Για το μυθιστόρημα του Καρλ Άλφεντ Λέζερ [Carl Alfred Loeser] «Ρέκβιεμ» (μτφρ. Βασίλης Τσαλής, εκδ. Κλειδάριθμος), ένα βιβλίο ανακάλυψη. Κεντρική εικόνα: από την ταινία «Μόνος στο Βερολίνο» σε σκηνοθεσία Vincent Perez.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Τη στιγμή που τα φαιά Τάγματα Εφόδου του Χίτλερ άρχιζαν να μετατρέπουν τους δρόμους των πόλεων της Γερμανίας σε πεδία εκκαθαρίσεων, οι μουδιασμένοι πολίτες της χώρας, χωρίς αυτό να τους παρέχει κάποιο άλλοθι, βρέθηκαν μπροστά σε μια κατάσταση που τους ξεπερνούσε.
Ένας αόρατος μηχανισμός (τι άλλο από τον ναζισμό;), εν μια νυκτί, «βάφτιζε» εγκληματίες, μέχρι πρότινος αθώους ανθρώπους, μόνο και μόνο επειδή δεν ανήκαν στην Άρια φυλή. Βασικά θύματα, φυσικά, οι Εβραίοι. Είναι χαρακτηριστικά αφοπλιστικό το συμπέρασμα στο οποίο προβαίνει μια Εβραία ηλικιωμένη στο εμβληματικό μυθιστόρημα του Χανς Φάλαντα Μόνος στο Βερολίνο (μτφρ. Άντζη Σαλταμπάση, εκδ. Πόλις): «Όλα όσα είμαι τα έχω χάσει. Αυτό σημαίνει να είσαι μόνος».
Μόνος εν μέσω μιας μηχανορραφίας που σκοπεί να «δολοφονήσει» τον χαρακτήρα του βρίσκεται και ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος του Καρλ Άλφρεντ Λέζερ Ρέκβιεμ, Έριχ Κράκαου. Το «αμάρτημά» του: είναι Εβραίος. Το προτέρημά του: είναι βιρτουόζος τσελίστας και σημαίνον μέλος της Δημοτικής ορχήστρας της πόλης Ντ. στη Βεστφαλία. Αυτό εν μέρει τον σώζει προσωρινά από το να μπει στο στόχαστρο των ναζιστών που εφορμούν ως μαινόμενοι ταύροι προγράφοντας ανθρώπους.
Για πόσο, όμως, θα παραμείνει στο απυρόβλητο ο Κράκαου; Μπορεί ένας ατάλαντος γιος φούρναρη, ο Φριτς Έμπελε, που παίζει στοιχειωδώς κακό τσέλο και εποφθαλμιά τη θέση του Κρακάου, να γίνει ο δημιουργός μια συνωμοσίας άνευ προηγουμένου;
Aπό τη στήριξη στην απομόνωση
Φαίνεται πως ναι. Στα χρόνια που προηγούνται την ανάρρησης των ναζί στην εξουσία, η αδυναμία των πολιτών να ορθώσουν το ανάστημά τους και να προβάλλουν μαζική αντίσταση, αποδείχθηκε καθοριστική για τη γιγάντωση του ναζιστικού μορφώματος (τότε ακόμη) σε πολεμική μηχανή εξόντωσης.
Κάπως έτσι συμβαίνει και στην περίπτωση του Κράκαου. Στην αρχή όλοι τον στηρίζουν, όμως, όσο οι επιδιώξεις του Έμπελε όχι μόνο δεν υποστέλλονται, αλλά ενδύονται και με τυφλό μίσος, τόσο ο σπουδαίος σολίστας μένει μόνος μαζί με την ασθενική γυναίκα του Λίζα, να παλεύει με τα θηρία που τον περιτρυγυρίζουν με σκοπό να τον καταπιούν.
Από το μυθιστόρημα περνάει όλη η «πανίδα» της εποχής: ο τετραπέρατος και δαιμόνιος Βεντ, ένας σκοτεινός άντρας που για λίγα φράγκα είναι ικανός να πουλήσει ακόμη και το τομάρι της ίδια του της μάνας.
Από το μυθιστόρημα περνάει όλη η «πανίδα» της εποχής: ο τετραπέρατος και δαιμόνιος Βεντ, ένας σκοτεινός άντρας που για λίγα φράγκα είναι ικανός να πουλήσει ακόμη και το τομάρι της ίδια του της μάνας.
