Για το μυθιστόρημα του Μαροκινού Αμπντελά Ταϊά [Abdellah Taia] «Η ζωή με το δικό σου φως» (μτφρ. Δημήτρης Δημακόπουλος, εκδ. Πόλις). Κεντρική εικόνα: Από το εξώφυλλο του βιβλίου.
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
«Είμαστε εδώ. Πάνω σε τούτη τη γη. Και, ξαφνικά, δεν είμαστε πια εδώ. Σαν να μην είχαμε υπάρξει ποτέ.» Γεννιόμαστε και μεγαλώνουμε με την προσδοκία της ευτυχίας, με το όνειρο της αγάπης. Νομίζουμε ότι ο κόσμος μας ανήκει. Μέχρι να αποδειχτεί ότι δεν μας ανήκει σχεδόν τίποτα. Καμιά φορά, ούτε καν ο εαυτός μας.
Διαρκής αγώνας για επιβίωση
Αυτό διαπιστώνει και η ορφανή από μητέρα Μαλίκα, που μένει σε μια αγροτική περιοχή του Μαρόκου. Στα δεκαεφτά ερωτεύεται και παντρεύεται τον Αλλάλ, και, μετά τον γάμο τους, ζει για λίγο τη μαγεία του έρωτα, ο οποίος δεν απειλείται από την παράλληλη σχέση του Αλλάλ με τον Μερζούγκ. Οι νεόνυμφοι μένουν στο σπίτι των γονιών του Αλλάλ. Για να αποκτήσουν το δικό τους σπίτι, αλλά και επειδή τον πιέζουν οι γονείς του, ο Αλλάλ φεύγει για να πολεμήσει στο πλευρό των Γάλλων στην Ινδοκίνα, όπου και χάνει τη ζωή του.
Η Μαλίκα, μόλις είκοσι χρονών, μένει μόνη, να θρηνεί για τη χαμένη της ευτυχία. Οι γονείς του Αλλάλ τη διώχνουν από το σπίτι, το ίδιο και η νέα οικογένεια του πατέρα της. Όταν μια πόρνη της προτείνει να παντρευτεί τον αδερφό της, η Μαλίκα βλέπει ότι αυτή είναι η ευκαιρία να φτιάξει τη ζωή της. Παντρεύεται τον Μοχάμεντ και αργότερα μετακομίζουν με τα εννιά παιδιά τους στη Ραμπάτ, όπου ο Μοχάμεντ προσλαμβάνεται βοηθός στη βιβλιοθήκη της πόλης.
Τα χρόνια περνούν, τα παιδιά της μεγαλώνουν, και η Μαλίκα επιστρατεύει κάθε μέσο -εξυπνάδα, πονηριά, ευελιξία- για να θρέψει την οικογένειά της. Και τότε, έρχεται η Μονίκ, μια Γαλλίδα που έχει γεννηθεί στο Μαρόκο, και τώρα επιστρέφει πάλι εκεί, γιατί εκεί είναι θαμμένος ο πατέρας της. Η Μονίκ ζητά από τη Μαλίκα να της δώσει τη Χαντίτζα, τη μεγάλη της κόρη, σαν υπηρέτρια στο πολυτελές σπίτι της, και αργότερα να την πάρει μαζί της στη Γαλλία, εξασφαλίζοντας έτσι το μέλλον της. Η Μαλίκα όμως είναι ανένδοτη.
Εκείνη σχεδιάζει να παντρέψει την όμορφη Χαντίτζα με έναν πλούσιο άντρα, έτσι ώστε να αλλάξει η ζωή όλης της οικογένειας. Παρά την καλοσύνη της, η Μονίκ αντιπροσωπεύει για τη Μαλίκα έναν ζυγό, από τον οποίο θέλει να ελευθερωθεί. Αν και υπάρχουν πράγματα που τις ενώνουν, το χάσμα που τις χωρίζει, δεν γεφυρώνεται. Στέκεται δύσπιστη κι επιφυλακτική, ακόμα και εχθρική απέναντί της.
Πολλά χρόνια αργότερα, η Μαλίκα ζει μόνη στο Σαλέ, στο σπίτι που, με κόπους και βάσανα, έχει καταφέρει να φτιάξει για την οικογένειά της. Μια μέρα, ένας κλέφτης εισβάλει στο σπίτι της και απειλεί να την μαχαιρώσει αν δεν του δώσει τα λεφτά της. Τον ξέρει. Είναι ο Τζαφάρ. Έχει την ηλικία του Αχμέντ, του γιου της που έφυγε για τη Γαλλία. Είναι κι εκείνος σαν τον Αχμέντ, είναι δηλαδή ομοφυλόφιλος.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη, παρουσιάζοντας τρεις φάσεις από τη ζωή της Μαλίκα και παράλληλα τρεις περιόδους της μαροκινής ιστορίας: την εποχή της αποικιοκρατίας, την υποτιθέμενη ανεξαρτησία, την εποχή πριν από τον θάνατο του βασιλιά Χασάν Β’.
