Για το μυθιστόρημα του Κόμπο Αμπέ [Köbö Abe] «Το πρόσωπο του άλλου» (μτφρ. Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος, εκδ. Άγρα). Κεντρική εικόνα από την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου (1966).
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
Ο τρόπος που συντίθεται η ανθρώπινη ταυτότητα παραμένει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ζητήματα, έχοντας οδηγήσει σε πολλαπλές ερμηνείες. Η λογοτεχνική ερμηνεία πιθανώς να διαφέρει (όχι απαραίτητα) από την ψυχαναλυτική / επιστημονική, για έναν βασικό λόγο, ο οποίος είναι εκείνος που εν τέλει διαφοροποιεί τον καλλιτέχνη από τον επιστήμονα και την τέχνη από τη ζωή: αναφέρομαι στην αυτοαναφορικότητα της τέχνης, το γεγονός ότι έχει τα δικά της κίνητρα και εξυπηρετεί τους δικούς της αισθητικούς σκοπούς. Κατά μία έννοια, η τέχνη και η μυθοπλασία είναι δόλια, καθώς σε αντίθεση με την επιστήμη που έχει διαφορετικό σκοπούμενο, βασίζεται στην εξαπάτηση. Και η λέξη «εξαπάτηση» αποτελεί ένα από τα κλειδιά του μυθιστορήματος του Ιάπωνα Κ. Αμπέ, με χαρακτηριστικό τίτλο Το πρόσωπο του άλλου.
Η υπόθεση του βιβλίου χοντρικά είναι η ακόλουθη: Ο πρωταγωνιστής επιστήμονας έχει πέσει θύμα ατυχήματος στο εργαστήριο που δουλεύει κι ως αποτέλεσμα το πρόσωπό του έχει παραμορφωθεί φρικτά. Κυκλοφορεί με επιδέσμους για να μην προκαλεί τις αντιδράσεις των άλλων. Ταυτόχρονα αναζητά λύση στο πρόβλημα, καταλήγοντας σε εκείνη της αλλαγής του προσώπου του με μια μάσκα την οποία κατασκευάζει και φοράει. Η αφήγηση γίνεται μέσω τριών σημειωματαρίων που αφήνει επί τούτου, ώστε να διαβαστούν από τη σύζυγό του, πρόσωπο κεντρικό στην ιστορία. Ο αναγνώστης κατανοεί σταδιακά ότι εκείνη είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο λαμβάνουν χώρα όσα προηγήθηκαν, αν και με ιδιαίτερα στρεβλό (τουτέστιν λογοτεχνικό) τρόπο.
Οι θεματικές
Οι ψυχολόγοι μάς διδάσκουν ότι η ταυτότητα αντικατοπτρίζει την εικόνα που έχει κάθε άνθρωπος για τον εαυτό του ως πρόσωπο, αλλά ταυτόχρονα και τη δυναμική της «αυτοαξίας» του. Επιπλέον, η θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας υποστηρίζει ότι υπάρχει μια διαφορά μεταξύ του εαυτού ως ατόμου (ατομική ταυτότητα) και του εαυτού ως μέλους μιας ομάδας (κοινωνική ταυτότητα). Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου βιώνει την απώλεια τη στιγμή που τον συναντάμε στο βιβλίο. Απώλεια σε όλα τα επίπεδα, καθώς η παραμόρφωση του προσώπου του συνοδεύεται από παραμόρφωση σε βάθος. Το σώμα του νοσεί, το ίδιο και η ψυχή του. Αυτό που τον συνδέει τόσο με το κοινωνικό περιβάλλον όσο και με τον προσωπικό του χώρο και ανθρώπους (σπίτι / σύζυγος) έχει διαταραχθεί ριζικά.
Η αίσθηση της αποξένωσης που μπορεί πάντα να μεταφραστεί και μεταφορικά (αν και αποφεύγω τις εύκολες αναγωγές σε πολιτικά / κοινωνικά επίπεδα ανάγνωσης) τον συναντά σε καίρια στιγμή ευαλωτότητας. Βέβαια, ο υποψιασμένος αναγνώστης αναγνωρίζει μια προϋπάρχουσα τάση απομόνωσης, αντικοινωνικής συμπεριφοράς του ήρωα. Ο συγγραφέας δεν προτίθεται να κρύψει ότι το ατύχημα βρήκε πρόσφορο έδαφος σε μια ήδη όχι και τόσο γαλήνια ψυχή. Από εκεί και μετά τίθεται και το λογικό ερώτημα κατά πόσον το ατύχημα οδηγεί τον άνθρωπο σε όσα ακολουθούν ή απλά απελευθέρωσε εντός του εκείνα που προϋπήρχαν. Αυτή θα είναι μία από τις πολλές ερωτήσεις για τις οποίες δεν θα πάρουμε απάντηση (και δεν χρειάζεται).
