Για το μυθιστόρημα της Έλσα Τριολέτ [Elsa Triolet] «Τριαντάφυλλλα επί πιστώσει» (μτφρ. Κατερίνα Γούλα, εκδ. Gutenberg). Kεντρική εικόνα: από την ταινία «Λυσσασμένη γάτα» του Ρίτσαρντ Μπρουκς με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και τον Πολ Νιούμαν.
Γράφει η Διώνη Δημητριάδου
Όσο κι αν φαινομενικά πρόκειται για μια ερωτική ιστορία, που ήταν καταδικασμένη να ναυαγήσει άδοξα (κοινότοπη ως θεματική), πίσω της κρύβεται μια σπουδαία ανάλυση του μεταπολεμικού κόσμου, με την αγωνιώδη ανάγκη να αποκτηθούν όλο και περισσότερα υλικά αγαθά, να ξεχαστεί η μακρά περίοδος των στερήσεων, με το τίμημα του εγκλωβισμού του ανθρώπου στη βαθιά αλλοτριωτική δύναμη του βιομηχανικού καπιταλισμού.
Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού η συγγραφέας του βιβλίου, η Έλσα Τριολέ (1896-1970) δεν εκπροσωπούσε μια επιφανειακή (και ανέξοδη στην ευκολία της) «γυναικεία» γραφή, αλλά ίσα ίσα μια εύστοχη, φλογερή πένα που διοχέτευε στο έργο της τον κοινωνικό και πολιτικό σχολιασμό. Καθόλου τυχαία υπήρξε η πρώτη γυναίκα βραβευμένη με το βραβείο Goncour το 1945, σύντροφος του Λουί Αραγκόν, με εκλεκτές φιλίες των Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, Μπόρις Πάστερνακ, Μαξίμ Γκόργκι, Αντρέ Μπρετόν, σε δημιουργική τριβή με τις επαναστατικές ιδέες αλλά και τις υπερρεαλιστικές εμπνεύσεις, με έντονη αντιστασιακή δράση η ίδια κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου.
Σε πέτρα και νάιλον
Στον Πρόλογο της έκδοσης του μυθιστορήματος Τριαντάφυλλα επό πιστώσει (μτφρ. Κατερίνα Γούλα, εκδ. Gutenberg). η Τριολέ θεωρεί πως οι χαρακτήρες του βιβλίου της «εγκλωβισμένοι ανάμεσα στην πέτρα και στο νάιλον» είναι το «σπαραγμένο, το σπαρακτικό αποτέλεσμα αυτής της αιώνιας κατάστασης των πραγμάτων». Μια αποτύπωση αυτής της αιώνιας συνθήκης, να αντιπαλεύει το παρελθόν με το παρόν, συνιστά το μυθιστόρημά της, με τους δύο ήρωές της, τη Μαρτίν και τον Ντανιέλ, να εκπροσωπούν ο καθένας έναν διαφορετικό κόσμο, ωστόσο να διατηρούν την αυταπάτη μιας αγαστής σύμπλευσης.
Αν η ανάγνωση υπερβεί την αδιέξοδη ερωτική τους σχέση, ή αλλιώς αν αυτή ακριβώς η σχέση θεωρηθεί μόνο το «όχημα» για τον στόχο της γραφής, τότε ανοίγει ένας άλλος συγγραφικός ορίζοντας πολύ πιο ενδιαφέρων.
Αν η ανάγνωση υπερβεί την αδιέξοδη ερωτική τους σχέση, ή αλλιώς αν αυτή ακριβώς η σχέση θεωρηθεί μόνο το «όχημα» για τον στόχο της γραφής, τότε ανοίγει ένας άλλος συγγραφικός ορίζοντας πολύ πιο ενδιαφέρων. Γραμμένο στο τέλος της δεκαετίας του ’50, το βιβλίο διαγράφει με ακρίβεια την πορεία προς την αλλοτρίωση, την αποξένωση από τα όντως αγαθά χάριν των «πλαστικών» υποκατάστατών τους, την αναγόρευση του ευτελούς ψεύδους σε δήθεν αληθινή αξία, για την οποία κανείς πρέπει να αναλώσει τη ζωή του.
Η Μαρτίν, αγνοεί τα τριαντάφυλλα που με τόση αγάπη καλλιεργεί ο Ντανιέλ, υποβαθμίζοντας και ευτελίζοντας τον κόσμο του, έναν κόσμο φτιαγμένο για να χαρίζεται, να προσφέρεται, ενώ γεμίζει τον δικό της κενό κόσμο με προϊόντα προς αγορά και πώληση, που της υπόσχονται την ευτυχία, καταναλωτικά αγαθά, αντικείμενα φθαρτά και ανούσια.
Η «Μαρτίν-χαμένη-μέσα-στο-δάσος», όπως τη φώναζαν, χάνεται μέσα στην επίπλαστη ευτυχία που ονειρεύτηκε. Και δεν μπορεί κανείς να την προειδοποιήσει για την επερχόμενη καταστροφή – η συγγραφέας, σε μια αιφνίδια «είσοδο» στην αφήγηση, θα παραδεχθεί την αδυναμία της να προλάβει το κακό («αν δεν ήμουν η αφηγήτρια ετούτης της ιστορίας, θα προειδοποιούσα τη Μαρτίν – φυλάξου!»), υποδεικνύοντας πως όχι μόνον η ηρωίδα της έχει ξεπεράσει πλέον τη συγκεκριμένη ιστορία, αλλά πως η εποχή ολόκληρη τρέχει προς την κατακρήμνιση, χωρίς να μπορεί κανείς να τη σταματήσει.
