
Για το μυθιστόρημα της Μίτσικο Αογιάμα [Michiko Aoyama] «Η βιβλιοθήκη των κρυφών ονείρων» (μτφρ. Αγγελική Τσέλιου, εκδ. Πατάκη).
Γράφει ο Γιώργος Βέης
«Το να έρθει κανείς στον κόσμο αξίζει τον κόπο, σκέφτηκα». Η βιβλιοθήκη των κρυφών ονείρων, σελ, 143
Τόπος: το Τόκιο. Χρόνος: η τρέχουσα δεκαετία. Οι κύριοι χαρακτήρες του εύληπτου, σπονδυλωτού, ομοιογενούς επιτελεστικής φύσης, συνειδητά ρεαλιστικού αυτού μυθιστορήματος Η βιβλιοθήκη των κρυφών ονείρων (μτφρ. Αγγελική Τσέλιου, εκδ. Πατάκη) είναι οι εξής πέντε:
Η Τομόκα, είκοσι ενός ετών, πωλήτρια σε τμήμα γυναικείων ενδυμάτων ενός θορυβώδους πολυκαταστήματος, ο τριανταπεντάχρονος λογιστής εταιρείας επίπλων, ονόματι Ριό, η σαραντάχρονη Νατσουμί, πρώην στέλεχος εκδοτικού τμήματος περιοδικού, ένας τριαντάχρονος άνεργος, ο Χιρόγια, με αναξιοποίητο ταλέντο στη ζωγραφική κι ο συνταξιούχος Μασάο, εξήντα πέντε ετών, που καταβάλλει φιλότιμες όντως προσπάθειες για να αποτρέψει το ενδεχόμενο μιας τυπικά ραγδαίας κατάθλιψης. Ό,τι δηλαδή ταλανίζει τόσους και τόσους συνομηλίκους του.
Και τα πέντε αυτά πρόσωπα, τα οποία, σημειωτέον, δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, θα συναντήσουν, το ένα μετά το άλλο, την εύσωμη Σαγιούρι Κοματσί, μιαν εμφανώς ευφυή, ευρηματική, ολιγόλογη, ενίοτε μυστικοπαθή, ετοιμόλογη κι άλλο τόσο ευθύβολη βιβλιοθηκάριο. Η ίδια θα προτείνει στον καθένα τους από ένα βιβλίο, το οποίο καταρχάς δεν ανταποκρίνεται άμεσα ή έστω έμμεσα σε όσα έχουν προσώρας κατά νουν.
Αλλά αυτό ακριβώς το συγκεκριμένο άσχετο, περίεργο με την πρώτη ματιά ανάγνωσμα, θα τους προσφέρει στη συνέχεια ισχυρά κίνητρα διανοητικής ανανέωσης, όντως συναρπαστικές ιδέες, αλλά και εφικτές λύσεις στα ατομικά τους προβλήματα.
Κυρίως σε ό,τι συνιστά μια ορθολογική και ως εκ των πραγμάτων ριζική αλλαγή των εξόφθαλμα βασανιστικών ρυθμών του βίου τους. Έτσι το κατεξοχήν οραματικό στοιχείο της ζωής καθίσταται σταδιακά η αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Η επιθυμία επιτέλους γειώνεται σε απόλαυση.
Εδώ και τώρα
Το παρόν, ήτοι ένα φίλιο εδώ και τώρα, ανακουφίζει εντέλει τις διηγητικές αυτές υπάρξεις. Χωρίς προσκόμματα, παλινωδίες ή περιττές ένδον τριβές, ο εαυτός διευρύνεται κατά πολύ. Στο χαοτικό Τόκιο των τριάντα επτά και πλέον εκατομμυρίων κατοίκων εντοπίζονται, λοιπόν, άτομα, τα οποία, μέσα από καθαρά ψυχοπνευματικές, αμιγώς αναστοχαστικές διεργασίες επιτυγχάνουν την πολυπόθητη ποιοτική βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους.
Πρόκειται για διεργασίες, οι οποίες συνδέονται ευθέως με τη γόνιμη, ήτοι την απολύτως ευεργετική ανάγνωση κρίσιμων για τις περιστάσεις βιβλίων. Συγκρατώ ότι το συγκινησιακό κλίμα του έργου διατηρείται ανέπαφο από τις πρώτες ως τις τελευταίες σελίδες. Οι θεματικές ισορροπίες και οι σημασιοσυντακτικές εμπεδώσεις αποδεικνύουν στην πράξη την επάρκεια της όλης κειμενικής προοπτικής.