Τα ζητήματα ταυτότητας, όπως παρατίθενται κατά τη διάρκεια, εκπορεύονται από ένα εγωκεντρικό και αυτοαναφορικό άτομο. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως όσα καταγράφονται δεν έχουν αξία και ουσία. Το αντίθετο.
Ο πρωταγωνιστής δεν βιώνει άρνηση του τραγικού ατυχήματος. Έχει αποδεχτεί το γεγονός της απώλειας και επιχειρεί να βρει τρόπους να το αντιμετωπίσει. Δεδομένου ότι διαβάζουμε τις σημειώσεις του (οι οποίες μην ξεχνάμε ότι έχουν σκοπιμότητα) όπου όλα έχουν πάρει τον δρόμο τους πλέον, ο πρωταγωνιστής βρίσκεται σε φάση αναστοχασμού, το οποίο σημαίνει ότι έχει καταλήξει σε συμπεράσματα και εκλογικεύει σκέψεις και πράξεις μεταφέροντάς τες διαμεσολαβημένες στο χαρτί. Τα ζητήματα ταυτότητας, όπως παρατίθενται κατά τη διάρκεια, εκπορεύονται από ένα εγωκεντρικό και αυτοαναφορικό άτομο. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως όσα καταγράφονται δεν έχουν αξία και ουσία. Το αντίθετο. Ο άντρας βιώνει θεατρικά μεν (εσωτερικός μονόλογος), αλλά όχι λιγότερο ουσιαστικά το πένθος που προκαλείται από την απώλεια της ταυτότητας. Εσωτερικεύει τη διάσπαση και φιλοσοφεί σχετικά με το τι συνεπάγεται αυτό για τον ίδιο ως οντότητα.
Συγκεκριμένα: Ο μόνιμος φόβος του μήπως από παρίας μετατραπεί σε τέρας ή μήπως το «τέρας» που ελλοχεύει εντός του αποχαλινωθεί. Κατά πόσον αυτό που αποκαλεί «φωλιά με βδέλλες» (χηλοειδείς ουλές) είναι η πραγματικότητα που το υγιές πρόσωπο απέκρυπτε ως τότε. Εάν το πρόσωπό μας δεν είναι παρά ένα προσωπείο, η αποκαλούμενη «κοινωνική ταυτότητα», η οποία μας δεσμεύει ενώ την ίδια στιγμή μας προστατεύει από όλα εκείνα που δέον είναι να παραμείνουν αλυσοδεμένα. Ο άνθρωπος επομένως που βρίσκεται έστω ακούσια στη θέση να απαλλαγεί από το προσωπείο τίθεται δυνάμει εκτός κοινωνίας, καθώς εξ αποστάσεως παρατηρεί αφενός τον διαφορετικό εαυτό του και αφετέρου τις αντιδράσεις των άλλων, των μέχρι πρότινος συνανθρώπων του, οι οποίοι πλέον μέσω της αντίδρασής τους προς το αηδές θέαμα έχουν διαρρήξει τις σχέσεις κοινότητας μαζί του. Εφόσον το πρόσωπό μας είναι μια βιτρίνα που επιτρέπει σε εκείνον που είναι από μέσα να τη διακοσμεί κατά βούληση προκειμένου να προσελκύσει εκείνου που κοιτάζουν απέξω, τότε κατανοούμε τι επιφέρει το ράγισμά της.
Ο άντρας δεν θα επιχειρήσει επιδιόρθωση, αλλά αλλαγή. Η ίαση δεν είναι ο στόχος του, δεν επιζητά επομένως την επιστροφή στην προτέρα κατάσταση, η οποία θα τον επανένωνε με τον εαυτό του, τη σύζυγό του και τους συνανθρώπους του. Την απώλεια θα ακολουθήσει η αλλαγή σε κάτι αλλότριο, άρα η απόσταση θα διατηρηθεί. Πρόκειται για μια ακόμα λέξη κλειδί. Η «απόσταση» που προσφέρει αποστασιοποίηση τόσο από τον πυρηνικό του εαυτό όσο κι από τους οικείους του. Το νέο πρόσωπο βασίζεται στα χαρακτηριστικά ενός ξένου και κατασκευάζεται στη συνέχεια από τον ίδιο στο εργαστήριό του. Ο επιστήμονας, ως άλλος Φρανκενστάιν, παίρνει στοιχεία τα χαρακτηριστικά ενός άλλου και αναδημιουργεί τον εαυτό του, καθιστάμενος ταυτόχρονα Δημιουργός και Τέρας, σε ρόλους όμως αδιαχώριστους.