«Στρατευμένη» συγγραφέας
Ένας ιδεολογικά «στρατευμένος» συγγραφέας, όπως η Τριολέ, ό,τι και να γράψει, θα αποτυπώνει την εποχή, από το επιφανειακό και εύκολα προσβάσιμο μέχρι τον βαθύτερο πυρήνα της, και μάλιστα με την ικανότητα να προβλέπει και να προειδοποιεί για το ζοφερό μέλλον που έρχεται. Γράφοντας η Τριολέ την τριλογία Η εποχή του νάιλον (το παρόν βιβλίο αποτελεί το πρώτο μέρος της τριλογίας), θέλησε να διαφοροποιήσει την έως τότε θεματική της, να ξεφύγει από τα προσωπικά της πάθη, να αποστασιοποιηθεί από μια λογοτεχνία «ηρωική», να στραφεί στην καθημερινότητα του ανθρώπου, δέσμιου του αιώνα του.
Η Έλσα Τριολέ (1896-1970), η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με το βραβείο Goncourt (1944), ήταν μούσα και σύζυγος του Λουί Αραγκόν, φίλη των Μαγιακόφσκι, Γκόρκι, Παστερνάκ, Μπρετόν, Ελιάρ, ενεργό μέλος των προοδευτικών κινημάτων των αρχών του 20ού αιώνα στη Γαλλία, αλλά και της Αντίστασης στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. |
Τυπικά δείγματα ανθρώπων
Έφτιαξε μια ιστορία με ήρωες και πλοκή, που η αξία της έγκειται στο ότι ακριβώς ξεπερνάει τους συγκεκριμένους ήρωες και τη συγκεκριμένη πλοκή, για να δείξει πως πρόκειται για τυπικά δείγματα ενός νέου τύπου ανθρώπου που τείνει να καταπιεί ό,τι έως τότε υπήρχε ως αξία. Στη διαμάχη ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, κερδίζει ένα μέλλον «υβριδικό», με τον συμβιβασμό του παρελθόντος σε ένα παρόν «πλαστικό», με το απομυθοποιημένο πλέον παρόν της αφθονίας και της κατανάλωσης να στρέφει αγωνιωδώς στο παρελθόν. Δεν είναι μόνον η σχέση των δύο ηρώων καταδικασμένη, καταδικασμένος να αποτύχει είναι ο σύγχρονος κόσμος, ο τρόπος ζωής μέσα στον οποίο ολοένα και περισσότερο βυθιζόμαστε.
Η μετάφραση είναι της Κατερίνας Γούλα, στην οποία οφείλεται και η κατατοπιστική (σε πρόσωπα και εποχή) Εισαγωγή. Στο εξώφυλλο του ιδιαίτερα προσεγμένου βιβλίου της σειράς Aldina των εκδόσεων Gutenberg, το Φόρεμα (Ηώ Αγγελή, 2003), κατακόκκινο και φανταχτερό, τόσο δελεαστικό και παραπλανητικό όσο και η εποχή που αποτυπώνεται στην ιστορία της Τριολέ.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας. Το τελευταίο της βιβλίο, η νουβέλα «Θηρίο ή Θεός» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΑΩ.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Στον 20ό αιώνα, δεν πιστεύουμε στα φαντάσματα, ο Ντανιέλ ήταν επιστήμονας, αλλά ονειροπόλος επιστήμονας. Με τη Μαρτίν είχε την εντύπωση πως εξερευνούσε έναν τόπο μυστηριώδη, κατοικημένο από όντα φανταστικά. Το πάθος αυτό δεν ήταν προκατασκευασμένο, από φτηνό πλαστικό, αλλά κάτι το αιώνιο, το ανεξίτηλο, το μοναδικό. Ο Ντανιέλ δεν ήταν ένας συνηθισμένος άντρας, ήταν και χωρικός και ιππότης, τον γοήτευε το παντοτινό και το ηρωικό. Παντρεύτηκε τη Μαρτίν. Και ευθύς αμέσως ήταν σαν να ακούστηκε το λάλημα του κόκορα την αυγή, σαν το σταυροκόπημα που ξορκίζει τα έργα του διαβόλου: το μυστήριο έγινε σκόνη κι όλα πήραν μορφές γνωστές και καθημερινές. Η Μαρτίν, η γυναίκα του, δεν ήταν παρά μια φρικτή μικροαστή, άξεστη, εγωίστρια. Με πλαστικές επιθυμίες και νάιλον όνειρα. Ξαναβρήκε τη μικρή του τη Μαρτίν-χαμένη-μέσα-στο-δάσος βολεμένη μέσα στις σύγχρονες ανέσεις της, με μια καλή δουλίτσα, και ωραιότατα τεράστια χρέη, ηλίθιες έγνοιες κι έναν ορίζοντα τόσο περιορισμένο που ήταν ν’ αναρωτιέσαι πώς γινόταν να υπάρχει χωρίς να χτυπάει σε κάθε βήμα το κεφάλι της στους τοίχους του ασφυκτικά στενού σύμπαντός της». (σσ. 340-341).