
Της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Στα πρώτα χρόνια του Δημοτικού, όταν τις Κυριακές πηγαίναμε οι τρεις αδελφές στον κινηματογράφο Ετουάλ, στην Καλλιθέα, από τις δύο μέχρι τις τέσσερις το μεσημέρι, ήθελα να μοιάσω σ’ εκείνες τις γυναίκες των ταινιών, που βλέπαμε.
Να φοράω δερμάτινα γάντια και να κρατάω το βολάν του αυτοκινήτου, που θα οδηγούσα, μεγάλα μαύρα γυαλιά του ηλίου, να καπνίζω με μια μακριά μαύρη πίπα –τα φιλμ ήταν ασπρόμαυρα- να φυσάω ψηλά τον καπνό, με μισόκλειστα μάτια με μακριές βλεφαρίδες, να βγαίνω από τη θέση του οδηγού, την μπροστινή πόρτα αριστερά, φορώντας μακριά μεταξωτά παντελόνια ή μακριές τουαλέτες και γούνες το χειμώνα.
Να πηγαίνω σε εστιατόρια με πολλά γκαρσόνια, να με περιποιούνται όλοι, να πίνω ποτά σε κολονάτα ποτήρια και να χορεύω με καβαλιέρους με μπριγιαντίνη στα μαλλιά για να μην ξεφεύγουν τρίχες από τη χωρίστρα, στους ρυθμούς μιας μεγάλης μπάντας και να ακούω τα τραγούδια που τραγουδούσαν ξανθές γυναίκες, μπροστά στα μικρόφωνα, φορώντας τις ωραιότερες τουαλέτες, από αυτές που έβλεπα στα περιοδικά, κεντημένες με στρας και αστραφτερά κοσμήματα στο λαιμό, στ’ αυτιά, στα χέρια.
Και να είμαι όμορφη.
Όταν τέλειωσα το Δημοτικό και άρχισα να διαβάζω, κυκλοφορούσε σε δεκαεξασέλιδα, ένθετο στην εφημερίδα στην ίδια ποιότητα χαρτιού, σε συνέχειες το μυθιστόρημα Ένα Δέντρο Μεγαλώνει στο Μπρούκλιν, ένιωθα πως μέσα μου κάτι άλλαζε.
Όμως η Κυριακάτικη κινηματογραφική ψυχαγωγία συνεχιζόταν.
Στενοχωριόμουν που δεν είχα μπούκλες σαν την Σίρλεϊ Τεμπλ, τη φωνή της Νταιάνα Ντάρμπιν και γαλανά μάτια και θεωρούσα υπεύθυνη, γι’ αυτές τις ελλείψεις μου, τη μαμά μου.
Είχα τελειώσει το Μπρούκλιν και σκεφτόμουν τη γέφυρά του, όταν ένα μεγαλύτερο παιδί, με ψηλά και χοντρά πόδια κάτω από το κοντό του παντελόνι, μας έφερε, πάλι σε συνέχειες, το μυθιστόρημα Όσα παίρνει ο άνεμος, κι εγώ κρατούσα σφιχτά τις σελίδες να μη μου τις πάρει ο αέρας.
Ζήτησα από τον μπαμπά μου να μου χαράξει τα σύνορα Βορράς και Νότος, μου έλεγε διάφορα, μέχρι που ένας θείος μου είπε: Ο Νότος είναι από το Αυλάκι και κάτω, εννοώντας τον Ισθμό της Κορίνθου, τον περνούσαμε όταν πηγαίναμε με το τρένο στο χωριό του παππού μου ή όταν γυρίζαμε στην Καλλιθέα τον μήνα που θα άνοιγαν τα σχολεία. Χαιρόμασταν να βλέπουμε το θαλασσινό κανάλι.
Η απάντηση του θείου μου με μπέρδεψε.
Όλοι οι συγγενείς μας ήταν από το Νότο, αλλά εγώ προτιμούσα να είμαι από τον Βορρά. Είχα αγαπήσει τους Βόρειους και λυπόμουν τους Νότιους.
Με μπέρδευε εξίσου και η Σκάρλετ, δεν μπορούσα να αποφασίσω αν ήταν καλή ή κακιά. Ζηλιάρα, όμως, ήταν.
Ύστερα ήρθαν Τα Σταφύλια της Οργής, που προξενούσαν στο στομάχι μου μια ξινίλα, Ο Αποχαιρετισμός στα Όπλα με τα νοσοκομεία γεμάτα τραυματίες, τα αίματα φαίνονταν στις γάζες, κολλημένες στο πρόσωπό τους, τα ξυρισμένα κεφάλια τους, τις πατερίτσες και τα κομμένα πόδια, και όταν αναρωτήθηκα πήρα από τον εαυτό μου την απάντηση, τα ρούχα μου γέμισαν αίματα από τα πακεταρίσματα των σφαγείων, τις γειτονιές του Σικάγου, και έτσι κατάλαβα πως υπήρχαν πολλές ζωές.
Τις έβρισκα στα διηγήματα και τα μυθιστορήματα.
Πέρασαν πολλά χρόνια ώσπου να σχηματίσω τις δικές μου ιδέες για τον αμερικάνικο εμφύλιο Νοτίων και Βορείων και κυρίως για την αμερικάνικη πολιτική ιστορία, όπως όταν άρχισα να μαθαίνω για τον Γερουσιαστή ΜακΆρθι, το κυνηγητό των ανθρώπων που εργάζονταν στα Κόκκινα Κανάλια, και των αστέρων του Χόλιγουντ, που ήθελαν μέσα από τα λόγια τους και τα έργα τους να περάσουν όψεις μιας πραγματικής ζωής ανάμεσα στις τάξεις του λαού της Αμερικής.
Ο ένας τίτλος με οδηγούσε σ’ έναν άλλο, ο ένας συγγραφέας μου σύστηνε κάποιον άλλο, η μια βιογραφία σε κάποια άλλη και μέσα μου χτιζόταν ένας πύργος που τα θεμέλιά του μπήγονταν όλο και πιο βαθιά και στέρεα, ενώ ανυψώνονταν οι ιδέες και σφηνώνονταν στο μυαλό μου για επεξεργασία και ανάλυση.
Ζήτησα αρκετές φορές τη βοήθεια φίλων ή ανθρώπων με μεγαλύτερη πείρα σε κοινωνικούς αγώνες, ή έκανα καινούριους φίλους που κινούνταν μέσα σε κύκλους δράσης.
Οι αναφορές τους ήταν επίσης παραπομπές σε άλλους διανοητές, οποιασδήποτε εθνικότητας, των οποίων οι σκέψεις και οι αναλύσεις συμπλήρωναν ή με προκαλούσαν σε περισσότερες αναζητήσεις.