
Για το μυθιστόρημα της Σεσίλ Κουλόν (Cécile Coulon) «Ένα θηρίο στον Παράδεισο» (μτφρ. Τιτίκα Δημητρούλια, εκδ. Gutenberg). Στην κεντρική εικόνα, η συγγραφέας.
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Λένε ότι δεν υπάρχει χειρότερο θηρίο από τον άνθρωπο. Παρά το γεγονός ότι ο άνθρωπος γεννιέται προικισμένος από τη φύση με την ικανότητα να κάνει το καλό, η ικανότητα αυτή, κάτω από κάποιες συνθήκες, μπορεί να αντιστραφεί. Οι συνθήκες αυτές αφορούν συνήθως κάποια μεγάλη απώλεια, κακοποίηση, πόνο. Ή συνδέονται με έναν μεγάλο έρωτα, που ευοδώθηκε για λίγο, αλλά κατέληξε σε προδοσία. Κάτι σαν αυτό που βιώνει η Μπλανς στο μυθιστόρημα της Σεσίλ Κουλόν.
Αγάπη για τη γη
«Βρίσκεστε στον Παράδεισο», γράφει μια ταμπέλα στο χωματόδρομο έξω από το κτήμα όπου, μετά το δυστύχημα, στο οποίο χάνουν τη ζωή τους η κόρη της και ο γαμπρός της, η Εμιλιέν μεγαλώνει μόνη τα εγγόνια της, την Μπλανς και τον Γκαμπριέλ. Το κτήμα βρίσκεται κοντά στο δάσος, έχει θέα στους αγρούς και σε μια πανέμορφη λίμνη. Μια περιοχή πραγματικά παραδεισένια. Στο κτήμα υπάρχουν κότες, πάπιες, χήνες, γουρούνια, αγελάδες. Ένα σωρό ζώα που πρέπει κάποιος να ταΐσει, να καθαρίσει, να σφάξει, να πουλήσει το κρέας και τα αυγά, να φροντίσει να είναι υγιή και χορτασμένα. Οι δουλειές που πρέπει να γίνουν καθημερινά είναι πολλές και όλοι βοηθούν με όποιον τρόπο μπορούν.
Η Εμιλιέν, αν και τσακισμένη από τους θανάτους που έχουν συμβεί στην οικογένεια, μαζεύει τα θρύψαλα της ζωής της, και δίνει όλη της την ενέργεια και τη φροντίδα στο κτήμα, αφού από αυτό εξαρτάται η δική της επιβίωση και των εγγονιών της. Η Μπλανς ακολουθεί τα βήματα της γιαγιάς της, είναι έξυπνη, δυναμική, ανθεκτική, και ξέρει να τα βγάζει πέρα με κάθε τρόπο. Ο Γκαμπριέλ είναι εσωστρεφής, μελαγχολικός, αδύναμος σωματικά και ψυχικά.
Μαζί τους μένει και ο Λουί, ο νεαρός παραγιός, ο οποίος αναζητά εκεί καταφύγιο μετά τους συνεχείς ξυλοδαρμούς από τον πατέρα του. Ο Λουί πολύ νωρίς ερωτεύεται την Μπλανς, την παρατηρεί που μεγαλώνει, είναι πάντα δίπλα της όταν εκείνη χρειάζεται κάτι, γίνεται ο φύλακας άγγελός της, αν και ξέρει ότι τα αισθήματά του δεν θα βρουν ποτέ ανταπόκριση.
Η ζωή της είναι στον Παράδεισο και πρέπει να φυλάει τις πύλες του για να συνεχίσει να υπάρχει, φυλακίζοντας με αυτό τον τρόπο τον εαυτό της στην οικογενειακή κληρονομιά.
Γιατί η Μπλανς δεν έχει μάτια παρά μόνο για τον Αλεξάντρ, έναν νεαρό συνομήλικό της, όμορφο και καλοσυνάτο. Ο έρωτάς τους, δυνατός και αμοιβαίος, ολοκληρώνεται στην ηλικία των δεκαεφτά, και κρατάει μέχρι που τελειώνουν και οι δύο το σχολείο. Ο Αλεξάντρ όμως είναι φιλόδοξος. Δεν θέλει να μείνει στην επαρχία, κοντά στους γονείς του και να συνεχίσει τη μίζερη ζωή του χωριού. Ετοιμάζεται να πάει σε μια εμπορική σχολή, είναι πολύ καλός στις πωλήσεις, ετοιμάζεται να ανοίξει τα φτερά του. Η Μπλανς καλείται να διαλέξει ανάμεσα στον αγαπημένο της και στη γη της. Όσο δύσκολο κι αν της είναι να χάσει τον Αλεξάντρ, της είναι αδύνατο να εγκαταλείψει το κτήμα, τη γιαγιά της, όλα αυτά μέσα στα οποία μεγάλωσε και τα οποία σε λίγο θα της ανήκουν. Η ζωή της είναι στον Παράδεισο και πρέπει να φυλάει τις πύλες του για να συνεχίσει να υπάρχει, φυλακίζοντας με αυτό τον τρόπο τον εαυτό της στην οικογενειακή κληρονομιά. Το χρωστάει στη γιαγιά της, το χρωστάει στον εαυτό της, το χρωστάει στη γη της. Δεν θα αφήσει κανέναν να καταστρέψει αυτή την ομορφιά, και να κάνει το κτήμα συνέχεια της πόλης. Όλα τα άλλα μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα.