Η βιβλιοθηκάριος Σαγιούρι Κοματσί δρα ως να ήταν μια νεωτερική εκδοχή της Πυθίας. Γι’ αυτό άλλωστε και τα εμφανώς σημαδιακά βιβλία, τα οποία εμπιστεύεται το ένα μετά το άλλο στους επισκέπτες της βιβλιοθήκης, ενεργούν κατά βάση ως λειτουργικοί χρησμοί.
Εξου και η ετυμηγορία των έγκριτων New York Times: «Η ερώτηση: ‘‘Τι ψάχνεις;” συχνά φέρνει δάκρυα στα μάτια των ηρώων της Μίτσικο Αογιάμα, αλλά και στον αναγνώστη. Αυτή είναι ίσως η σημαντικότερη ερώτηση που μπορεί να θέσει μια βιβλιοθήκη, ένα βιβλίο, ενδεχομένως και η ίδια η ζωή».
Εν ολίγοις, η προαναφερόμενη βιβλιοθηκάριος Σαγιούρι Κοματσί δρα ως να ήταν μια νεωτερική εκδοχή της Πυθίας. Γι’ αυτό άλλωστε και τα εμφανώς σημαδιακά βιβλία, τα οποία εμπιστεύεται το ένα μετά το άλλο στους επισκέπτες της βιβλιοθήκης, ενεργούν κατά βάση ως λειτουργικοί χρησμοί.
Πιο κοντά στον ομολογούμενο πραγματισμό του νομπελίστα συμπατριώτη της Καζούο Ισιγκούρο παρά στον εξαιρετικά διερευνητικό, μεταφυσικό εξπρεσιονισμό του επίσης συμπατριώτη της, του χαρισματικού Χαρούκι Μουρακάμι, η Μίτσικο Αογιάμα προβάλλει με επιτυχία το πρώτο κινούν της δικής της πεζογραφικής πρότασης.
Την ανάδειξη δηλαδή της στοχευμένης, της έμπρακτης αλληλεγγύης, ως ύψιστης κοινωνικής αρετής. Αρκεί εν προκειμένω ένα ενδεικτικό χωρίο, όπου καταδηλώνεται η εν λόγω αρχή:
«Κάποια στιγμή πρέπει να βάζουμε ένα τέλος στις μαύρες σκέψεις» «Τι εννοείτε;». «Να μετατρέψετε αυτή την έλλειψη πόρων σε βούληση». «Σε βούληση; Για να βρω τα χρήματα, τον χρόνο… και τη δύναμη; Κράτησα τις σκέψεις αυτές για τον εαυτό μου» [ . . .] «Όλοι συνδεόμαστε μεταξύ μας»
Το δίκτυο
«Ένας κρίκος είναι αρκετός για ν’ αναπτυχθεί σταδιακά το δίκτυό μας. Αν περιμένετε την κατάλληλη στιγμή για να τον δημιουργήσετε, η μέρα αυτή μπορεί και να μην έρθει ποτέ. Βγείτε έξω, συζητήστε με ανθρώπους μέχρι να γνωρίσετε αρκετούς. Και τότε, το ‘‘κάποια μέρα” μπορεί να γίνει ‘‘αύριο”. Μετά, ακουμπώντας τα χέρια του στις γάτες, συμπλήρωσε: «Το σημαντικό είναι να μην αφήσεις το πεπρωμένο σου να προσπεράσει». «Το πεπρωμένο». Από τα χείλη του Γιασουχάρα, τον οποίο θεωρούσα πραγματιστή, η λέξη αποκτούσε τεράστιο βάρος». (Βλ. σελ. 94 επ.).
Παρατηρώ ότι οι διηγητικοί φορείς της Βιβλιοθήκης των κρυφών ονείρων δεν φλυαρούν, δεν περισπώνται, δεν αδολεσχούν. Επικεντρώνονται σταθερά στα ουσιώδη, τα οποία καταστατικά τους αφορούν. Τόσο οι διάλογοι, όσο και οι μονόλογοί τους διακρίνονται για τη ρηματική τους πιστότητα. Οι επικοινωνιακές ανταλλαγές είναι πράγματι σοβαρές, παρά την έκδηλη αυθορμησία τους.
