Του Γιώργου Βέη
Στο τελευταίο βιβλίο του ΜακΓιούαν ο εφιάλτης είναι σαφώς διευρυμένος. Είμαστε ένα σχεδόν αιώνα πιο μέσα στο μέλλον από την εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Η αρά της μη στοχαστικής τεχνολογίας προκαθορίζει έναν έναν τους σκαιούς όρους του παιχνιδιού, σε παγκοσμιοποιημένη μάλιστα βάση.
Ιδού το στίγμα ψυχής σε μιαν εύστοχη αποκρυστάλλωση: «Η επιστήμη ασφαλώς είναι έξοχη, και ποιος ξέρει, ίσως είναι έξοχη και η τέχνη, ενδεχομένως όμως έννοιες όπως η αυτογνωσία να μην αφορούν ούτε τη μία ούτε την άλλη». (βλ. σελ. 128). Υπογραμμίζω ότι δεν πρόκειται για τα πτώματα ή τους βιασμούς, οι οποίοι στοιχειώνουν μυθιστορήματα σαν το Ιερό του Ουίλιαμ Φόκνερ, αλλά για την ενδεχόμενη μετάλλαξη του ίδιου μας του πλανήτη σε θλιβερό απόρριμμα. Παραθέτω το σκηνικό, με όλη τη φαντασμαγορία ενός ακριβολόγου ρεαλισμού, όπως τον αποδίδει η επαρκής και άλλο τόσο έμπειρη μεταφράστρια:
«Ο αιώνας είχε τελειώσει και η κλιματική αλλαγή παρέμενε περιθωριακό ζήτημα, ο Μπους είχε καταξεσκίσει τις μετριοπαθείς προτάσεις του Κλίντον, οι ΗΠΑ θα γύριζαν την πλάτη τους στο Κιότο, ο Μπλερ δεν έδειχνε να κατέχει το ζήτημα, οι παλιές ελπίδες του Ρίο είχαν εξανεμιστεί […] Το Ρεύμα του Κόλπου θα εξαφανιζόταν, οι Ευρωπαίοι θα πέθαιναν από το κρύο στα κρεβάτια τους, ο Αμαζόνιος θα μετατρεπόταν σε έρημο, μερικές ήπειροι θα αναφλέγονταν, άλλες θα πνίγονταν, ενώ έως το 2085 οι αρκτικοί καλοκαιρινοί πάγοι θα είχαν χαθεί και μαζί με αυτούς και οι πολικές αρκούδες. Ο Μπίαρντ είχε ακούσει και στο παρελθόν αυτές τις προβλέψεις και δεν έδινε βάση σε καμία. Ωστόσο, ακόμα κι αν τις πίστευε, δεν επρόκειτο να πανικοβληθεί. Ένας άτεκνος άντρας μιας κάποιας ηλικίας στο τέλος του πέμπτου γάμου του μπορεί να αντέξει μια στάλα μηδενισμού». (βλ. σελ. 121).
Φυσικός επιστήμων, ο οποίος έχει ήδη αποσπάσει βραβείο Νόμπελ, ο κατά βάθος μέγας τυχοδιώκτης Μάικλ Μπίαρντ αρχίζει να παραιτείται από τις δραστηριότητες εκείνες, οι οποίες τον ανέδειξαν στον ιδιαίτερα απαιτητικό χώρο του. Βεβαίως, δεν αρνείται τις παχυλές αμοιβές από τα ιδρύματα εκείνα, στα οποία κατά καιρούς δίνει διαλέξεις, ούτε παύει να εξαντλεί τη λίμπιντό του εξωσυζυγικώς. Η οξυδερκής αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη είναι το τελευταίο του χαρτί. Και το παίζει αδίστακτα, αυτοκαταστροφικά. Τυφλωμένος από την έπαρση του Κακού, καταφεύγει ασύστολα στη χρήση κακοπίστων μεθόδων και απατηλών τρόπων. Είναι ένας φουριόζος, δήθεν ηθικά εξανθρωπισμένος Κάλιμπαν. Φτάνει μάλιστα ως τον σολοικισμό της κλοπής έργου, το οποίο ανήκει στην πνευματική ιδιοκτησία τρίτου. Ασελγεί πάνω στο σώμα της ίδιας του της επιστήμης, μεταμορφώνοντας την ταυτοχρόνως σε τυφλό τέρας. Λίγο προτού οδηγηθεί στην αποθέωση της υψίστης αδικοπραξίας, επέρχεται όμως μαθηματικά η κάθαρση. Οι τελευταίες σελίδες συνιστούν σύνοψη της ετυμηγορίας των τιμωρών θεών.
Ο διακεκριμένος συγγραφέας Ίαν ΜακΓιούαν, ο οποίος έχει, ως γνωστόν, αποσπάσει το 1998 Βραβείο Μπούκερ, για το Άμστερνταμ, (βλ. εκδόσεις «Μεταίχμιο»), φαίνεται να γνωρίζει πολύ καλά ότι το αίτημα του σεβασμού και της συνεπαγόμενης υπερίσχυσης του Δικαίου συνιστά αρχαιότατο πυλώνα της αφήγησης: από μια πλευρά το μυθιστόρημα αποτελεί προϊόν μιας ατελεύτητης ακροαματικής διαδικασίας. Είναι το σώμα, ο καρπός της νοήμονος ή μη δράσης. Και οι ένορκοι, οι αναγνώστες του Solar στην προκειμένη περίπτωση, θέλουν, από το μέσον της εξιστόρησης και μετά, την κεφαλή του Μάικλ Μπίαρντ επί πίνακι. Όντας από τους πλέον προκλητικούς χαρακτήρες του Ίαν ΜακΓιούαν, απολύτως πειστικός μέσα στο πλαίσιο των ακροτήτων του, ο πληθωρικός των κριμάτων Μάικλ Μπίαρντ, οδηγεί το εν λόγω δράμα στην ασφαλέστερη των οδών: στο κολαστήριο της δημόσιας, της καθόλα έγκυρης και έγκαιρης απαξίωσης. Ο πανικός, ο οποίος εισβάλλει στη φράση: «Ξέρετε ενδιαφέρομαι για τις μορφές αφήγησης που παράγει η κλιματική επιστήμη. Πρόκειται, ασφαλώς, για ένα έπος με εκατομμύρια συγγραφείς» (σελ. 226) είναι ο πανικός μιας πολλαπλότητας, μιας δαψίλειας αγαθών, την οποία διαχειριζόμαστε σε ατομικό και σε συλλογικό βαθμό κατά τρόπο άφρονα, οριακά επικίνδυνο. Η νέμεσις δεν δρα κοντολογίς συγκαταβατικά, αλλά τελείως φυσικά. Διέπεται από την ορμή ενός συμπαντικού φαινομένου. Ο άδικος λυγίζει και συνθλίβεται τελικά σαν το άπραγο, το παντελώς αδύναμο καλάμι του Πασκάλ.
Ιαν ΜακΓιούαν
Μτφρ. Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Πατάκη 2010
Σελ. 421, τιμή €19
Γιώργος Βέης