Για το βιβλίο του Άμος Οζ «Ιούδας» (μτφρ. Μάγκι Κοέν, εκδ. Καστανιώτη). Κεντρική εικόνα: o Μπεν Γκουριόν, ιδρυτής και πρώτος πρωθυπουργός του Ισραήλ, επιθεωρεί στρατεύματα το 1957.
Γράφει ο Μιχάλης Μοδινός
Η παρατεινόμενη ανθρωπιστική κρίση και οι αιματηρές συγκρούσεις στη Γάζα, με οδήγησαν να ξαναδιαβάσω μεγάλο μέρος του έργου του σπουδαίου ισραηλινού Άμος Οζ (1939- 2018] με έμφαση στο εμβληματικότερο ίσως βιβλίο του, το Ιούδας (μτφρ. Μάγκι Κοέν, εκδ. Καστανιώτη).
Ο Οζ ανατέμνει εδώ τις περιστάσεις της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ, τους εναλλακτικούς δρόμους που θα μπορούσε να έχει πάρει η Ιστορία, κυρίως όμως την έννοια της προδοσίας, όπως αντλείται μέσα από τις Γραφές για να διασταυρωθεί με τις σύγχρονες συγκρούσεις. Επομένως είναι ένα βιβλίο πολλαπλώς χρήσιμο στους καιρούς που ζούμε, και πολύ καλά μεταφρασμένο από την έμπειρη περί τον Οζ Μάγκυ Κοέν.
Ας δούμε λίγο το πλαίσιο του έργου. Ο κεντρικός ήρωας Σμούελ Ας ενηλικιώνεται παράλληλα με το κράτος του Ισραήλ. Το 1948, όταν μετά τον πρώτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο ιδρυόταν το νέο κράτος και το πρώτο κύμα Παλαιστινίων εγκατέλειπε πανικόβλητο τη χώρα, ήταν 13 χρονών: μικρός για επιστράτευση αλλά αρκετά μεγάλος για να θυμάται το τέλος της Βρετανικής Εντολής, τους Άραβες ελεύθερους σκοπευτές, την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ που πρόκρινε την ίδρυση δύο κρατών στην Παλαιστίνη, την πολιτική κυριαρχία της σκληροπυρηνικής πτέρυγας του εβραϊσμού υπό τον Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν, την πολιορκία της Ιερουσαλήμ από τα στρατεύματα της τότε Υπεριορδανίας, εντέλει το χτίσιμο ενός νέου έθνους.
Έντεκα χρόνια αργότερα, στα 24 του πλέον, είναι φοιτητής θρησκειολογίας και ιστορίας, ένας αφηρημένος, ευσυγκίνητος, φιλάσθενος και εσωστρεφής νεαρός. Εγκαταλείπεται από την καλή του που αποφασίζει να παντρευτεί έναν πρακτικό και γενναιόδωρο άνθρωπο. Καθώς το τοπογραφικό γραφείο του πατέρα του έχει κηρύξει πτώχευση, ο Σμούελ δεν διαθέτει οικονομική και συναισθηματική στήριξη. Εγκαταλείποντας σπίτι, σπουδές, καθώς και την σοσιαλιστική ομάδα στην οποία δραστηριοποιείτο πολιτικά, βρίσκει τελικά μια παράξενη δουλειά που ελπίζει να του προσφέρει ηρεμία και απομόνωση. Του παραχωρείται τροφή και στέγη σε ένα παλιό πέτρινο κτίσμα της Ιερουσαλήμ με μοναδικό εργασιακό αντίτιμο την παροχή συντροφιάς και ευηκόων ώτων σε ένα γέροντα ανάπηρο, τον Γκέρσομ Βαλντ, που έχει χάσει τον γιο του στον πόλεμο του ’48.
Η γοητευτική σαρανταπεντάρα
Στο ίδιο σπίτι ζει και η χήρα του αδικοχαμένου γιου, μια μυστηριώδης, γοητευτική σαρανταπεντάρα, η Ατάλια Αμπραβανέλ, φαινομενικά μεν αποτραβηγμένη από τα εγκόσμια, που παίζει ωστόσο τους άντρες στα δάχτυλα και τους χρησιμοποιεί αραιά και πού ως «όργανα ηδονής», για να τους παραπετάξει αμέσως μετά. Όπως είναι αναμενόμενο, ο Σμούελ την ερωτεύεται περιπαθώς. Η απόφασή του να εγκαταλείψει τα εγκόσμια πάει περίπατο σε χρόνο μηδέν.
