Για το μυθιστόρημα του Σέρχι Ζαντάν (Serhiy Zhadan) με τίτλο «Depeche Mode» (εκδ. Διόπτρα, μτφρ. Δημήτρης Τριανταφυλλίδης).
Γράφει ο Σόλωνας Παπαγεωργίου
Βρισκόμαστε στο σωτήριο έτος 1993. Η Σοβιετική Ένωση έχει ήδη καταρρεύσει και η Ουκρανία αποτελεί ανεξάρτητο κράτος. Ο Αμερικανός αιδεσιμότατος Τζόνσον και Τζόνσον επισκέπτεται το Χάρκοβο για να κηρύξει τον θείο λόγο μετά μουσικής. Στην άλλη άκρη της πόλης, ο διευθυντής ενός εργοστασίου κρύβει στο φυλάκιο του γραφείου του μια προτομή του συντρόφου Μολότοφ. Στο ραδιόφωνο, ένας μυστηριώδης εκφωνητής αφιερώνει ένα ολόκληρο επεισόδιο της εκπομπής του σε μια, αμφιβόλου αξιοπιστίας, βιογραφία του Ντέιβ Γκάχαν, συνιδρυτή των Depeche Mode. Την ίδια στιγμή, οι ιδρυτές μιας διαφημιστικής εταιρείας, πρώην μέλη της κομουνιστικής νεολαίας και νυν επικριτές του ρωσικού καθεστώτος, αναζητούν τον χασομέρη υπάλληλό τους. Ο υπάλληλος, όμως, μαζί με ακόμα δύο χαμένα κορμιά, αναζητά με τη σειρά του έναν φίλο του, για να του ανακοινώσει μία πολύ δυσάρεστη είδηση. Και όλοι, μα όλοι, κατεβάζουν βότκα μονορούφι.
Το πρώτο μυθιστόρημα Depeche Mode του Ουκρανού ποιητή και συγγραφέα Σέρχι Ζαντάν (1974) παρουσιάζει την εικόνα της πολύπαθης πατρίδας του κατά την πολυτάραχη δεκαετία του ’90, μέσα από τα μάτια του κεντρικού ήρωά του, ενός δεκαεννιάχρονου πλάνητα. Ο αφηγητής, όπως και τα άτομα του περίγυρού του, όπως και πολλοί ήρωες των λογοτεχνικών αφηγήσεων, είναι ένα λούμπεν στοιχείο· για χρόνια ακολουθούσε, θέλοντας και μη, τον παραδοσιακό τρόπο ζωής της Σοβιετικής Ένωσης, χωρίς να έχει εμβαπτιστεί στα νάματά της, και πλέον, έρχεται σε επαφή, όλο και περισσότερο, με στοιχεία της δυτικής κουλτούρας.
Η εξάπλωση, όμως, της επιρροής της Εσπερίας στα εδάφη της πρώην ΕΣΣΔ προσκρούει σε νοοτροπίες που μοιάζουν βαθιά ριζωμένες: το γνωστό φάντασμα εξακολουθεί να πλανιέται στην πρώιμη μετασοβιετική Ουκρανία. Οι παλαιοί ιδεολόγοι δεν επαναπαύονται. Βιβλία με οδηγίες για την κατασκευή βομβών, που θα χρησιμοποιηθούν από το προλεταριάτο ενάντια στο αντιλαϊκό καθεστώς, περνούν από χέρι σε χέρι. Η ζωή του μουσικού Ντέιβ Γκάχαν παρουσιάζεται ψευδώς από το ραδιόφωνο - στην παραλλαγμένη εκδοχή της, ο Ντέιβ μοιάζει εκπληκτικά με τον Φιντέλ Κάστρο και οι γονείς του ήταν συνεργάτες του IRA. Μια κοινωνία γεμάτη αντιθέσεις δημιουργείται: στους δρόμους κυκλοφορούν αντισημίτες Εβραίοι, φιλοαμερικανοί προστατευόμενοι της KGB. Ένας από τους ήρωες φέρει το παρωνύμιο «Σκύλος Παβλόφ», παραπέμποντας στα πειραματόζωα του γνωστού Ρώσου ιατρού, που ανέπτυσσαν νευρωτικές συμπεριφορές όποτε εκτίθονταν στα απρόβλεπτα ερεθίσματα του περιβάλλοντός τους.