Στη συνομιλία της μαζί του, η Μαλίκα παραδέχεται ότι είδε να βιάζουν και να κακοποιούν τον γιο της, κι εκείνη δεν έκανε τίποτα. Παραδέχεται ότι δεν ήταν πάντα καλή μητέρα, αλλά εξηγεί και τους λόγους που την οδήγησαν εκεί. Μιλάει στον Τζαφάρ για όλα. Είναι ο πρώτος που κάθεται να ακούσει την ιστορία της, να μάθει τους αγώνες που έκανε για να επιβιώσει η ίδια και η οικογένειά της και να φτάσει ως εδώ.
Γαλλία, η μόνιμη αντίπαλος
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη, παρουσιάζοντας τρεις φάσεις από τη ζωή της Μαλίκα και παράλληλα τρεις περιόδους της μαροκινής ιστορίας: την εποχή της αποικιοκρατίας, την υποτιθέμενη ανεξαρτησία, την εποχή πριν από τον θάνατο του βασιλιά Χασάν Β’.
Οι αλλαγές στην πολιτική κατάσταση της χώρας, δεν σηματοδοτούν μεγάλες αλλαγές στη ζωή της Μαλίκα. Εκτός από την εξουσία και την πατριαρχία, η Γαλλία, είναι η μόνιμη αντίπαλός της. Στην αρχή παίρνει τον άντρα της. Μετά διεκδικεί τη μεγάλη της κόρη. Στο τέλος, της κλέβει τον γιο της. Παρά το γεγονός ότι η Γαλλική αποικιοκρατία τελειώνει το 1956, ουσιαστικά η Γαλλία βρίσκεται πάντα εκεί, γοητευτική και επικίνδυνη, λαμπερή και απειλητική.
O Μαροκινός συγγραφέας Αμπντελά Ταϊά γεννήθηκε το 1973. Από φτωχή οικογένεια, μαθαίνει γαλλικά, τη «γλώσσα των πλουσίων» για να ξεφύγει από την κοινωνική του θέση. Σπούδασε φιλολογία στα πανεπιστήμια του Ραμπάτ και της Σορβόννης όπου και υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή με θέμα τον Jean-Honoré Fragonard και το ελευθέριο μυθιστόρημα του 18ου αιώνα.Το 2014 μετέφερε ο ίδιος στον κινηματογράφο το μυθιστόρημά του L’Armée du Salut. Είναι ένας από τους πρώτους μαροκινούς και Άραβες συγγραφείς που διεκήρυξε ανοιχτά την ομοφυλοφιλία του (το 2007). Έχει τιμηθεί με το βραβείο του Café de Flore και για την ταινία του με το Μεγάλο Βραβείο του Φεστιβάλ του Ανζέ |
Έχει τον τρόπο να εξουσιάζει και να επιβάλλεται. Οι Γάλλοι, ότι κι αν γράφουν τα χαρτιά της επίσημης ιστορίας, αντιμετωπίζουν τη Μαλίκα και τους ομοίους της σαν όντα υποδεέστερα, θέλουν να κανονίζουν τη μοίρα τους, να τους εκμεταλλεύονται. Η φτώχεια δεν έχει εκλείψει. Οι κοινωνικές ανισότητες σταθερά παρούσες. Η ελευθερία και η αποδοχή του διαφορετικού, άγνωστες λέξεις, οι έμφυλες διακρίσεις, σταθερή βεβαιότητα.
Το πορτραίτο μιας δυνατής γυναίκας
Τα δύο πρώτα μέρη του βιβλίου έχουν τη μορφή μονολόγου, όπου η Μαλίκα, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, περιγράφει τη ζωή της, κι όλα αυτά που την έκαναν αυτό που είναι. Όλα αυτά που μεταμόρφωσαν το τρυφερό, ρομαντικό κορίτσι που υπήρξε κάποτε, στη σκληρή, πονηρή και πολλές φορές χειριστική γυναίκα του τώρα. Το τρίτο μέρος περιλαμβάνει τη συνομιλία της με τον Τζαφάρ, δοσμένο όμως με έναν ιδιαίτερο τρόπο, που πάλι προσιδιάζει σε μονόλογο, καθώς ο μεταξύ τους διάλογος είναι ενσωματωμένος στη ροή της σκέψης της.
O συγγραφέας αποτυπώνει έξοχα τη μαροκινή κοινωνία και τις σχέσεις της με τους «ανώτερους» δυτικούς. Μιλά για τον φόβο απέναντι στην εξουσία, για την οικονομική κατάσταση των ντόπιων και το πώς η έλλειψη χρημάτων επηρεάζει τον τρόπο που λειτουργούν.
