Για το μυθιστόρημα του Γιασουνάρι Καουαμπάτα [Yasunari Kawabata] «Η χώρα του χιονιού» (μτφρ. Παναγιώτης Ευαγγελίδης, εκδ. Άγρα). Kεντρική εικόνα: από την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου σε σκηνοθεσία του Shirô Toyoda.
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
Το χρώμα του χιονιού είναι λευκό. Αν και για πολλούς το λευκό συμβολίζει την αγνότητα ή την αθωότητα, εξίσου συχνά συσχετίζεται με το ψυχρό. Λευκό είναι επίσης το χρώμα του θανάτου, τόσο του βιολογικού όσο και του ψυχικού.
Λευκή είναι η απουσία, αν η παρουσία είναι έγχρωμη. Η Χώρα του χιονιού (μτφρ. Παναγιώτης Ευαγγελίδης, εκδ. Άγρα) είναι ένα βιβλίο ντυμένο στα λευκά, ένα βιβλίο που αποζητά χειμερινούς αναγνώστες, εκείνους δηλαδή που νιώθουν με το μυαλό και σκέφτονται με την καρδιά. Και θα τους ανταμείψει βαθιά και ειλικρινά. Γιατί το πάθος είναι, ας ισχυρίζονται το αντίθετο, κι αυτό λευκό.
Το βιβλίο είναι η ιστορία του Σιμάμουρα, ενός μεσήλικα διανοούμενου που επισκέπτεται ετησίως τη Χώρα του Χιονιού (βορειοδυτική Ιαπωνία). Εκεί συναντά μια νεαρή γκέισα, την Κόμακο. Οι επαφές τους αρχικά τυπικές, σταδιακά θα γίνουν ερωτικές.
Ο άντρας θα επιστρέφει τακτικά στην κοπέλα που κάθε φορά τον αναμένει ανυπόμονα. Η σχέση τους θα προχωρήσει μέσα στο διάστημα λίγων ετών (το πέρασμα του χρόνου στο έργο δεν είναι απαραίτητα γραμμικό, καθιστώντας το άχρονο εκ προθέσεως), και ο αναγνώστης θα την παρακολουθεί αποσπασματικά και διακεκομμένα, όπως το επιθυμεί ο Kawabata. Αυτή είναι η πλοκή του ολιγοσέλιδου βιβλίου με λίγα λόγια (σε νέα εξαιρετική μετάφραση από τα Ιαπωνικά από τον Π. Ευαγγελίδη). Η Χώρα του χιονιού όμως κρύβει πολλαπλές επιστρώσεις κάτω από το λευκό της πέπλο.
Γράφει κάπου ο Κόνραντ στη Νίκη για τον δικό του πρωταγωνιστή: «Η θέα της ίδιας της ζωής του θα έπρεπε να είναι ένα αριστούργημα μη συμμετοχής». Όπου «συμμετοχή» θεωρείται η ενεργή παρουσία του υποκειμένου στον κοινωνικό, αλλά και τον προσωπικό στίβο.
Αντίστοιχα, ο άντρας στη Χώρα του χιονιού είναι μεν παρών, αλλά περισσότερο παρατηρητής παρά μετέχων. Πρόκειται για το κλασικό αφήγημα του διανοούμενου που παρατηρεί όντας ασύνδετος, καθότι είναι η αποστασιοποίηση που προσδίδει ικανότητα εμβάθυνσης, αφού η συμμετοχή στομώνει την κρίση, ανοίγοντας τον δρόμο στο συναίσθημα και την ώσμωση. Ο Σιμάμουρα ισορροπεί μόνιμα απέναντι σε ερεθίσματα, αντιδρά σε αυτά, αλλά με κλινικό τρόπο.
