Για το ευσύνοπτο μυθιστόρημα του ουρουγουανού Χουάν Κάρλος Ονέτι [Juan Carlos Onetti] «Το πηγάδι» (μτφρ. Λευτέρης Μακεδόνας, εκδ. Μάγμα). Στην κεντρική εικόνα, λεπτομέρεια από το εξώφυλλο της πορτογαλικής έκδοσης.
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
Εκείνο που καθιστά Το πηγάδι ιδιαίτερο όσον αφορά τη συμβολική λογοτεχνική του χρήση δεν είναι αποκλειστικά το προφανές, δηλαδή ο αναπόδραστος εγκλωβισμός ή ο πνιγμός/ενταφιασμός που καραδοκεί στο τέλος. Ταυτόχρονα είναι κάτι περισσότερο: το γεγονός ότι το σκότος δεν είναι απόλυτο, όπως σε ένα κελί για παράδειγμα, αλλά ότι διακόπτεται από το φως που τουλάχιστον κάποιες ώρες της ημέρας πέφτει εντός. Ταυτόχρονα, πάντα θεωρητικά, προσφέρει δυνατότητα απόδρασης, μιας και η έξοδος είναι μεν απρόσιτη, αλλά είναι πάντα ανοιχτή. Στο μικρό βιβλίο του Ονέτι (όμορφη έκδοση από Μάγμα με στρωτή μετάφραση του Λ. Μακεδόνα) όλα αυτά τα στοιχεία συναρμόζονται με αρμονικό τρόπο και μολονότι δεν δείχνουν καμία έξοδο στον αναγνώστη που αναζητά απαντήσεις, θέτουν τα σωστά ερωτήματα.
Οι θεματικές
Το Πηγάδι ξεκινά εντός κλειστοφοβικού δωματίου που η κάψα μετατρέπει σε αφιλόξενο χώρο, στον οποίο ο πρωταγωνιστής Ελάδιο –μόλις έχει γίνει 40 ετών– σκέφτεται και γράφει για τη ζωή του. Κι ο απέξω κόσμος όμως δεν προσφέρει ανακούφιση στην ταραγμένη ψυχή του άντρα που επιχειρεί ανασκόπηση, καταγράφοντας συμβάντα. Και εδώ ξεκινάει το πιο ενδιαφέρον σημείο της αφήγησής του: «Θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει ένα κάποιο σχέδιο: να διηγούμαι παράλληλα ένα συμβάν και ένα όνειρο». Συμβάν και όνειρο, τουτέστιν μυθοπλασία. Συμβάν χωρίς όνειρο (φαντασία) είναι ντοκιμαντέρ, δημοσιογραφία. Όνειρο χωρίς συμβάν (πραγματικότητα) είναι παραλήρημα ή στην καλύτερη μορφή του ποιητικός λόγος.
Από εκεί και πέρα, στις λίγες σελίδες αυτού του εξαίρετου αφηγήματος, ο πρωταγωνιστής αρχίζει και ξηλώνει το υφαντό. Ξεκινάει με κάποια όνειρα, όπως εκείνο όπου στην ηλικία των 15 ετών σχετίζεται με τη δεκαοκτάχρονη Άννα Μαρία. Η πραγματικότητα συμπλέκεται με την ανάμνηση σε ένα σχεδόν εφιαλτικό πλαίσιο, καθώς η βία τόσο του ιδίου όσο και της κοπέλας στην περιπέτεια της καλύβας, αφήνουν την αίσθηση της θλίψης στον αναγνώστη, κυρίως γιατί λαμβάνει χώρα σε ένα πλαίσιο υποτίμησης και ευτελισμού. Κι αυτές οι δύο λέξεις αποτελούν κυρίαρχο μοτίβο στο έργο.
Ας μην ξεχνάμε εδώ ότι αν και για ιδεολογικούς λόγους στη χώρα μας τείνουμε να περιβάλλουμε τη Λατινική Αμερική με ένα πέπλο αντίστροφου ρατσισμού, η πραγματικότητα είναι ότι πρόκειται, ιδίως την εποχή στην οποία αναφέρεται το βιβλίο για οπισθοδρομικές, κοινωνικά συντηρητικές καθολικές κοινωνίες.