Στις τελευταίες σελίδες, μάλιστα, ο ήρωας δηλώνει ευθαρσώς: «δεν πιστεύω στο μέλλον, δεν πιστεύω στη Θεία Πρόνοια, δεν πιστεύω στον ουρανό, δεν πιστεύω στους αγγέλους».
Αντίστοιχα, στο περιβάλλον των ηρώων επικρατεί το χάος. Ο αφηγητής δεν κάνει όνειρα. Αναλαμβάνει να ενημερώσει τον φίλο του για την αυτοκτονία του πατριού του, αλλά η αποστολή του μοιάζει μάταιη. Νιώθει «σαν ποτάμι που κυλά κόντρα στο ρεύμα του». Οι άγγελοι, τους οποίους συχνά επικαλείται, δεν είναι οι αγγελιοφόροι κάποιου θεού («τότε εμφανιζόταν με μια ακατανόητη σταθερότητα ο άγγελος με τις μαύρες μανσέτες του λογιστή και την πιτυρίδα στις φτερούγες και κατέθετε στον τραπεζικό λογαριασμό σου ένα ποσό», «εσείς οι μαρξιστές είστε σαν τους αγγέλους, δεν πηδιέστε, δεν πίνετε»). Στις τελευταίες σελίδες, μάλιστα, ο ήρωας δηλώνει ευθαρσώς: «δεν πιστεύω στο μέλλον, δεν πιστεύω στη Θεία Πρόνοια, δεν πιστεύω στον ουρανό, δεν πιστεύω στους αγγέλους».
Ο 49χρονος συγγραφέας έχει εδώ και λίγες εβδομάδες καταταγεί στην Εθνική Φρουρά της Ουκρανίας. |
Ύφος χαμηλό και υπαινικτικό
Ο Ζαντάν παρουσιάζει πειστικά τον κόσμο του, εμμένοντας σ’ ένα ύφος εσκεμμένα χαμηλό, λεπτό και υπαινικτικό στα καλύτερα σημεία του βιβλίου, κι άλλοτε, κάπως χοντροκομμένο. Οι συχνές συγκρίσεις του Depeche Mode με τα έργα του Τσαρλς Μπουκόφσκι και το Trainspotting (εκδ. Οξύ, μτφρ. Σόνια Σαλίμπα) του Ίρβιν Γουέλς έχουν βάση: ο Ζαντάν υιοθετεί τον λόγο των αθυρόστομων και κυνικών ηρώων του, των απόκληρων περιθωριακών που περιφέρονται άσκοπα. Η μεγάλη ευρηματικότητα του συγγραφέα ξεχωρίζει κυρίως στο πρώτο μισό: κατόπιν, εντοπίζονται κάποιες επαναλήψεις - το εύρημα της άστοχης μετάφρασης ενός αγγλικού κειμένου από κάποιον ημιμαθή χαρακτήρα παρουσιάζεται δύο φορές, πρώτα με τη διαστρέβλωση του νοήματος ενός ιεραποστολικού κηρύγματος, κι ύστερα, με την παραποίηση της πορείας του Ντέιβ Γκάχαν, φρόντμαν των Depeche Mode. Αναρωτιέμαι, επίσης, αν έπρεπε να αφιερωθούν δεκαέξι ολόκληρες σελίδες στις προαναφερθείσες οδηγίες χρήσης των αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών, δεδομένου ότι η παρεμβολή του συγκεκριμένου κειμένου παγώνει την εξέλιξη της ιστορίας.
«There was no such thing as society», διαπιστώνει ο Μαρκ Ρέντον κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο της θατσερικής περιόδου, προτού ληστέψει τους φίλους του και τους εγκαταλείψει μια και καλή. Από την άλλη, στη μετασοβιετική Ουκρανία, οι χαρακτήρες του Ζαντάν παραμένουν εγκλωβισμένοι, έρμαια της μοίρας. «Δεν ντρέπομαι καθόλου», εξομολογείται ο αφηγητής, «για τίποτε από όλα όσα έκανα, αν και δεν έκανα κάτι ιδιαίτερο, απλώς υπήρξε μια κίνηση μέσα σε μια πυκνή και στέρεα ατμόσφαιρα, μια προσπάθεια να τη διαπεράσουμε, να προχωρήσουμε λίγο ακόμα, έστω και μερικά εκατοστά, χωρίς κάποιο κοινό στόχο, χωρίς κάποια κοινή επιθυμία, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, χωρίς την παραμικρή ελπίδα πως θα τα καταφέρουμε».