποίο αντιπαραβάλλεται με ένα παρόν χωρίς γοητεία. Ιδανικό της σχήμα είναι το οξύμωρο: αναβιώνει αντιφατικά περιστατικά, τα συνυφαίνει, καταφέρνει να τα αθροίσει, και βάζει τάξη στο χάος με έναν τρόπο εντελώς χαώδη».