Η επαφή του Ελάδιο με το άλλο φύλο κινείται αποκλειστικά σε αυτό το επίπεδο, χωρίς να γίνει ισότιμη οποιαδήποτε στιγμή, δεδομένου του έκδηλου μισανθρωπισμού του ήρωα. Η προβληματική του σχέση αλλά και προσέγγιση με τις γυναίκες κινείται στο κλασικά περιοριστικό δίπολο της πρώην συζύγου και των πορνών με τις οποίες κατά κύριο λόγο συναναστρέφεται. Κοινό μοτίβο οι εξουσιαστικές σχέσεις, ο εξευτελισμός και η υποδόρια ή εκδηλωμένη βία, τόσο απέναντι στη σύζυγο (με πιο συγκαλυμμένο τρόπο) όσο και στις γυναίκες του δρόμου.
Ας μην ξεχνάμε εδώ ότι αν και για ιδεολογικούς λόγους στη χώρα μας τείνουμε να περιβάλλουμε τη Λατινική Αμερική με ένα πέπλο αντίστροφου ρατσισμού, η πραγματικότητα είναι ότι πρόκειται, ιδίως την εποχή στην οποία αναφέρεται το βιβλίο για οπισθοδρομικές, κοινωνικά συντηρητικές καθολικές κοινωνίες. Πολύ σωστά στο εξαιρετικό Επίμετρο καταγράφονται απόψεις νεότερων συγγραφέων όπως ο Κορτάσαρ ή ο Σάμπατο, οι οποίες αφήνουν άφωνο τον Ευρωαμερικανό αναγνώστη με τον μισογυνισμό τους. Φυσικά αυτό δεν αναιρεί τίποτα από τη λογοτεχνική αξία των κειμένων, απλά οφείλουμε να το αναφέρουμε για λόγους δικαιοσύνης και αξιοπιστίας.
Εν συνεχεία, ο πρωταγωνιστής στρέφει τα πυρά του ενάντια στις ιδεολογίες, μέσω του συγκατοίκου του ονόματι Λάσαρο, ο οποίος αυτοπροσδιορίζεται ως μαρξιστής. Ο Ελάδιο τον αντιμετωπίζει με απέχθεια, υποτιμώντας τόσο τα κίνητρά του που βρίσκει ποταπά και μικρόψυχα (όπως και όλων των άλλων «επαναστατών») όσο και τις πράξεις του, με οξυδερκή κυνισμό. Αυτό που λαμβάνει ως απάντηση από τον άντρα είναι ένας απλός χαρακτηρισμός που χτυπάει στο κέντρο τον αντίπαλο: «Τελειωμένε!». Όντως ο Ελάδιο, για λόγους που ο απλοϊκός Λάσαρο αδυνατεί να κατανοήσει είναι όντως τελειωμένος, κυρίως με την έννοια του ολοκληρωμένου ως προς τον εαυτό του όσο και ως προς τις επιδιώξεις του – έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του, μη επιδεχόμενος βελτίωσης ή αλλαγής. Η αποξένωσή του, η απουσία αλληλεγγύης ή συνάφειας / σύνδεσης με τους συνανθρώπους του είναι αφοπλιστική.
Η αποξένωσή του, η απουσία αλληλεγγύης ή συνάφειας / σύνδεσης με τους συνανθρώπους του είναι αφοπλιστική.
Ο διαχεόμενος μηδενισμός του Ελάδιο εκκινεί μεν από τη βάση του υπαρξισμού, πλην όμως αντιτίθεται στο κλασικό σαρτρικό δόγμα ότι «ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός». Στην περίπτωση του πρωταγωνιστή και προφανώς του Ονέτι, το κενό της θεϊκής παρουσίας το έχει καταλάβει το μηδέν, η απουσία νοηματοδοτεί το υπάρχον αλλά δεν νοηματοδοτείται αντίστροφα από τις πλείστες εκδηλώσεις της ύπαρξης. Ο άντρας κινείται εντός και εκτός του κόσμου, καυτηριάζοντας την υποκρισία, την έλλειψη πρωτοτυπίας και αυθεντικότητας των συνανθρώπων του, και επομένως και των ιδεολογιών τους που φέρνουν εντός τους τη μικρότητα και την ατέλεια των δημιουργών τους.