Το νέο πρόσωπο βασίζεται στα χαρακτηριστικά ενός ξένου και κατασκευάζεται στη συνέχεια από τον ίδιο στο εργαστήριό του. Ο επιστήμονας, ως άλλος Φρανκενστάιν, παίρνει στοιχεία τα χαρακτηριστικά ενός άλλου και αναδημιουργεί τον εαυτό του, καθιστάμενος ταυτόχρονα Δημιουργός και Τέρας, σε ρόλους όμως αδιαχώριστους.
Το Τέρας έρχεται στο προσκήνιο μέσω της μεταμορφωτικής διαδικασίας αλλαγής προσωπείου σε πρόσωπο. Το πρώτο στάδιο είναι η επιχείρηση ξεγελάσματος των συνανθρώπων του, ώστε να αποδεχτούν το «πρόσωπο του άλλου», και τελικά τον ίδιο ως Άλλο. Όμως αυτό δεν είναι αρκετό. Το βασικό διακύβευμα του ανδρός είναι να ξεγελάσει / παρασύρει τη γυναίκα του σε ένα παιχνίδι αποπλάνησης. Παραμένει ενδιαφέρον –κι ως το τέλος απορίας άξιο– το «γιατί», ο λόγος αυτής της μηχανής, της σκευωρίας. Αυτό που μπορώ να σκεφτώ είναι το εξής: ο άνθρωπος που έχει ριζικά αποκοπεί από τον εαυτό του και το κοινωνικό σύνολο, θεωρώντας ότι αυτό που διακρίνουν πλέον οι άλλοι σε εκείνον είναι αποκλειστικά οι «βδέλλες», αποδέχεται αποκλειστικά τα ταπεινά κίνητρα ως τα μόνα υπαρκτά. Κατ’ αυτή την έννοια, ακολουθώντας τη διεστραμμένη λογική του θα στήσει τον ανεστραμμένο του καθρέφτη μπροστά στους άλλους. Κι επειδή δεν αρκεί αυτό, θα καθοδηγήσει χειριστικά τον «αθώο» σε μια πράξη απάτης, ώστε στη συνέχεια να δικαιωθεί στις αρχικές του υποθέσεις. Όντως η σύζυγός του θα τον απατήσει με τον άλλο του εαυτό, οδηγώντας τον σε νέες σκέψεις περί του κατά πόσον είναι απάτη η συνεύρεση με τον άλλο του εαυτό που παραμένει ο ίδιος.
Το «μεγαλείο» της αυνανιστικής, ναρκισσιστικής του αυτοαναφορικότητας θα καταρρεύσει στο τέλος, όταν η σύζυγος έχει διαβάσει τα σημειωματάριά του απαντώντας καταλλήλως. Μέσα σε τρεις μόλις σελίδες θα πετάξει στον κάλαθο τις φιλοσοφικές του περικοκλάδες, ξεκαθαρίζοντας ότι είχε επίγνωση της ταυτότητάς του. Με τη θέλησή της κι από αγάπη συμμετείχε στο σχέδιό του. Από την άλλη πλευρά, η σκευωρία υπήρξε εξόχως προσβλητική και κακοποιητική. Το αποτέλεσμα είναι ότι τελικά θα δικαιωθεί με εντελώς διαφορετικό τρόπο ο άντρας, χάνοντας δια παντός εκείνη που σε πείσμα δικό του αποφάσισε να κρατήσει το πρόσωπό της (την ανθρώπινη ταυτότητά της), ακόμα κι όταν εκείνος με τον διεστραμμένο πειραματισμό του το κομμάτιασε.
Τι αναζητά τελικά ο πρωταγωνιστής; Ο ίδιος αναφέρει την απελευθέρωση από τις κοινωνικές, σεξουαλικές δεσμεύσεις. Έχοντας αποδεχτεί εσωτερικά ότι τελικά η «φωλιά με τις βδέλλες» αποτελεί την πραγματικότητα που το άλλο, το κανονικό πρόσωπο απέκρυπτε τόσα χρόνια, απελευθερώνεται από όλες τις συμβάσεις, τις οποίες η κοινωνικά καθορισμένη έννοια της ταυτότητας επιβάλλει στον άνθρωπο. Το έσχατο φράγμα, εκείνο της σύνδεσης με το αγαπημένο πρόσωπο, έχει καταρρεύσει ηχηρά. Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου το Τέρας απομένει μόνο με τις βδέλλες του. Αποκομμένος και ευρισκόμενος σε παραλήρημα, ο άντρας προχωρά στο επόμενο βήμα που θα τον εξορίσει οριστικά: αφού δεν κατόρθωσε να διαφθείρει το μόνο πλάσμα που τον αγάπησε, αποφασίζει να γίνει κυνηγός και να το καταστρέψει.