O συγγραφέας αποτυπώνει έξοχα τη μαροκινή κοινωνία και τις σχέσεις της με τους «ανώτερους» δυτικούς. Μιλά για τον φόβο απέναντι στην εξουσία, για την οικονομική κατάσταση των ντόπιων και το πώς η έλλειψη χρημάτων επηρεάζει τον τρόπο που λειτουργούν, μιλά για το δίκιο και το άδικο, για τη θέση της γυναίκας και τις έμφυλες διακρίσεις, για τον ρόλο της θρησκείας, για την ανοχή των γυναικών, απέναντι στον ομοερωτισμό, κάτι που δεν ισχύει από την πλευρά των ανδρών. Τονίζει το πόσοι αγώνες και πόση δύναμη απαιτείται για να επιβιώσει κανείς σε μια κοινωνία όπου δεν υπάρχει ελευθερία, αποδεικνύοντας το «πενία τέχνας κατεργάζεται».
Tα όνειρα των απλών ανθρώπων.
Μιλά για τη ζωή και τα όνειρα των απλών ανθρώπων, που για την εξουσία είναι αόρατοι, που ζουν σε σπίτια φτωχικά, ο ένας πάνω στον άλλον, που είναι καταδικασμένοι να αποφασίζουν άλλοι για τη μοίρα τους, που καταφεύγουν συχνά στην παρανομία για να επιβιώσουν. Μιλά για το πώς οι εκάστοτε συνθήκες διαμορφώνουν τον χαρακτήρα και τον τρόπο συμπεριφοράς των ανθρώπων, όπου είσαι υποχρεωμένος να φας τους άλλους, πριν προλάβουν εκείνοι να σε φάνε. Για το πόσο δύσκολο είναι να σβηστούν από μια κοινωνία τα σημάδια του παρελθόντος. Για τους τρόπους που χρησιμοποιεί η εξουσία να υποδουλώνει, να ελέγχει και να εκμεταλλεύεται τους αδύναμους. Με ένα κείμενο δυνατό, εξόχως ειλικρινές, σπαρακτικό, ευρηματικό και ευφυές, σε σημεία ποιητικό, με γλώσσα κοφτή, κελαρυστή, καταιγιστική, και με προσωπικό, ιδιαίτερο ύφος, μας παραδίδει ένα συναρπαστικό και πολύ αξιόλογο βιβλίο.
Ο Ταϊά είναι ο πρώτος ανοιχτά ομοφυλόφιλος Άραβας συγγραφέας. Η γυναίκα της ιστορίας είναι η μητέρα του. Μια γυναίκα δυνατή, σκληρή, θαρραλέα, μια γυναίκα με περηφάνεια και αξιοπρέπεια. Φτωχή, παραμελημένη και αμόρφωτη, όμως με ισχυρό χαρακτήρα, παλεύει μόνη της να ξεφύγει από τη μιζέρια, ορθώνει το ανάστημά της, και απαιτεί να αποφασίζει εκείνη για τη μοίρα της.
Δεν γονατίζει μπροστά σε κανέναν και δεν φιλάει τα χέρια των ισχυρών. Μια γυναίκα που βλέπει μακριά. Τα παιδιά της τη θεωρούν σκληρή και δεν την καταλαβαίνουν. «Γιατί έτσι είναι η ζωή: κανείς δεν καταλαβαίνει κανέναν.» Πίσω από τη σκληρή της στάση, ο συγγραφέας διακρίνει τη βαθιά της επιθυμία να μην ζήσουν τα παιδιά της τις δυσκολίες που έζησε εκείνη.
Εκεί αποσκοπούν οι θυσίες και καθημερινές της μάχες. Φέρθηκε σκληρά στα παιδιά της, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να μεγαλώσουν και να μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους στον σκληρό αυτό κόσμο, όπου η επιβίωση δεν είναι αυτονόητη. Ήταν ο μόνος τρόπος να μάθουν να μην ταπεινώνονται και να μη ζουν στη σκιά των άλλων, αλλά να έχουν μια ζωή με το δικό τους φως. Η μετάφραση του Δημήτρη Δημακόπουλου αναδεικνύει την όμορφη ροή και τη δύναμη του κειμένου.
*Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η Γαλλία είναι ακόμα εδώ. Ο άντρας της Μονίκ είχε μια πολύ συγκεκριμένη αποστολή, όταν ήρθε στο Μαρόκο: να διαλέξει υγιείς νεαρούς άντρες για να τους στείλει στη Γαλλία. Για την οικοδόμηση της Γαλλίας. Για την ανοικοδόμηση της Γαλλίας. Εμείς δεν είμαστε τίποτα. Μας έχουν σαν ζώα. Μπορούν να διαλέγουν ανάμεσά μας όποιους θέλουν, να διαλέγουν τη μοίρα μας για λογαριασμό μας. Να αποφασίζουν για τη ζωή και τον θάνατό μας.
Δεν είμαστε άνθρωποι σαν αυτούς. Αυτοί ξέρουν τα πάντα. Εμείς είμαστε αμόρφωτοι. Φυσικά. Και αξίζει στους αμόρφωτους να είναι σκλάβοι. Γι’ αυτό γεννήθηκαν.»