Δυνατοί και αδύναμοι χαρακτήρες
Από την πρώτη στιγμή που χάνει τους γονείς της, η Μπλανς έχει σαφή εικόνα της κατάστασης. Πονάει, αλλά δεν αφήνει τον πόνο να τη νικήσει. Είναι ξύπνια, γρήγορη, έχει κοφτερό μυαλό και γλώσσα. Είναι μαχήτρια. «Ανήκει στους κόλπους μιας οικογένειας όπου το να είσαι δυνατός δεν είναι επιλογή αλλά ανάγκη». Μαθαίνει να ζει και να μην αφήνει τις τρύπες της ύπαρξής της να την καταπιούν. Ακολουθεί τα βήματα της γιαγιάς της, η οποία στέκεται όρθια, αποφασιστική και δραστήρια.
Η Εμιλιέν ξέρει πότε να είναι τρυφερή και πότε να μοιράζει –κυριολεκτικά και μεταφορικά– χαστούκια, πότε να προστατεύει και πότε να ωθεί τα εγγόνια της να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα. Έχει τον δύσκολο ρόλο να κρατάει τις ισορροπίες στο σπίτι, ακολουθώντας έναν κανόνα: «Ποτέ να μη χτυπάς κάποιον πιο αδύναμο από σένα. Ποτέ. Αλλιώς θα πονέσεις κι εσύ από κάποιον δυνατότερό σου».
Γιαγιά και εγγονή είναι η ενσάρκωση της ανθρώπινης αντοχής. Αντιμετωπίζουν τον θάνατο με φυσικότητα, σαν κάτι που συμβαίνει συχνά και θα εξακολουθήσει να συμβαίνει. Πονούν αλλά προχωρούν ακάθεκτες.
Γιαγιά και εγγονή είναι η ενσάρκωση της ανθρώπινης αντοχής. Αντιμετωπίζουν τον θάνατο με φυσικότητα, σαν κάτι που συμβαίνει συχνά και θα εξακολουθήσει να συμβαίνει. Πονούν αλλά προχωρούν ακάθεκτες. Ο Γκαμπριέλ αντίθετα, δυσκολεύεται πολύ να δεχτεί τον θάνατο των γονιών του και να διαχειριστεί την απώλεια αυτή. Είναι πάντα μελαγχολικός, λυπημένος, απόμακρος. Αποστασιοποιείται όσο μπορεί από αυτά που δεν αντέχει.
Ο Αλεξάντρ από την άλλη, είναι ένας όμορφος, ευγενικός και έξυπνος άντρας, ένας άντρας που ξέρει να κερδίζει τις εντυπώσεις, και που εκμεταλλεύεται τις καταστάσεις και τους ανθρώπους, χωρίς αναστολές. Ο Λουί είναι ο ορισμός της δοτικότητας, χωρίς να περιμένει ανταπόδοση.
![]() |
|
Η Σεσίλ Κουλόν [Cécile Coulon είναι Γαλλίδα μυθιστοριογράφος, ποιήτρια και διηγηματογράφος. Από το 2020, έχει εκδώσει επτά μυθιστορήματα, δύο ποιητικές συλλογές και μία συλλογή διηγημάτων. Έχει βραβευτεί με το Prix des libraires και το prix Guillaume Apollinaire. |
Η μεταμόρφωση και η ιεροτελεστία της εκδίκησης
Η Μπλανς νιώθει προδομένη όταν ο Αλεξάντρ φεύγει για σπουδές. Η πληγή του φευγιού του, δεν κλείνει εύκολα. Όμως πνίγει τον πόνο της και ρίχνεται με τα μούτρα στη δουλειά. Όταν, δώδεκα χρόνια αργότερα εκείνος επιστρέφει, βρίσκει τρόπο να την ξανακερδίσει. Η Μπλανς ζει ξανά μερικές μέρες ευτυχίας, μια ευτυχία όμως που έχει πολύ ακριβό τίμημα, αφού αποκαλύπτεται και η δεύτερη, ακόμα πιο μεγάλη προδοσία του Αλεξάντρ απέναντί της. Και τότε συντελείται η μεταμόρφωσή της. Μια μεταμόρφωση ακραία, ολοκληρωτική, αναπόφευκτη και καταστροφική τόσο για την ίδια, όσο και για τους γύρω της. Βουλιάζει στην άβυσσο. Ο κόσμος της διαλύεται. Εξαιτίας του Αλεξάντρ, χάνει την αγάπη της, την αξιοπρέπειά της και ετοιμάζεται να χάσει και τη γη της. Γίνεται θηρίο που τα βάζει με θεούς και δαίμονες. Ένα θηρίο που κανείς δεν θα ήθελε να έχει απέναντί του.