Δέχεται την «πρόσκληση» του Έμπελε και στήνει την παγίδα για να πιαστεί στο δόκανο ο Κράκαου. Η σκηνή όπου τα Τάγματα Εφόδου με επικεφαλής έναν μπρουτάλ τύπο, τον Νόλτενς, διακόπτουν τη συναυλία στην οποία μετέχει ο Κράκαου (αποχωρεί από τη σκηνή χαρακτηρίζοντάς τους «γουρούνια»), μάς φέρνει στο νου το νόμο της ζούγκλας που ήταν ο μόνος που αποδέχονται οι ναζί ολετήρες.
Άνθρωποι με εξουσία χάνουν το σθένος τους, θέλοντας να διατηρήσουν την καρέκλα τους και να παραμείνουν αρεστοί στο νέο καθεστώς. Κι άλλοι, στρατιωτικοί του Μεγάλου Πολέμου, παρασημοφορημένοι, όπως ο γκαουλάιτερ φον Έρτσεν, διακατεχόμενος ακόμη από το αίσθημα της δικαιοσύνης, αναζητεί τους λόγους που, τελικά, ο Κρακάου συνελήφθηκε και -ω του θαύματος- ουδείς θυμάμαι πού βρίσκεται. Ναι, είναι αυτός που τον βοηθάει να δραπετεύσει και το τίμημα που θα πληρώσει είναι σύμφυτο με τον ακέραιο κώδικα τιμής του.
Αδυνατεί, ωστόσο, να κατανοήσει πως έχει καταντήσει κι αυτός μια μαριονέτα, καθώς άλλος κινεί τα νήματα της εξουσίας πίσω από την πλάτη του. Στη δική του περίπτωση ο αναπληρωτής γκαουλάιτερ, Έριχ Στρούμπνερ, και τα «παλικάριά» είναι αυτοί που διοικούν τα πράγματα στην περιοχή.
Όσο για τον Κράκαου είναι κλεισμένος στο εβραϊκό κλουβί, μια φυλακή κάτω από το έδαφος στην οποία συνάζονται όλοι οι Εβραίοι της περιοχής. Όσοι δεν πεθαίνουν από τις κακουχίες ή δεν αυτοκτονούν, καταλήγουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου δεν θα έχουν καλύτερη τύχη. Το ότι καταφέρνει να δραπετεύσει και να φύγει από τη χώρα, όπως προηγουμένως είχε καταφέρει ο γιατρός Σπίτσερ και επιστήθιος φίλος του, είναι μια μορφή λύτρωσης, αλλά στην ουσία είναι και μια ένδειξη πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια εξαίρεση σε έναν θλιβερό κανόνα.
Ο Καρλ Άλφρεντ Λέζερ εργαζόταν σε μια τράπεζα στο Βερολίνο, έως την ηλικία των 25 ετών. Λόγω των αυξανόμενων διώξεων των Εβραίων στη ναζιστική Γερμανία, μετανάστευσε αρχικά στο Άμστερνταμ, όπου γνώρισε τη μέλλουσα σύζυγό του. Λίγο αργότερα, κατέφυγε στη Βραζιλία. Ασχολήθηκε κρυφά με τη λογοτεχνία, αλλά δεν δημοσίευσε τίποτα κατά τη διάρκεια της ζωής του. Μόλις το 1999 η οικογένειά του βρήκε τα λογοτεχνικά του έργα στην κληρονομιά του. Μεταξύ αυτών ήταν και το μυθιστόρημα Ρέκβιεμ, που εικάζεται ότι βασίζεται στη μοίρα του αδελφού του, ο οποίος επέζησε του ναζιστικού καθεστώτος και με τον οποίο συναντήθηκαν ξανά μετά το τέλος του πολέμου. |
Ο άγνωστος Λέζερ
Η περίπτωση του Λέζερ, προφανώς, δεν είναι λογοτεχνικά γνωστή. Άλλωστε, το Ρέκβιεμ είναι το μοναδικό βιβλίο του που έφτασε να τυπωθεί και μάλιστα πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του. Ας είναι καλά γι’ αυτό η άψογη συνεργασία του δισέγγονού του Φελίππε Προβεντσιάλε και του Γερμανού εκδότη Πέτερ Γκράαφ. Αυτοί οι δύο «ευθύνονται» που έβγαλαν τον Λέζερ από την αφάνεια.