Παράλληλα επιδίδεται σε παθιασμένες συζητήσεις με τον γέροντα Βαλντ που έχουν στο επίκεντρό τους το νεότευκτο κράτος, την απειλή των Αράβων, τις όποιες δυνατότητες συνεννόησης μεταξύ δύο λαών που διεκδικούν την ίδια ιστορική λωρίδα γης, το σιωνιστικό κίνημα και τη γέννηση μιας νέας φυλής Εβραίων, αποφασισμένων να απεκδυθούν τον προγενέστερο παθητικό ρόλο τους για να μεταμορφωθούν σε πολεμιστές, αγρότες και εποίκους.
Ο Σμούελ ανακαλύπτει μέσω των συζητήσεων αυτών αλλά και πρόσθετων ερευνών την προσωπικότητα του Γκέρσομ Βαλντ: μιας επιφανούς μορφής, συντρόφου του Μπεν-Γκουριόν, ο οποίος πίστευε ολόψυχα στην ειρηνική επίλυση του παλαιστινιακού ζητήματος και στη συνύπαρξη Αράβων και Εβραίων. Έφτασε να θεωρηθεί προδότης, να διωχθεί από το κυβερνών κόμμα, να δακτυλοδεικτεί ως φιλοάραβας και τώρα να τελειώνει τις μέρες του σε απόλυτη παραίτηση και καταισχύνη μέσα στους τέσσερις τοίχους του δωματίου του.
Η έννοια της προδοσίας εμφυτεύεται στο μυαλό του Σμούελ και έρχεται να κουμπώσει με την παρατημένη διπλωματική εργασία του στο πανεπιστήμιο, η οποία αφορούσε τον τρόπο που οι Εβραίοι είδαν διά μέσου της ιστορίας την μορφή του Ιούδα.
Η έννοια της προδοσίας εμφυτεύεται στο μυαλό του Σμούελ και έρχεται να κουμπώσει με την παρατημένη διπλωματική εργασία του στο πανεπιστήμιο, η οποία αφορούσε τον τρόπο που οι Εβραίοι είδαν διά μέσου της ιστορίας την μορφή του Ιούδα – του αρχετυπικού προδότη στο κυρίαρχο χριστιανικό φαντασιακό.
Ο Άμος Οζ γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ το 1939. Πριν ασχοληθεί με τη συγγραφή και τη δημοσιογραφία εργάστηκε επί πολλά χρόνια σε ένα κολλεκτιβοποιημένο αγρόκτημα (κιμπούτς). Συμμετείχε ενεργά, επί μία εικοσαετία, στην πολιτική ζωή του Ισραήλ, ως μέλος διαφόρων ειρηνιστικών κινημάτων. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, διηγήματα, πολιτικά δοκίμια και παιδικά βιβλία. Έχει βραβευθεί με διεθνή λογοτεχνικά και διακρίσεις ειρήνης, μεταξύ των οποίων το Βραβείο Λογοτεχνίας Χολόν και το γερμανικό Βραβείο Ειρήνης 1992. |
Σκύβοντας λοιπόν ξανά στις Γραφές, σταδιακά συγκροτεί την μορφή ενός Ιούδα καλλιεργημένου και εύπορου, δοσμένου ολόψυχα στον αγώνα του Ιησού για αγάπη, φιλευσπλαχνία και κατανόηση, ενός ανθρώπου που κέρδισε την εμπιστοσύνη του Ναζωραίου και τον έπεισε μάλιστα ότι είναι ο Μεσσίας, ο εντεταλμένος για την σωτηρία του κόσμου, αυτός που όφειλε να θυσιαστεί και ύστερα ν’ αναστηθεί για να πείσει με το θαύμα του τον περιούσιο λαό περί της θεότητάς του και να φέρει την Βασιλεία των Ουρανών επί της γης.