Το αρχικό κεφάλαιο
Ενδεικτικό είναι το αρχικό κεφάλαιο όπου ο άντρας βρίσκεται στο τρένο με προορισμό το πανδοχείο διαμονής. Ο συγγραφέας καταγράφει δύο χαρακτηριστικά γεγονότα. Το πρώτο είναι η αφηρημένη κίνηση του δακτύλου του, συνοδευόμενη από τη σκέψη ότι πρόκειται για το μόνο σημείο επάνω του που είχε κρατήσει τη θερμότητα, την τρυφερότητα και ίσως τη μυρωδιά του σώματος της γκέισας στην οποία επέστρεφε. Την ίδια στιγμή παρατηρεί μια κοπέλα, τη Γυόκο (η δεύτερη από τις δύο νεαρές κοπέλες που παίζουν σημαντικό ρόλο), στο προσκεφάλι ενός άρρωστου άντρα.
Η επαφή, η αναγνώριση, το «ενδιαφέρον» λαμβάνει χώρα αποκλειστικά μέσω της αντανάκλασης στο θαμπωμένο από την υγρασία τζάμι του βαγονιού. Πρόσωπα και εξωτερικός χώρος συγχέονται, καθώς το υλικό παρεμβάλλεται και οι άνθρωποι μετατρέπονται σε αντανακλάσεις.
Η επαφή, η αναγνώριση, το «ενδιαφέρον» λαμβάνει χώρα αποκλειστικά μέσω της αντανάκλασης στο θαμπωμένο από την υγρασία τζάμι του βαγονιού. Πρόσωπα και εξωτερικός χώρος συγχέονται, καθώς το υλικό παρεμβάλλεται και οι άνθρωποι μετατρέπονται σε αντανακλάσεις, ακόμα περισσότερο υποκείμενες στις αισθήσεις του πρωταγωνιστή. Ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνει, εμμέσως, τη ζωή στο βαγόνι είναι η επιτομή του βιβλίου, κάτι που ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται συν τω χρόνω.
Ο Σιμάμουρα θα είναι εκείνος που παρατηρεί, ο αμέτοχος, ο άνθρωπος για τον οποίο τα πάντα υφίστανται ως αισθητικές προκλήσεις. Η ζωή για τον άντρα είναι κάτι που κυλάει όπως ο χρόνος έξω από το βαγόνι, στο οποίο τυχαίνει να επιβαίνει. Οι άλλοι άνθρωποι είναι σκιές και αντικατοπτρισμοί στο θαμπωμένο τζάμι, το οποίο ενίοτε καθαρίζει (το δάχτυλο με τις αναμνήσεις της τρυφερότητας στο παγωμένο γυαλί) για να τις εξετάσει καλύτερα προτού αποσυρθεί στη μοναξιά του. Αυτή είναι η ουσία του έργου.
Ο ευφυής τρόπος με τον οποίο ο Kawabata προσαρμόζει τη ρέουσα (ποιητική σαν χαϊκού) γραφή του στον τρόπο πρόσληψης του πρωταγωνιστή του είναι υποδειγματικός. Καθετί εμφανίζεται στις αισθήσεις του με άκρως αισθητικό τρόπο, είτε πρόκειται για τη λάμψη του χιονιού, είτε για τη λευκότητα του υφάσματος, είτε για τον έρωτα της κοπέλας. Ο άντρας διαθέτει οξυμένη ικανότητα θαυμασμού, αλλά ελάχιστη ενσυναίσθηση. Τα πάντα υφίστανται, θα έλεγε κάποιος, με φαινομενολογικό τρόπο, ως «πράγματα» που εμφανίζονται στη συνείδησή του. Τίποτε δεν φαίνεται να προϋπάρχει, παρά μόνο ως αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο το αντιλαμβάνεται ο Σιμάμουρα.
H υλοποίηση
Η Χώρα του χιονιού υλοποιείται όταν εκείνος βρίσκεται εκεί κι εξαφανίζεται όταν επιστρέφει στην οικογένειά του στο Τόκυο (για την οποία ο αναγνώστης δεν μαθαίνει ποτέ τίποτα). Ο τόπος που επισκέπτεται είναι ένα σκηνικό τοποθετημένο εκεί αποκλειστικά για δική του χρήση. Οι άνθρωποι, τα κτίσματα, η φύση, τα πάντα, αιωρούνται γύρω του, αντανακλώντας τη χάρη τους, αλλά όχι το βάρος που επέρχεται με τη συνεχή παρουσία και εμπλοκή που εκείνος αποφεύγει.