Πολλά από αυτά τα γεγονότα που αναφέρονται στο βιβλίο ο Λέζερ τα έζησε άμεσα και έμμεσα. Αν και οι πληροφορίες δεν έχουν επιβεβαιωθεί πλήρως, φαίνεται πως η ιστορία του Κράκαου ταιριάζει μ’ αυτή του αδελφού του, Νόρμπερτ Λέζερ. Ο Νόρμπερτ υπήρξε εξαίρετος πιανίστας, κριτικός και σπάνιας μορφής διανοούμενος. Αναγκάστηκε, όμως, να φύγει άρον άρον για το Άμστερνταμ και να παραμείνει εκεί ως το τέλος του πολέμου.
Σε αντίθεση με τον Λέζερ που από τη Γερμανία πέρασε στην Ολλανδία και στη συνέχεια κατέφυγε στη Βραζιλία και συγκεκριμένα στο Σάο Πάολο όπου δούλεψε ως τραπεζικός. Η δική του ιστορία είναι απείρως πιο δύσκολη, αν σκεφτεί κανείς πως κατέφυγε σε μια χώρα όπου κρατούσε επαμφοτερίζουσα στάση απέναντι στους Εβραίους μετανάστες: από τη μια τους χορηγούσε βίζες κι από την άλλη η δικτατορική κυβέρνηση του Βάργκας συναγελαζόταν με τον Χίτλερ.
Το Ρέκβιεμ, ο αρχικός του τίτλος ήταν «Υπόθεση Κράκαου», είναι ένα έργο που συνομιλεί ανοιχτό με το μυθιστόρημα του Χανς Φάλαντα «Μόνος στο Βερολίνο», αλλά και με τον «Ταξιδιώτη». του Μπόσβιτς
Για τον Λέζερ ξέρουμε ότι έγραφε συνεχώς (από μυθιστορήματα έως διηγήματα και από θεατρικά έργα έως λιμπρέτα), αλλά κανένα έργο του δεν πήρε τον δρόμο της έκδοσης όσο ζούσε. Κάποιες προσπάθειες που έκανε δεν έφεραν καρπούς. Όσο για το Ρέκβιεμ, ο αρχικός του τίτλος ήταν «Υπόθεση Κράκαου», είναι ένα έργο που συνομιλεί ανοιχτό με το προαναφερθέν μυθιστόρημα του Χανς Φάλαντα Μόνος στο Βερολίνο, αλλά και με τον Ταξιδιώτη του (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Κλειδάριθμος) του Ούρλιχ Αλεξάντερ Μπόσβιτς.
Η γραφή του Λέζερ είναι απλή (είναι φανερό πως διαπνέεται από το πνεύμα της Νέας Αντικειμενικότητας), αλλά καταφέρνει μέσα από τον ζόφο που ετοιμάζεται να καταπιεί τη χώρα να αφήνει ένα φωτεινό σημάδι ελπίδας.
Η μουσική είναι ένα «όπλο» στη βαρβαρότητα. Ο ορθός λόγος και οι τέχνες -θεωρητικά- αντιπαλεύουν τη βία. Ο Λέζερ θέλει να περάσει το μήνυμα πως ακόμη κι αν η κοινωνία των ανθρώπων αποκτηνωθεί πρόσκαιρα, πάλι θα επιστρέψει στον ανθρωπισμό που την συγκρατεί εσωτερικά από το να οδηγηθεί στην πλήρη αποκτήνωση. Πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα σηκώνουν το ανάστημά τους μπρος στην κτηνωδία των πολλών, ακόμη κι αν πρέπει να θυσιάσουν τη ζωή τους. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στην πολύ εύστοχη μετάφραση του Βασίλη Τσαλή.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η ζωή στην ‘’κλούβα’’ γινόταν όλο και πιο ανυπόφορη. Οι κρατούμενοι μπέρδευαν τις μέρες και ήδη είχαν αρχίσει να διαφωνούν για την ορθότητα της ημερομηνίας και της ημέρας της εβδομάδας. Καθώς δεν υπήρχε καμία επαφή με τον έξω κόσμο, το φως της μέρας δεν έμπαινε στον χώρο και τα πενιχρά γεύματα έρχονταν σε ακανόνιστα χρονικά διαστήματα, οι κακομοίρηδες βασίζονταν μόνο στις αναμνήσεις τους για να υπολογίζουν το χρόνο. Σημάδευαν τις μέρες με βάση την καθημερινή ρουτίνα, τα ασήμαντα γεγονότα που διέκοπταν κάποιες φορές τη μονότονη καθημερινότητά τους» (σελ. 263).