O Kόμπο Aμπέ [Köbö Abe] γεννήθηκε στο Tόκυο το 1924 και μεγάλωσε στο Mούκντεν της Mαντζουρίας, όπου ο πατέρας του, γιατρός, εργαζόταν στην Iατρική Σχολή. Aσχολήθηκε νωρίς με τα μαθηματικά και τη συλλογή εντόμων, καθώς και με τα έργα των Πόου, Nτοστογιέφσκι, Nίτσε, Pίλκε, Xάιντεγκερ, Γιάσπερς και Kάφκα. Έλαβε δίπλωμα ιατρικής από το Aυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Tόκυο το 1948, αλλά δεν δούλεψε ποτέ ως γιατρός. Για ένα διάστημα υπήρξε μέλος του Iαπωνικού Kομμουνιστικού Kόμματος και συνεργάστηκε με το μαρξιστικό λογοτεχνικό περιοδικό Kindai bungaku (Σύγχρονη λογοτεχνία). Tο 1947 δημοσίευσε ιδίοις εξόδοις το βιβλίο Aνώνυμη ποιητική συλλογή και το 1948 το πρώτο του μυθιστόρημα O οδοδείκτης στο τέλος του δρόμου. Tο 1951 τιμήθηκε με το σημαντικότερο ιαπωνικό βραβείο λογοτεχνίας, το βραβείο Aκουταγκάουα, για το βιβλίο του O τοίχος - Tο έγκλημα του κ. Σ. Kάρμα. Λίγο αργότερα βραβεύεται με το Bραβείο Λογοτεχνίας του Mεταπολέμου για το διήγημά του «Tο κόκκινο κουκούλι». Tο μυθιστόρημά του H γυναίκα της άμμου δημοσιεύτηκε στην Iαπωνία το 1962 και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Tο 1963 κέρδισε το Λογοτεχνικό Bραβείο Γιομιούρι. H ταινία που γύρισε ο σκηνοθέτης Tεσιγκαχάρα Xιρόσι το 1964 κέρδισε στις Kάννες το Bραβείο των Kριτικών. Tο 1967 H γυναίκα της άμμου τιμήθηκε στη Γαλλία με το βραβείο του Kαλύτερου Ξένου Mυθιστορήματος. O Kόμπο Aμπέ πέθανε στο Tόκυο το 1993. |
Η ποιητική
Ο αναγνώστης θα έρθει σε επαφή με ένα φιλοσοφικής λογικής κείμενο, όπου ο συγγραφέας παίζει ένα νοητικό παιχνίδι με τον εαυτό του. Θέτει τα περίπλοκα ερωτήματα, για να ικανοποιηθεί μετά με τις αντίστοιχα περίπλοκες απαντήσεις. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση υποκρύπτει σε κοινή θέα τον αναξιόπιστο αφηγητή, του οποίου τους μαιάνδρους των σκέψεων ακολουθούμε έως το τέλος. Ομολογουμένως, η θραυσματική αφήγηση, πυκνή και δυσπρόσιτη, σε αμιγώς μοντερνιστικό ύφος δεν διευκολύνει την ανάγνωση. Ιδίως στα αρχικά κεφάλαια απαιτείται υπομονή από τον αναγνώστη που καλείται να συντονιστεί νοητικά με τους ιριδισμούς, τις παλινωδίες και τις λεκτικές ακροβασίες ενός μυαλού που πάσχει και πασχίζει.
Αλλεπάλληλα ερωτήματα τίθενται σε κάθε σελίδα, των οποίων τις απαντήσεις σπεύδει να δώσει ο ίδιος ο γράφων. Ταυτόχρονα η πλοκή διακόπτεται συνεχώς από φιλοσοφικές αναλύσεις, τις οποίες ο συγγραφέας παραθέτει ξεχωριστά στις Προσθήκες (με πλάγια γραφή) που ακολουθούν συχνά τα κυρίως κεφάλαια. Περιττό να πω ότι δεν διευκρινίζουν τα προηγηθέντα γεγονότα, αλλά περιπλέκουν εκ νέου την κατάσταση, αφού επεκτείνουν την προβληματική των θεματικών που προανέφερα, προσφέροντας επιπλέον ερωτήσεις και σταγονίδια απαντήσεων.