Ο Γιασουνάρι Καουαμπάτα (1899-1972) ήταν Ιάπωνας μυθιστοριογράφος. Γεννήθηκε στην Όσακα σε οικογένεια γιατρών. Έμεινε νωρίς ορφανός και έχασε όλους τους κοντινούς συγγενείς του ενώ ήταν ακόμη σε νεαρή ηλικία. Σπούδασε λογοτεχνία στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκυο. Εμφανίστηκε στον λογοτεχνικό κόσμο με τη Χορεύτρια από το Ίζου (1926), που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Έγραψε σενάρια για τον κινηματογράφο και άλλα μυθιστορήματα και νουβέλες σε συνέχειες. Το 1935 έγραψε μια πρώτη εκδοχή της Χώρας του χιονιού, που ολοκληρώθηκε αρκετά χρόνια αργότερα. Μεσολάβησαν και ακολούθησαν πολλά άλλα γνωστά του μυθιστορήματα : Η λίμνη, Ο ήχος του βουνού, Οι κοιμισμένες καλλονές, Ομορφιά και θλίψη, Ο δάσκαλος του Γκο. Ίδρυσε μαζί με τον συγγραφέα Ριίτσι Γιοκομίτσου το περιοδικό Μπούνγκεϊ Τζίνταϊ (Εποχή τέχνης και κουλτούρας). Το 1968 βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας και τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 16 Απριλίου 1972, αυτοκτόνησε. |
Στη λογική αυτή η σχέση του με τη νεαρή γκέισα Κόμακο είναι μονοδιάστατη, καθώς ο έρωτας δεν ανταποδίδεται. Όσο κυνικό κι αν ακούγεται, ο αναγνώστης έχει την εντύπωση ότι η κοπέλα αποτελεί μέρος του διακόσμου και αντιμετωπίζεται ως τέτοια από τον άνδρα. Ο έρωτάς της εκπέμπεται με θέρμη δυσανάλογη εκείνης της χιονισμένης χώρας, αλλά ο άντρας είναι απόλυτα εγωκεντρικός και απασχολημένος με τις αισθήσεις του, ώστε αδυνατεί να ξεφύγει από τον εαυτό του. Η κοπέλα παραδίδεται χωρίς να δείχνει ότι αναμένει ανταπόδοση, καθώς ο επισκέπτης εμφανίζεται σε άτακτα διαστήματα ετησίως, ενώ εκείνη συνεχίζει στη Χώρα του χιονιού τη ζωή της ως γκέισα και αποκτά υπόσταση για τον αναγνώστη μόνο τότε, ως συνοδός και ερωμένη του Σιμάμουρα. Και οι δύο κοπέλες (η Γυόκο ομοίως, την οποία συναντάμε στην εναρκτήρια σκηνή στο βαγόνι) υφίστανται αποκλειστικά σε σχέση με τον άντρα και ποτέ αυτόνομα ως χαρακτήρες, όπως ακριβώς η φύση και τα έμβια όντα ολόγυρα.
Η φεμινιστική οπτική
Είναι σαφές ότι η φεμινιστική κριτική θα εστίαζε στο πασίδηλο: πρόκειται για τον τρόπο που οι άντρες βλέπουν τις γυναίκες ως ετερόφωτες παρουσίες, υπαρκτές αποκλειστικά ως συναισθηματικά όντα έτοιμα να παραδοθούν στην ανώτερη ανδρική διάνοια. Είναι όμως εξίσου σαφές ότι αυτού το είδους η δίκαιη κριτική θα απευθυνόταν σε έργο που γράφτηκε μεταξύ 1935 και 1941, εντός μιας κοινωνίας αυστηρά πατριαρχικής και δομικά συντηρητικής. Εκτός αυτού όμως, η αναγνώστρια θεωρώ ότι θα αδικήσει το βιβλίο εάν του επιβάλει την οπτική και την ιδεολογία του 21ου αιώνα. Ακόμα περισσότερο θα αδικήσει τον εαυτό της, καθώς θα χάσει την ευκαιρία να απολαύσει κάτι πιο ουσιαστικό, το οποίο, σε αντίθεση με τη θέση των χάρτινων και διακοσμητικών γυναικείων χαρακτήρων, κρύβεται σε κοινή θέα. Προφανώς αναφέρομαι στη λογοτεχνικότητα, στην υψηλή αισθητική του κειμένου, τα οποία είναι τελικά κι ο λόγος που διαβάζουμε λογοτεχνία.