Είναι άραγε απαραίτητοι οι αποδιοπομπαίοι τράγοι για να φιλοτεχνηθεί η έννοια του εσωτερικού εχθρού και να συγκροτηθούν οι ανθρώπινες κοινωνίες; Είναι αδύνατη η αγάπη, η δικαιοσύνη και η επί γης ειρήνη;
Ο Ιούδας είναι κατά τον Σμούελ ο πρώτος Χριστιανός, ενώ οι υπόλοιποι απόστολοι -φτωχοί ψαράδες και αγρότες, με άκρατες ωστόσο φιλοδοξίες- θα διαδώσουν το μήνυμα αρκετά αργότερα. Θα κρεμαστεί μετά την σταύρωση του δασκάλου του όχι από τύψεις για την υποτιθέμενη προδοσία (τι να τα κάνει τα τριάντα αργύρια ένας πλούσιος κτηματίας σαν και λόγου του;) αλλά γιατί κατανοεί ότι οδήγησε στον σταυρό έναν άνθρωπο, όχι έναν Θεό. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ανάγνωση της ιστορίας που φυτεύτηκε με τον γνωστό τρόπο στο κοινωνικό φαντασιακό, δημιούργησε ανθεκτικές μεταφορές [ο Ιούδας, τα τριάντα αργύρια, ο προδοτικός ασπασμός], και οδήγησε εν πολλοίς την Ιστορία στα γνωστά μονοπάτια.
Πώς κατασκευάζεται ένας προδότης
Πώς κατασκευάζεται όμως ένας προδότης και γιατί; Είναι άραγε απαραίτητοι οι αποδιοπομπαίοι τράγοι για να φιλοτεχνηθεί η έννοια του εσωτερικού εχθρού και να συγκροτηθούν οι ανθρώπινες κοινωνίες; Είναι αδύνατη η αγάπη, η δικαιοσύνη και η επί γης ειρήνη; Και ακόμη, το ερώτημα που βασανίζει περισσότερο τον Σμούελ: γιατί οι Εβραίοι απαρνήθηκαν έναν δικό τους άνθρωπο (τον Ιησού) και τον χάρισαν στους αποστόλους της νεαρής τότε θρησκείας, επιτρέποντάς τους να τον ενδύσουν μετά θάνατον με θεϊκές ιδιότητες;
Τέτοιου τύπου ερωτήματα διατυπώνει λοιπόν ο Οζ διά μέσου του κεντρικού του ήρωα και των συγκατοίκων του στο παράξενο αυτό σπίτι. Ο γέροντας Βαλντ που, όπως ο Ιησούς, εξοβελίστηκε από το ίδιο του το έθνος. και η γοητευτική πλην απόμακρη Ατάλια (μαζί τους, κατά τον συγγραφέα, σύσσωμος ο λαός του νεότευκτου Ισραήλ) ελάχιστα πιστεύουν έτσι κι αλλιώς στην επί γης ειρήνη. Το γεγονός από την άλλη ότι ο εβραϊκός λαός ταυτίσθηκε ιστορικά με τη μορφή ενός υποτιθέμενου προδότη, του Ιούδα, και ότι διά μέσου της ιστορίας υπέστη όσα αυτή η ταύτιση σενεπέφερε, παραμένει ένα ερώτημα που δεν απαντιέται επαρκώς στο βιβλίο, καθώς άλλοι θα διατείνονταν ότι οι διώξεις και τα πογκρόμ δεν ήταν μόνο θρησκευτικού χαρακτήρα αλλά επίσης πολιτικού, ταξικού, πολιτισμικού κλπ.
Η ελεγχόμενη τρυφερότητα και μερικές ερωτικές βραδιές θα τονώσουν τον ψυχισμό του Σμούελ έτσι ώστε όταν πάρει το δισάκι του για τον επόμενο σταθμό της ζωής του, αισθάνεται πλουσιότερος σε εμπειρίες και σαφώς ωριμότερος.
Με τα πολλά, η μελαγχολική πλην πραγματίστρια Ατάλια θα ελεήσει τον νεαρό Σμούελ με την πρόσκαιρη εύνοιά της. Η ελεγχόμενη τρυφερότητα και μερικές ερωτικές βραδιές θα τονώσουν τον ψυχισμό του Σμούελ έτσι ώστε όταν πάρει το δισάκι του για τον επόμενο σταθμό της ζωής του, αισθάνεται πλουσιότερος σε εμπειρίες και σαφώς ωριμότερος. Όταν έρχεται επιτέλους η άνοιξη μετά τον μακρύ χειμώνα της Ιερουσαλήμ, εκείνος διασχίζει το Ισραήλ προς ένα νεότευκτο οικισμό κάπου στο μέσον της ερήμου Νεγκέβ όπου ελπίζει να βρει δουλειά.
