Για το μυθιστόρημα του Εμμανουέλ Μποβ [Emmanouel Bove] «Αρμάν» (μτφρ. Φοίβος Μπότσης, εκδ. Καστανιώτη). Kεντρική εικόνα: Από την ταινία «Darling» του John Schlesinger.
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει μια απλή ιστορία, αξιοπρόσεκτη; Τίποτα περισσότερο από τη μαεστρία του συγγραφέα. Και ο Εμμανουέλ Μποβ αναμφίβολα τη διαθέτει. Όμως, παρόλο που τα γραπτά του, όταν πρωτοκυκλοφόρησαν, ενθουσίασαν την Κολέτ, τον Αντρέ Ζιντ, και τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε, παρόλο που στους πιστούς θαυμαστές του συγκαταλέγονται ο Σάμιουελ Μπέκετ και ο Πέτερ Χάντκε, ο Εμμανουέλ Μποβ δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός στο ελληνικό κοινό.
Το 1988 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Όμβρος το μυθιστόρημά του «Οι φίλοι μου», το οποίο όμως δεν έτυχε θερμής υποδοχής. Οι εκδόσεις Καστανιώτη με το Αρμάν (μτφρ. Φοίβος Μπότσης, εκδ. Καστανιώτη), γραμμένο το 1926, μας συστήνουν αυτόν τον συγγραφέα που έχει την ικανότητα να φτιάχνει κάτι σπουδαίο, ξεκινώντας από κάτι μικρό και απλό.
Η κατάρρευση μιας εικονικής ευτυχίας
Ο Αρμάν, ο πρωταγωνιστής του ομώνυμου μυθιστορήματος, είναι γύρω στα τριάντα. Μένει με τη Ζαν, μια ευκατάστατη χήρα αρκετά μεγαλύτερή του, η οποία και τον συντηρεί. Εκείνος περνάει τον χρόνο του στα καφενεία, σε περιπάτους και σε συναναστροφές με φίλους. Μια μέρα συναντά στο δρόμο τον Λουσιέν, έναν παλιό του φίλο. Η συνάντηση αυτή δεν τον χαροποιεί, γιατί του θυμίζει το όχι και τόσο ευτυχισμένο παρελθόν του, από το οποίο και προσπαθεί να ξεφύγει.
Ο Λουσιέν εξακολουθεί να είναι φτωχός, κάτι που είναι εμφανές από τα ρούχα που φορά καθώς και από τον τρόπο που φέρεται. Ο Αρμάν τον λυπάται και τον καλεί για φαγητό στο σπίτι της Ζαν, όπου όμως το γεύμα πραγματοποιείται σε ένα κλίμα αμηχανίας.
Την επομένη ο Αρμάν επισκέπτεται τον Λουσιέν και εκεί γνωρίζει την Μαργκερίτ, την αδερφή του, την οποία από ευγένεια συνοδεύει μέχρι το ξενοδοχείο της και την οποία επισκέπτεται ξανά το ίδιο βράδυ. Κινούμενος μεταξύ οίκτου κι ενός συναισθήματος που δεν μπορεί να προσδιορίσει, ο Αρμάν προσπαθεί να αποπλανήσει τη Μαργκερίτ, τελικά όμως αρκείται στο να της δώσει μόνο ένα φιλί.
Η ιστορία, απλή και μικρή, χωρίς ιδιαίτερη πλοκή. Όλα γίνονται με έναν αργό, ήσυχο ρυθμό, και όλα περνούν από τον ηθμό του βλέμματος του Αρμάν, ο οποίος είναι και ο αφηγητής της ιστορίας.
Όταν ο Λουσιέν μαθαίνει τι έχει συμβεί, εκτός από τους μύδρους που εξαπολύει εναντίον του Αρμάν, ενημερώνει και τη Ζαν για τα πεπραγμένα του συντρόφου της. Κι εκείνη βέβαια, αποφασίζει να διακόψει τη σχέση της μαζί του, κάτι που για κείνον σημαίνει επιστροφή στην πρότερη, οικεία κατάσταση φτώχειας, δυστυχίας και μοναξιάς.