Δεν είναι μόνο ότι εκφράζει τον θυμό της με άγριες κι απόκοσμες κραυγές, ότι γίνεται η σκιά του εαυτού της και αποστασιοποιείται από τα πάντα γύρω της. Είναι κυρίως ότι εκδηλώνει συμπεριφορές απρόσμενες, ακραία σκληρές κι απάνθρωπες. Όλη η δύναμη του έρωτα που ένιωθε για τον Αλεξάντρ μεταλλάσσεται σε μίσος που ζητάει εκδίκηση με κάθε τρόπο. Τίποτα δεν μπορεί να κλονίσει την επιθυμία της για εκδίκηση. Αν και συντετριμμένη, δεν παραδέχεται την ήττα της και παλεύει ενάντια στις πιθανότητες. «Ο ακατονόμαστος, γιγάντιος δράκος, που καραδοκούσε μέσα της, πλασμένος από πόνο και θλίψη, περηφάνεια και παραίτηση, γεννημένος από πόθο και δάκρυα», βγαίνει στην επιφάνεια, και δείχνει τα κοφτερά του δόντια. Η εκδίκηση οργανώνεται μεθοδικά και εκτελείται βήμα βήμα, στον ίδιο χώρο που ξεκίνησε και η ολοκλήρωση του έρωτά της για τον Αλεξάντρ.
Συγκλονιστικές περιγραφές, αυξανόμενη ένταση, ακαταμάχητη ψυχογραφική ικανότητα, και μια αφήγηση που σου κόβει την ανάσα. Ένα κείμενο σαγηνευτικό, που περιγράφει τη μεταβολή και την ολοκληρωτική ανατροπή των συναισθημάτων και των αντιδράσεων ανθρώπων που ερωτεύονται και μισούν με τον ίδιο τρόπο: πέρα από κάθε όριο.
Ένα πολύ δυνατό κείμενο, στο οποίο η συγγραφέας περιγράφει λεπτομερώς τη ζωή στην εξοχή, τις εικόνες, τις μυρωδιές και τα χρώματα της ζωής αυτής, και όπου μιλά για τις σχέσεις που διαμορφώνονται σε μια μικρή κοινωνία όπου όλοι ξέρουν τα πάντα για όλους. Μιλά για το κτηνώδες του έρωτα, και για την ανθρώπινη ψυχή που είναι γεμάτη θαύματα και θηριωδίες. Συγκλονιστικές περιγραφές, αυξανόμενη ένταση, ακαταμάχητη ψυχογραφική ικανότητα, και μια αφήγηση που σου κόβει την ανάσα. Ένα κείμενο σαγηνευτικό, που περιγράφει τη μεταβολή και την ολοκληρωτική ανατροπή των συναισθημάτων και των αντιδράσεων ανθρώπων που ερωτεύονται και μισούν με τον ίδιο τρόπο: πέρα από κάθε όριο.
Η μετάφραση της Τιτίκας Δημητρούλια αποδίδει έξοχα τον πυρετώδη ρυθμό του κειμένου και τη σαγηνευτική του επίδραση στον αναγνώστη.
*Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η Μπλανς ήθελε να ξαναπάρει στα χέρια της τα ηνία του παραδείσου και υπολόγιζε να το κάνει μόνη της αυτό, με τη βοήθεια του Λουί, ο καθένας το πόστο του, ο καθένας τη δουλειά του, ο καθένας τα ζώα του, ο καθένας τα μυστικά του. Ο καθένας τις κινήσεις του. Κι ο καθένας τον φόβο του μην είναι μόνο περαστικός, μην καταστρέψει κάτι που ήταν ήδη εύθραυστο, μην αφανίσει την ομορφιά. Ο καθένας τις νύχτες της οργής του, ο καθένας το αξημέρωτο ξύπνημά του, κι ο καθένας για τον εαυτό του και όλοι για την Εμιλιέν, μέχρι τέλους».

