![]() |
Η Μίτσικο Αογιάμα γεννήθηκε το 1970 στην επαρχία Άιτσι της Ιαπωνίας και ζει στη Γιοκοχάμα. Μετά τις πανεπιστημιακές της σπουδές, εργάστηκε ως ρεπόρτερ σε Ιαπωνική εφημερίδα στο Σίδνεϊ και ως υπεύθυνη ύλης περιοδικών στο Τόκιο. Το πρώτο της βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων Την Πέμπτη, ζεστή σοκολάτα, απέσπασε το βραβείο Miyazakimoto. Η βιβλιοθήκη των κρυφών ονείρων (εκδ. Πατάκη, 2023) πρωτοκυκλοφόρησε στην Ιαπωνία το 2020 και πούλησε περισσότερα από 150.000 αντίτυπα μέσα στις πρώτες εβδομάδες κυκλοφορίας. Έχει μεταφραστεί ως τώρα σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες. |
Διαπιστώνω ότι εμφατικοί αφορισμοί, πορίσματα ζωής και προτάγματα συμπεριφορών ανταποκρίνονται σταθερά σε εμβληματικά δεδομένα σκέψης από το ευρύτερο πολιτιστικό μας κληροδότημα. Όπως φέρ’ ειπείν στο επόμενο απόσπασμα που παραθέτω, όπου απαντά η πασίγνωστη νιτσεϊκή άποψη για τη δεσπόζουσα αξία της καταλυτικής ερμηνείας:
«Η αξία ενός βιβλίου βρίσκεται περισσότερο στη δική σου ερμηνεία παρά στη δύναμη των λέξεων». (Βλ. σελ 147).
Αλλού πάλι φτάνει στις αράδες της αφήγησης ο απόηχος θεμελιωδών διδαγμάτων του ψυχαναλυτή και φιλοσόφου Όττο Ρανκ. Εννοώ τα εξής ενδεικτικά:
«Το ίδιο συνέβη και μ’ εσένα. Το μεγαλύτερο κατόρθωμά σου είναι η γέννησή σου. Τίποτε από αυτά που βιώνεις στη συνέχεια δεν είναι τόσο απαιτητικό όσο το κορυφαίο εκείνο γεγονός. Άντεξες όμως, άρα μπορείς να ξεπεράσεις τα πάντα». (Βλ. σελ. 124).
Ποιητικό βίωμα
Εννοείται ότι διατίθεται χώρος και για τη διερμηνεία του ποιητικού βιώματος per se, για την υπεράσπιση της ποίησης, η οποία ενυπάρχει από καταβολής κόσμου στο ίδιο το σύμπαν: Παραθέτω δύο χαρακτηριστικά στιγμιότυπα: α)
«Συνέχιζα να μην καταλαβαίνω τι σήμαινε ‘‘στα σύνορα” ή ‘‘τα βράγχια βλεφαρίζουν”, αλλά μπορούσα ν’ ακούσω τον ήχο του νερού στο σκοτάδι της νύχτας. Κάτι… που ίσως να ήταν το σύμπαν… άστραφτε και μετά σκοτείνιαζε, ακατάπαυστα. Εκεί αντηχούσε το μυστηριώδες, οδυνηρό και αδύναμο κόασμα ενός βατράχου. Μήπως, λοιπόν, αυτό σήμαινε να νιώθεις την ποίηση; Μου άρεσε πολύ. Ίσως να είχα κι εγώ λίγο ταλέντο σε αυτόν τον τομέα» (βλ. σελ. 236)
και β)
«Ένιωσα από τα βάθη της καρδιάς μου ότι η ποίηση είναι μια τέχνη μαγική. Την αλήθεια τη γνώριζε μόνο ο συγγραφέας. Όμως κάθε αναγνώστης ερμήνευε το κείμενο με τον δικό του τρόπο, κι αυτή ήταν η ουσία». (Βλ. σελ. 252).
Παραβάλλω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τα εξής συναφή, με τα οποία συντονίζονται συγκεκριμένες εκφάνσεις του λόγου όπως αποτυπώνεται στο προκείμενο έργο:
«Πιστεύω, ότι πέρα από την ποίηση του ανθρώπου, την επική, τη λυρική, με τα σημερινά γραψίματα όλων των ειδών, υπάρχει η ποιητικότητα του κόσμου, που είναι πιο δυνατή, κι ότι η ανθρώπινη ποίηση είναι ένα απλό ανταύγασμα. Η ποίηση η ίδια, η ανθρώπινη, υπακούει και μπορεί να επικοινωνήσει με την ποιητικότητα του κόσμου, του χωρο - χρονικού Ανοίγματος». (Βλ. Γιώργος Δουατζής, Το σπασμένο παιχνίδι. Η τελευταία συνέντευξη του Κώστα Αξελού, εκδ. Καπόν).