Η τέχνη δεν αναγνωρίζει τίποτα ανώτερο από την ίδια και τον τρόπο της, τουτέστιν την αισθητική της ως ηθική. Η Χώρα του χιονιού είναι απόδειξη αυτού.
Η τέχνη δεν αναγνωρίζει τίποτα ανώτερο από την ίδια και τον τρόπο της, τουτέστιν την αισθητική της ως ηθική. Η Χώρα του χιονιού είναι απόδειξη αυτού. Το αισθητικό κυριαρχεί, ξεχειλίζει από κάθε σελίδα, υποβάλει τον αναγνώστη σε μια διαδικασία εξ αποστάσεως θέασης, υπακούοντας σε έναν ανώτερο Νόμο, ο οποίος δεν συνέχεται από διδακτικές και επιμορφωτικές ιδιότητες και δεν αποσκοπεί στο να φτιάξει καλύτερους ανθρώπους και κοινωνίες - είναι αυτοστοχαστικός και αυτοαναφορικός. Ως τέτοιος μπορεί να κριθεί από όσες και όσους δεν σπεύδουν να προβάλουν στο κείμενο την ιδεολογία και τις απόψεις της εποχής τους.
Η καταδίκη για Χ ή Ψ λόγους είναι εύκολη υπόθεση, αλλά η αυθεντική δημιουργία παραμένει το ζητούμενο. Αν η πρώτη προσφέρει προσωρινά την αίσθηση εξισορρόπησης περασμένων αδικιών, η δεύτερη αποτελεί προνόμιο και καταφύγιο ενάντια στη ματαίωση και το αναπόφευκτο. Βεβαίως είναι κατανοητό το γεγονός ότι η αναγνώστρια πιθανό να θεωρήσει ότι ετούτη η άποψη εκπορεύεται από εκείνους που διαθέτουν την πολυτέλεια της αφ’ υψηλού κριτικής, όντες προνομιούχοι ως φύλο. Θεωρώ ότι ακόμα και με αυτές τις δίκαιες ενστάσεις το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί.
Ο Σιμάμουρα δεν είναι σκληρός, όμως παραμένει απόμακρος, με εμφανή αδυναμία να συνδεθεί με οποιοδήποτε πρόσωπο. Κατά μία έννοια η αδυναμία σύνδεσης ξεκινά από τον εαυτό του και την εμφανή έλλειψη αυτογνωσίας του σε συναισθηματικό επίπεδο - η καθήλωση και η ανωριμότητά του είναι προφανείς (κι αυτές οι ψυχολογικού επιπέδου κρίσεις αφορούν ένα εκπαιδευμένο σε αυτές τις θεωρήσεις σύγχρονο κοινό και δεν πρέπει να αποτελέσουν εμπόδιο στην απόλαυση του κειμένου).
Όπως ακριβώς ο σκώρος, το λινό, το χιόνι στα βουνά, έτσι και τα αισθήματά του τον περιβρέχουν αλλά δεν τον διαπερνούν. Αυτό που κυριαρχεί όσο προχωρούμε στο βιβλίο είναι η κόπωση του μεσήλικα, εκείνου που έχει αφιερώσει τη ζωή του στην αισθητική, αλλά πλέον οι εντυπώσεις, τα ερεθίσματα, έχουν αμβλυνθεί.