Εστιάζοντας σε ό,τι δεν φαίνεται
Η ιστορία, απλή και μικρή, χωρίς ιδιαίτερη πλοκή. Όλα γίνονται με έναν αργό, ήσυχο ρυθμό, και όλα περνούν από τον ηθμό του βλέμματος του Αρμάν, ο οποίος είναι και ο αφηγητής της ιστορίας. Με μια αξιοπρόσεκτη σχολαστικότητα, και έχοντας διαρκώς μια υποκειμενική αντίληψη των πάντων, ο Αρμάν παρατηρεί τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν, φιλτράρει και καταγράφει τα πάντα: βλέμματα, υπαινιγμούς, λέξεις, σιωπές, νεύματα και κινήσεις, τα οποία ερμηνεύει με έναν δικό του τρόπο, και διατυπώνει τα συμπεράσματά του.
Κάνει υποθέσεις για το πώς νιώθουν οι άλλοι, για ποιο λόγο φέρονται έτσι, τι σκέφτονται, τι φοβούνται, τι σκοπεύουν να κάνουν, πραγματοποιώντας τις περισσότερες φορές πάνω τους μια προβολή των δικών του επιθυμιών ή των δικών του πιθανών αντιδράσεων σε αντίστοιχες καταστάσεις.
Από τα στοιχεία που παρατηρεί στους άλλους, γεννιούνται, κλιμακώνονται ή ανατρέπονται τα δικά του συναισθήματα. Ο αρχικός οίκτος για τον Λουσιέν, και η ματαιοδοξία να του δείξει το τι έχει καταφέρει, μετατρέπεται σε ενοχή για τη δική του άνετη ζωή, την οποία δεν είναι σίγουρος ότι την αξίζει, και η οποία, άλλωστε, δεν στηρίζεται σε γερές βάσεις. Ίσως γι’ αυτό και να εκμυστηρεύεται στον Λουσιέν ότι παρά τις ανέσεις στις οποίες ζει, δεν είναι ευτυχισμένος.
Ο Εμμανουέλ Μποβ, ρωσικής καταγωγής, υπήρξε δημοσιογράφος και συγγραφέας. Γεννήθηκε το 1898 στο Παρίσι και εκεί πέθανε το 1945. Για κάποια χρόνια εξέδιδε βιβλία με ψευδώνυμο ώσπου, το 1924, υπό την αιγίδα της Κολέτ, όταν ο ίδιος ήταν μόλις είκοσι έξι ετών, κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Οι φίλοι μου (ετοιμάζεται από τις Εκδόσεις Καστανιώτη). Το 1926 ακολούθησε ο Αρμάν, το δεύτερο μυθιστόρημά του, με το οποίο ανταποκρίθηκε επάξια στις υψηλές προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει. Συνέχισε αναλόγως, με αρκετές δημοφιλείς ιστορίες. Όμως μετά τον πρόωρο θάνατό του, από καρδιακή ανεπάρκεια, το έργο του Μποβ περιέπεσε στη λήθη. Ωστόσο, δεν έπαψε ποτέ να επανέρχεται στο προσκήνιο, κυρίως λόγω των πιστών θαυμαστών του, όπως ο Σάμιουελ Μπέκετ και ο Πέτερ Χάντκε. |
Παραδέχεται την ψευδεπίγραφη ευτυχία του και ενδεχομένως να ζηλεύει τον Λουσιέν που δεν συμβιβάστηκε με μια εικονικά πετυχημένη ζωή. Ο οίκτος που νιώθει για την Μαργκερίτ γίνεται στιγμιαίος πόθος, που δεν είναι όμως αρκετά δυνατός για να επιδιώξει τη συνεύρεση μαζί της. Η σιγουριά ότι δεν πρόκειται η Μαργκερίτ να πει κάτι στον αδελφό της, γίνεται φόβος ότι θα χάσει τα κεκτημένα του.
Ο συγγραφέας, λάτρης της λεπτομέρειας, παραθέτει άπειρες από αυτές στις περιγραφές του. Λεπτομέρειες έξυπνες, αστείες, εξωφρενικές, ή και παράλογες, οι οποίες αποδεικνύουν ότι όσο σοβαρή κι αν είναι μια κατάσταση, πάντα έχει και την κωμική της πλευρά.
Ο συγγραφέας, λάτρης της λεπτομέρειας, παραθέτει άπειρες από αυτές στις περιγραφές του. Λεπτομέρειες έξυπνες, αστείες, εξωφρενικές, ή και παράλογες, οι οποίες αποδεικνύουν ότι όσο σοβαρή κι αν είναι μια κατάσταση, πάντα έχει και την κωμική της πλευρά.