Αναγνωρίζω ότι αυτό το κλίμα αισιοδοξίας προσομοιάζει με το ανάλογο, το οποίο ενυπάρχει σε πολλές σελίδες του μυθιστορήματος μιας άλλης Γιαπωνέζας, της Γιόκο Ογκάουα. Φέρει ως τίτλο Η πορεία της Μίνα (μτφρ. Άννα Παπασταύρου, εκδ. Πατάκη).
Το παρόν έργο διαβάζεται στον αντίποδα του υφολογικά υποδειγματικού Παραδείσου, του μυθιστορήματος της Μιέκο Καβακάμι, της «σύγχρονης βασίλισσας της ιαπωνικής λογοτεχνίας».
Κι εκεί, η περαιτέρω λυσιτελής διάνοιξη της συνείδησης, η πρόσκτηση ευρύτερων κύκλων αυτεπίγνωσης και βεβαίως η ακύρωση των τυραννικών συμβάσεων συναποτελούν αποφασιστικούς δείκτες της κειμενικής ανάπτυξης. Κοντολογίς, το νόημα συνάδει και στις δύο περιπτώσεις με σαφείς κανόνες χρήσης, για να θυμηθούμε εν προκειμένω τον Λούντβιχ Βιτγκενστάιν.
Φρονώ δε ότι το παρόν έργο διαβάζεται στον αντίποδα του υφολογικά υποδειγματικού Παραδείσου (μτφρ. Κίκα Κραμβουσάνου, εκδ. Gutemberg), του μυθιστορήματος της Μιέκο Καβακάμι, της «σύγχρονης βασίλισσας της ιαπωνικής λογοτεχνίας», σύμφωνα με τους «The Japan Times».
Εκεί εκτίθεται η καθ’ υπερβολήν βία, η οποία φαίνεται να παράγεται αφειδώς στους χώρους ορισμένων σχολείων, πίσω από τις πλάτες των διδασκόντων, σε αντίθεση βέβαια με όσα παρέχει η επίσημη, η σαφώς ηθικοπλαστική διδασκαλία και η αντίστοιχη σειρά των προσεκτικά επιλεγμένων βιβλίων. Έτσι προκύπτει και από τις δύο αυτές πεζογραφικές καταθέσεις ένα ιδιαίτερα χρήσιμο υλικό για μιαν πρόσφορη, εξ αντικειμένου προσέγγιση ενός τμήματος του ιαπωνικού φαινομένου, όπως ειδικότερα αναπτύσσεται επί των ημερών μας.
Συγκρατώ ότι οι υποσημειώσεις και οι λοιπές διαφωτιστικές πληροφορίες της επιμελούς μεταφράστριας υποστηρίζουν ενεργά την όλη αναγνωστική πράξη. Η βιβλιοθήκη των κρυφών ονείρων μάς ανήκει πλέον.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή κειμένων «Καταυλισμός» (εκδ. Ύψιλον).
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Ήθελα να επιστρέψω στους ανθρώπους αντικείμενα που είχαν διασχίσει τους αιώνες, περνώντας από γενιά σε γενιά. Αντικείμενα που έπρεπε να ξαναβρούν τον ιδιοκτήτη τους. Αντικείμενα που ανήκαν σε κάποιον, μια δεδομένη στιγμή. Ήθελα να γίνω ο μεσάζων. Ήθελα να δημιουργήσω έναν χώρο που θα πρόσφερε στον καθένα τη δυνατότητα μιας συνάντησης με κάτι χειροπιαστό. Να ποιος ήταν ο σημαντικότερος λόγος που ήθελα ν’ ανοίξω παλαιοπωλείο [...] Θα γευόμουν τη ζωή στο έπακρο. Με μια διευρυμένη θεώρηση του κόσμου. Έφαγα το ονιγκίρι μου και, φορώντας τα αθλητικά μου, περπάτησα στο καταπράσινο εκείνο πάρκο των αρχών του θέρους. Τα πουλιά κελαηδούσαν. Ο αέρας φυσούσε. Δίπλα μου, η Γιορίκο γελούσε. Δεν θα έκανα πίσω. Από εδώ και πέρα, θα συγκέντρωνα αυτά που αγαπούσα, με μεγάλη προσοχή. Στη δική μου συλλογή. Απήγγειλα στίχους που μου ήρθαν αυθόρμητα στο μυαλό».