Το κάλλος της τέχνης, της φύσης και της θηλυκότητας
Το κάλλος της τέχνης, της φύσης και της θηλυκότητας σταδιακά αντικαθίσταται από το υπαρξιακό κενό και την παγωνιά. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στα τελευταία κεφάλαια ο Σιμάμουρα στρέφει το βλέμμα του από τη γη στα αστέρια, από το προσωρινό ψύχος της Χώρας του χιονιού που έχει πλέον εξαντλήσει τα θαύματά της, στη αιώνια παγωνιά του έναστρου γαλαξία. Αυτό θα είναι το ύστατο καταφύγιό του, όταν οι φυσικές δυνάμεις του φαίνεται να τον εγκαταλείπουν μαζί με τις ψυχικές.
Επιστρέφοντας στο πανδοχείο από εκδρομή στην περιοχή, θα προκύψει κάτι που θα διαταράξει οριστικά την ηρεμία και την ομοιόστασή του. Η αποθήκη των κουκουλιών που προβάλλονται ταινίες θα πάρει φωτιά και ο Παράδεισος θα αλωθεί εκ των έσω.
Η «αθωότητα» της ευδαιμονίας των πρωτόπλαστων, ενός ου τόπου που δεν κατοικεί η ηθική αλλά η ανώτερη αισθητική της εκδήλωση, θα παραχωρήσει τη θέση της στις δυνάμεις της εντροπίας που εισέρχονται πανηγυρικά. Ο άντρας θα ακολουθήσει κατά πόδας την ερωμένη του που μαζί με τους ντόπιους συγκεντρώνονται στον χώρο του δράματος.
Η κατάρρευση του οικήματος συνοδεύεται από την τραγική απώλεια της αθώας, σε συμβολικό επίπεδο, Γυόκο κι ο χρόνος του βιβλίου σταματά. Η Κόμακο, όπως πάντα ενεργή, μετέχουσα, συναισθηματική, ανθρώπινη, θα χιμήξει χωρίς δεύτερη σκέψη μπροστά να αγκαλιάσει το νεκρό σώμα της φίλης της. Ο άντρας παύει να είναι αμέτοχος παρατηρητής.
Σπεύδει έντρομος να συνδράμει την κοπέλα που έχει χάσει το μυαλό της από τον πόνο. Κι αυτή θα είναι η εξόδια πράξη του. Τη στιγμή που θα αποφασίσει να γίνει ανθρώπινος και να συμμετάσχει στο δράμα των συνανθρώπων του, όχι εμμέσως μέσα από αντικατοπτρισμούς και απουσίες, ο παγωμένος γαλαξίας θα ανοίξει και θα τον καταπιεί.
Η Χώρα του χιονιού θα συνεχίσει να υπάρχει και μετά από αυτό το προσωρινό συμβάν. Η αιώνια λευκότητά της θα επιστρέψει. Ο παρατηρητής όμως δεν θα είναι πλέον εκεί. Ούτε κι ο αναγνώστης του.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Και γι’ αυτό όσο το πάθος και οι επιθέσεις της Κόμακο γίνονταν πιο έντονες τόσο πιο πολύ βασανιζόταν από τύψεις ο Σιμάμουρα αισθανόμενος ότι εκείνος στην πραγματικότητα δεν ζούσε. Για να το πούμε αλλιώς, στεκόταν ακίνητος και απλώς παρατηρούσε με προσοχή την ίδια την ψυχρότητα της καρδιάς του. Για τον Σιμάμουρα, η ικανότητα της Κόμακο να χάνει τον εαυτό της αποτελούσε ένα μυστήριο. Η Κόμακο άφηνε όλη της την ύπαρξη να κυλάει μέσα στον Σιμάμουρα αλλά τίποτα δεν φαινόταν να πηγαίνει από τον Σιμάμουρα προς την Κόμακο. Ο Σιμάμουρα άκουσε βαθιά μέσα στο στήθος του, σαν το χιόνι που πέφτει και συσσωρεύεται, τον ήχο της Κόμακο, μια ηχώ που χτυπιόταν επάνω σε έρημους τοίχους.
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.