Σε πλήρη αρμονία με την αυνανιστική προσέγγιση του πρωταγωνιστή του, ο συγγραφέας, θαρρείς, απολαμβάνει το λεκτικό παιχνίδι της αυτοαναφορικότητας. Η πυκνότητα του λόγου σε σημεία γίνεται κουραστική, και είναι βέβαια προς τιμήν του Στέλιου Παπαλεξανδρόπουλου που μετέφερε από τα ιαπωνικά στα ελληνικά ένα τόσο απαιτητικό κείμενο με τρόπο κατανοητό.
Σε πλήρη αρμονία με την αυνανιστική προσέγγιση του πρωταγωνιστή του, ο συγγραφέας, θαρρείς, απολαμβάνει το λεκτικό παιχνίδι της αυτοαναφορικότητας. Η πυκνότητα του λόγου σε σημεία γίνεται κουραστική, και είναι βέβαια προς τιμήν του Στέλιου Παπαλεξανδρόπουλου που μετέφερε από τα ιαπωνικά στα ελληνικά ένα τόσο απαιτητικό κείμενο με τρόπο κατανοητό. Ο αναγνώστης δεν μπορεί, από τη μία πλευρά, να θαυμάσει το βάθος της σκέψης του Αμπέ που κυριολεκτικά ξιφουλκεί με τον εαυτό του, σαν να μην υπάρχει παρατηρητής παρά μόνο ο σκεπτόμενος νους. Ασθμαίνων, θα πρέπει να αφεθεί στο φιλοσοφικής υφής κείμενο που είναι γυμνό από τις καθιερωμένες αφηγηματικές ευκολίες.
Ομολογώ όμως ότι σε αρκετά σημεία ενοχλήθηκα, γιατί διέκρινα την υπεροψία του διανοούμενου που ενίοτε ξεχνά ότι πλάθει μύθο και τρίβει στο…πρόσωπο του άλλου, εκείνου που τον διαβάζει, τις εντυπωσιακές πνευματικές του ικανότητες. Κατανοώ επομένως και τους αναγνώστες που είτε παραιτήθηκαν είτε ένιωσαν αδιαφορία για την τύχη ενός σκοτεινού και απροσπέλαστου συναισθηματικά πρωταγωνιστή. Ιδίως οι λεγόμενοι διαισθητικοί αναγνώστες που επιζητούν ταύτιση, θα αποστρέψουν μετά βδελυγμίας το… πρόσωπο. Ταυτόχρονα θεωρώ ότι αυτή θα είναι μια μικρή νίκη του συγγραφέα, ο οποίος επιζητά περισσότερο τη νοητική εγρήγορση (και απόρριψη) παρά τη συναισθηματική κατανόηση (και αποδοχή).
Ας μην αναζητήσουμε στο κείμενο αυτό την άμεση απόλαυση, την οποία συνοδεύει η απαλή σαν κύμα αφήγηση, παρασύροντας υπνωτιστικά τον αποδέκτη. Ο ενεργός αναγνώστης θα πρέπει να οπλιστεί με υπομονή και να ακολουθήσει τον συγγραφέα στον λαβύρινθο που έχει περίτεχνα στήσει. Στο τέλος της διαδρομής θα δικαιωθεί, έχοντας ίσως απεκδυθεί τη μάσκα που φορούσε εξαρχής, όταν αμέριμνος –αλλά ποτέ αθώος– προσήλθε στην ανάγνωση.
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Πιθανόν μέσα σε εκείνο το σταμάτημα του ρεύματος του χρόνου μπορεί να ξεπέρασα όχι μόνο τη φωλιά μου με τις βδέλλες αλλά και το ίδιο το πρόσωπο και να έφτασα στην απέναντι πλευρά. Ίσως να μπόρεσα να δω, έστω και για πολύ λίγο, μια ελευθερία που, τον καιρό που βασιζόμουν, χωρίς να έχω καμία αμφιβολία, στις ανθρώπινες σχέσεις όπως αυτές περνούν από το παράθυρο που λέγεται ανθρώπινο πρόσωπο, δεν μπορούσα ούτε καν να το φανταστώ. Ίσως να έφτανα, χωρίς να το περιμένω, στη φοβερή αλήθεια ότι οποιοσδήποτε κλείνει το παράθυρο της ψυχής με μια σάρκινη μάσκα, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να καλύπτει και να κρύβει τη φωλιά των βδελλών που βρίσκεται από κάτω».