Εντούτοις τον αέναο πόλεμο και τις αλλεπάλληλες μάχες διακόπτει μια στιγμή εκεχειρίας, όταν ο Ελάδιο έρχεται σε επαφή με έναν φίλο του ποιητή, τον Κόρδες. Σε ανύποπτη στιγμή ο τελευταίος θα του διαβάσει ένα ποίημά του με τίτλο «Το κόκκινο ψαράκι». Γράφει:
«Τα πάντα γύρω εξαφανίστηκαν από τους πρώτους κιόλας στίχους, κι εγώ βρισκόμουν σε έναν τέλειο κόσμο…».
Ακολουθεί ένα απόσπασμα εξόχως λυρικό / ποιητικό της περιγραφής των στίχων, το οποίο έρχεται ως κατάφαση αντιθετικά στην άρνηση που προηγήθηκε κι εκείνη που έπεται. Ο αναγνώστης βιώνει μέσω του υπέροχου λογοτεχνικού τρόπου του συγγραφέα αυτή τη σπάνια, τόσο σύντομη πλην όμως ωκεάνια αίσθηση σύμπτωσης και σύνδεσης που μόνο η τέχνη προσφέρει. Κι εκεί όμως ελλοχεύει η απογοήτευση, η οποία διακόπτει απότομα την κατάφαση της ποίησης, όταν ο Ελάδιο επιχειρήσει να παρουσιάσει τις δικές το σκέψεις, οι οποίες υπολείπονται σε ποιότητα του ποιήματος του Κόρδες. Ο τελευταίος θα αντιμετωπίσει τον αφηγητή με συγκατάβαση και η σχέση τους θα διαρρηχθεί. Ό,τι επέτυχε η τέχνη, το διέκοψε η επικοινωνία. Η σύνδεση δεν θα επιτευχθεί, ο καθένας θα παραμείνει φυλακισμένος στο εγώ του.
Ο Juan Carlos Onetti γεννήθηκε στο Μοντεβίδεο (Ουρουγουάη) την 1η Ιουλίου 1909. Ο πατέρας του ήταν τελωνειακός υπάλληλος, απόγονος Ιρλανδών μεταναστών, ενώ η μητέρα του, Honoria Borgesera, προερχότανε από αριστοκρατική οικογένεια του Ρίο Γκράντε Ντου Σουλ της Βραζιλίας. Υπήρξε υποψήφιος για νόμπελ λογοτεχνίας, κι έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων το Βραβείο Cervantes Λογοτεχνίας. Ένα πλήρες χρονολόγιο του Juan Carlos Onetti δημοσιεύει το Ινστιτούτο Θερβάντες εδώ. |
Το ύφος
Ζούμε σε έναν κόσμο που έπλασε ο Κάφκα. Αυτή η επωδός αποτελεί τη νεωτερική συνθήκη. Ως εκ τούτου, κάθε έργο που λαμβάνει χώρα σε κλειστοφοβικό περιβάλλον, όπου το υποκείμενο αποκομμένο και ασύνδετο από ανθρώπινη παρουσία βρίσκεται στο έλεος απρόσωπων θεσμών, παραπέμπει αυτόματα στο έργο του μεγάλου Τσέχου. Μπορεί βέβαια ο Ελάδιο να μην ξυπνά μεταμορφωμένος σε έντομο, αλλά σίγουρα βρίσκεται τυλιγμένος στο αδιαπέραστο από φως κουκούλι που έχει φτιάξει ο ίδιος με τον τρόπο σκέψης και δράσης του. Ο συγγραφέας διατηρεί την κλειστοφοβία, αν και εδώ παύει οποιαδήποτε ομοιότητα με τον λογοτεχνικό του πρόγονο. Από την άλλη πλευρά, αυτή είναι μια επιλεγμένη από τον πρωταγωνιστή συνθήκη που είτε επιδιώκει τη μοναχικότητα είτε αρνείται την περαιτέρω επαφή, σε αντίθεση με τον καφκικό χαρακτήρα που την επιζητά εναγωνίως ακόμα και με τίμημα την επιβίωσή του.
Ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει στοιχεία της λογοτεχνίας της παρακμής, ενός αισθητισμού που αφενός θέτει το σκεπτόμενο υποκείμενο υπεράνω της ανθρωπότητας που αδυνατεί να ανταποκριθεί στις υψηλές απαιτήσεις του (άνδρες, γυναίκες, αστοί, επαναστάτες, ιδεολογίες), αφετέρου το οδηγεί στην άρνηση και την παρακμή.
Ο Ονέτι πατάει γερά στον Υπαρξισμό (κατά δήλωσή του ο Σαρτρ υπήρξε βασική του επιρροή), κάτι που έχω ήδη περιγράψει. Αν και η εν λόγω φιλοσοφική θέση δεν αντιστοιχεί σε κάποιο συγκεκριμένο ύφος (όπως ισχύει για το καφκικό στοιχείο, για παράδειγμα), ο συγγραφέας στιλιστικά προσεγγίζει τον Μοντερνισμό, ιδίως στις λίγες σουρεαλιστικές στιγμές, όπως αποδίδουν τον διάλογο μεταξύ του βαθύτερου εαυτού και του κόσμου. Εν συνεχεία, ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει στοιχεία της λογοτεχνίας της παρακμής, ενός αισθητισμού που αφενός θέτει το σκεπτόμενο υποκείμενο υπεράνω της ανθρωπότητας που αδυνατεί να ανταποκριθεί στις υψηλές απαιτήσεις του (άνδρες, γυναίκες, αστοί, επαναστάτες, ιδεολογίες), αφετέρου το οδηγεί στην άρνηση και την παρακμή. Η σύνθετη υφή της ταυτότητας του υποκειμένου, όπως και ο κερματισμός και η αμφιλεγόμενη ηθική στάση αποτελούν κατεξοχήν χαρακτηριστικά του Μοντερνισμού και είναι εμφανή στο κείμενο αυτό, όπως και οι συχνές χρονικές και χωρικές μετατοπίσεις που αποσταθεροποιούν τις βεβαιότητες του αναγνώστη.
Η νύχτα
Τι απομένει στο τέλος; Μα η νύχτα. Εκείνη που μας τυλίγει στοργικά για να μας παρηγορήσει και ταυτόχρονα λειτουργεί ως κάλυμμα της ασχήμιας του κόσμου. Ο Ελάδιο θα παραδοθεί σε εκείνη αποκλειστικά, όχι στους συνανθρώπους του, όχι στους δεσμούς που έχει διαρρήξει εκούσια. Αυτό που έχει χρεία είναι το πέπλο του σκότους, εκείνη την καθημερινή και προσωρινή λήθη που προηγείται της άλλης, της μεγάλης Νύχτας που αργεί ακόμη ίσως να έρθει, αλλά βρίσκεται πάντα εκεί στο άκρο της περιφερειακής του όρασης. Το πηγάδι θα δει μια ακόμα ημέρα να διακόπτει το σκοτάδι του, παρόλο που κάθε απόδραση παραμένει αδύνατη για τον ήρωά μας («Όλα είναι μάταια και πρέπει τουλάχιστον να έχεις το θάρρος να αποφεύγεις τα προσχήματα»). Αυτή όμως δεν είναι τελικά η ανθρώπινη συνθήκη και ο ρόλος της τέχνης;
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Οι παράξενες εξομολογήσεις του Ελάδιο Λινασέρο. Χαμογελάω γαλήνιος, ανοίγω το στόμα μου, τρίζω τα δόντια μου με δύναμη και δαγκώνω γλυκά τη νύχτα. Όλα είναι μάταια και πρέπει τουλάχιστον να έχεις το θάρρος να αποφεύγεις τα προσχήματα. Θα ήθελα να καρφώσω τη νύχτα επάνω στο χαρτί, σαν να ήταν μια μεγάλη νυχτερινή πεταλούδα. Αντί γι’ αυτό όμως, ήταν η νύχτα που με ανύψωσε από τα νερά της, σαν το μπλάβο σώμα ενός νεκρού, και τώρα με σέρνει αδυσώπητη μέσα από τους κρύους και ονειρώδεις αφρούς της, ενώ αυτή κείτεται από κάτω».