Ο Αρμάν βλέπει κάποια στιγμή τα γυμνά πόδια του Λουσιέν και παρατηρεί το σημάδι που έχει αφήσει το λάστιχο από τις κάλτσες του, και αφιερώνει ένα εύλογο διάστημα στο να παρατηρεί αυτή τη λεπτομέρεια. Επίσης επισημαίνει το επιτηδευμένο ύφος της Ζαν όταν βρίσκεται με κόσμο, ή το δικό του όταν είναι μαζί της.
Η δύναμη της σιωπής
Οι κουβέντες που ανταλλάσσουν οι πρωταγωνιστές είναι μετρημένες και δεν δίνουν και πολλές πληροφορίες στον αναγνώστη. Η σιωπή παίζει τον κυρίαρχο ρόλο. Τίποτα δεν λέγεται ρητά, όμως πάντα υπονοείται μια επιθυμία, μια πρόθεση, μια σκοπιμότητα.
Η σιωπή ενισχύει και την αμφισημία των καταστάσεων, αφού το μόνο που ξέρουμε για τους ήρωες και τις προθέσεις τους, είναι οι υποθέσεις του Αρμάν.
Άραγε η Μαργκερίτ σκέφτηκε, επιθύμησε να του δοθεί ή ήταν αντίθετη σε αυτό; Κι εκείνος, ένιωσε τελικά έλξη για την Μαργκερίτ ή όχι; Η επιστροφή του στη φτώχεια, μήπως ήταν κάτι σωστό και δίκαιο, που το προκάλεσε ο ίδιος, θεωρώντας ότι ήταν αυτό που του άξιζε;
Θα έλεγε κανείς ότι ο συγγραφέας αναλαμβάνει τον ρόλο κινηματογραφιστή. Στέκεται απέναντι από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας του με τον ευαίσθητο φακό του και, μέσα από φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες, καταγράφει τις συναισθηματικές μεταπτώσεις και τις κρυφές τους σκέψεις, εμβαθύνοντας στη δυστυχία τους, στη μοναξιά τους, στις μίζερες σχέσεις τους, στην αδυναμία τους να συνδεθούν ουσιαστικά μεταξύ τους. Μεγεθύνει το συναίσθημά τους κλιμακώνοντάς το και υπερτονίζοντας την πολυπλοκότητά του.
Και το κάνει με εξαιρετική λεπτότητα, με ιδιαίτερους χειρισμούς και μεθοδικά βήματα. Χτίζει πολύ προσεκτικά τους χαρακτήρες του, και ιδιαίτερα εκείνον του Αρμάν, ενός απλού και συνηθισμένου ανθρώπου, ο οποίος θέλει να ξεφύγει από τη μιζέρια και τη μοναξιά, θέλει μια ευκαιρία να βελτιώσει τη ζωή του, αλλά το κάνει με λάθος τρόπο. Η μετάφραση του Φοίβου Μπότση αποδίδει επάξια τη δεξιοτεχνία και το ιδιαίτερο ύφος του συγγραφέα.
Το μυθιστόρημα συνοδεύεται από ένα εκτενές και πολύ διαφωτιστικό για το έργο του Μποβ επίμετρο, το οποίο υπογράφει ο Φρανσουά Ουελέ, καθώς και από τέσσερις βιβλιοκρισίες που γράφτηκαν το 1926, τη χρονιά που εκδόθηκε.
*Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Μ’ αρέσει να βρίσκομαι κάπου ψηλά, να έχω ανοιχτό ορίζοντα μπροστά μου. Καμιά φορά έχω ανάγκη να κοιτάζω όσο πιο μακριά μου επιτρέπουν τα μάτια μου, να κοιτάζω μέχρι εκεί που εκτείνεται ο αέρας που αναπνέω. Οι καημοί μου γίνονται τότε μικρότεροι. Λίγο λίγο γίνονται ένα με τους καημούς των ανθρώπων γύρω μου. Δεν υποφέρω πια μόνος. Παίρνω κουράγιο απ’ τη σκέψη ότι, σ’ ένα απ’ αυτά τα σπίτια που απλώνονται μπροστά μου ως εκεί που φτάνει το μάτι, ζει κάποιος που ίσως μου μοιάζει. Ο κόσμος τότε μου φαίνεται λιγότερο απόμακρος και οι χαρές του και οι πίκρες του πιο βαθιές κι αδιάκοπες.»