Ελπίζει ακόμη να βρει τον έρωτα που συμπυκνώνεται στιγμιαία στη γυναικεία μορφή που ξεπροβάλλει από ένα παράθυρο, αλλά μένει εκκρεμής καταμεσής του δρόμου όταν τα πατζούρια κλείνουν αδιάφορα. Τα ερωτήματα της ιστορίας και της ζωής δεν έχουν απαντηθεί. Και ο αφηγητής μας αφήνει με ένα αίσθημα ιστορικής αδικίας την οποία μετριάζει μια ατάκα της Ατάλια όταν αναφέρεται στον ξεχασμένο, «προδότη» πεθερό της: κάποιοι θα τον ανασύρουν κάποτε από τη λήθη, κάποιοι θα αποκαταστήσουν την υστεροφημία του. Όπως δηλαδή ακριβώς κάνει ο Οζ για λογαριασμό του Ιούδα, με δυο χιλιάδες χρόνια καθυστέρηση.
Απλός και αναλυτικός
Απλός και αρκούντως αναλυτικός στη γραφή του, ο Αμος Οζ είναι ένας προνομιούχος συγγραφέας. Είναι τόσο πλούσιο και τραγικό το υλικό που προσφέρει το σύγχρονο Ισραήλ αλλά και τόσο πολλές οι δυνατότητες εμβύθισης στην Ιστορία που προσφέρει η Γη της Επαγγελίας ώστε συγγραφείς όπως ο ίδιος, ο Άαρον Άππελφελντ, ο Νταβίντ Γκρόσμαν, ο Αβράαμ Γεοσούα και άλλοι πιο σύγχρονοι να μην χρειάζεται να κατασκευάσουν και πολύ μυθοπλαστικό υλικό για να εγείρουν το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας. Η μοίρα των Εβραίων, η διερώτηση για τη μεταμόρφωσή τους, οι ιδεολογικές συγκρούσεις που ταυτίζονται με τις ποικίλες εκδοχές του σιωνισμού επανέρχονται διαρκώς στο έργο του. Ίσως και ο ίδιος να ένοιωθε τρόπον τινά προδότης στην ίδια του τη χώρα, καθώς υποδύθηκε τον ρόλο του διαμεσολαβητή, αυτού που θα εγκαθίδρυε γέφυρες συνεννόησης διά της γραφής.
Η ατμόσφαιρα της χειμωνιάτικης Ιερουσαλήμ δίνεται με μουντά μελαγχολικά χρώματα, οι ποικίλες σιωπές περιγράφονται με έμπνευση, τα αδέσποτα ζώα παρακολουθούν τον ήρωα και οι έξωθεν απειλές λειτουργούν ως αντήχηση για την εσωτερική περιπέτεια.
Κάτω βέβαια από αυτό το δυσβάστακτο ιδεολογικό φορτίο, σε μια ιστορική περιοχή που έχει χαράξει πολλές από τις μείζονες διαχωριστικές γραμμές στον σύγχρονο κόσμο, το μυθοπλαστκό υλικό απειλείται με απίσχνανση. Ωστόσο ο Οζ αποφεύγει αυτό τον σκόπελο, παραλληλίζοντας την ιστορία των ηρώων του με αρχετυπικά βιβλικά πρόσωπα και ακόμη δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην τοπιογραφία της περιοχής.
Εδώ λ.χ. η ατμόσφαιρα της χειμωνιάτικης Ιερουσαλήμ δίνεται με μουντά μελαγχολικά χρώματα, οι ποικίλες σιωπές περιγράφονται με έμπνευση, τα αδέσποτα ζώα παρακολουθούν τον ήρωα και οι έξωθεν απειλές λειτουργούν ως αντήχηση για την εσωτερική περιπέτεια και τον βασανιστικό έρωτα του νεαρού Σμούελ.
Ακόμη, ο Οζ χρησιμοποιεί τελετουργικά την επανάληψη των ίδιων απλών καθημερινών μοτίβων (άλειμμα χοντρών φετών ψωμιού, λιμοκτονούσες γάτες, η μαγκωμένη αυλόπορτα, το παρατημένο πηγάδι κλπ.) για να δώσει ένα ιερατικό τόνο στην αφήγηση. Σ’ αυτό το τελευταίο, μάλλον αστοχεί. Η επανάληψη κυριαρχεί επί της τελετουργίας κουράζοντας ενίοτε τον αναγνώστη, καθώς μάλιστα επιπροστίθεται στα ανακυκλούμενα θεολογικά μοτίβα. Κι αυτή είναι η μοναδική μου επιφύλαξη στο μεγάλο αυτό έργο.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΟΔΙΝΟΣ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο του βιβλίο είναι η συλλογή διηγημάτων «Τα θαύματα του κόσμου» (εκδ. Καστανιώτη).