Για το μυθιστόρημα της Λέτα Σεμαντένι [Leta Semadeni] «Ταμανγκούρ» (μτφρ. Τέο Βότσος, εκδ. Loggia). Kεντρική εικόνα: Πίνακας της Πάουλα Μόντερσον–Μπέκερ.
Γράφει η Αλεξάνδρα Μητσιάλη
Όταν διαβάζεις τον τίτλο, πριν ακόμα καταλάβεις τι είναι το Ταμανγκούρ (μτφρ. Τέο Βότσος, εκδ. Loggia) και για όλη τη διάρκεια της αφήγησης, κινείσαι σε ένα μυθιστορηματικό τοπίο χωρίς ορισμένο χρόνο και τόπο, στο οποίο τα κεντρικά πρόσωπα παραμένουν χωρίς όνομα –η γιαγιά, το παιδί. Αναρωτιέσαι.
Έχεις αμυδρά την εντύπωση ότι πρόκειται για μια ιστορία που ξετυλίγεται σε ένα μέρος μακρινό ή θα μπορούσε και οπουδήποτε κι αρχίζεις να μεταφέρεσαι, με έναν αργό αλλά αποφασιστικό τρόπο, σ’ αυτό το απροσδιόριστο μυθιστορηματικό τοπίο, στο οποίο σύντομα καταλαβαίνεις ότι βρίσκεσαι όχι για να συναντήσεις μια κλασική πλοκή, αλλά για να παρατηρήσεις, μέσα από μία τριτοπρόσωπη αφήγηση χαμηλόφωνη χωρίς εξάρσεις –πότε υπό το βλέμμα του μικρού παιδιού και πότε της γιαγιάς του– τον κόσμο.
Νωχελικός ρυθμός
Με τον νωχελικό ρυθμό δύο ανθρώπων που, τοποθετημένοι στους ηλικιακούς πόλους, δε βιάζονται για κανέναν και για τίποτα, παρακολουθούμε το εξωτερικό και το εσωτερικό περιβάλλον της ζωής τους. Η φιλοσοφημένη ματιά της γιαγιάς και η παιδικά βαθυστόχαστη –μέσα στον σουρεαλισμό της– ματιά του παιδιού συναντιούνται σε αυτή την αφήγηση και συνομιλούν με έναν ιδιαίτερο τρόπο.
Το βλέμμα τους στέκεται στις λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, στα αντικείμενα του σπιτιού, στις εικόνες του φυσικού τοπίου. Παρατηρεί τις κινήσεις και τις ακινησίες των προσώπων και των σωμάτων.
Τρυπώνει στα ορατά και εξερευνά τα αόρατα κρατώντας μας διαρκώς σε μια λεπτή ισορροπία μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού, προσεκτικούς παρατηρητές του καθενός και του ανάμεσά τους, σε μια διαρκή μετάβαση από το πεδίο της υλικότητας σε εκείνο των σκέψεων και των συναισθημάτων, από τις δηλώσεις της συνείδησης στις συνδηλώσεις του ασυνείδητου, μέσα σε ένα πλήθος εικόνων.
Το φόντο της απώλειας
Η ιστορία εξελίσσεται στο φόντο της απώλειας. Τριπλή. Ο παππούς που «την κοπάνησε ο δειλός» για το Ταμανγκούρ, τον Παράδεισο των κυνηγών, «εκεί όπου στην πραγματικότητα δε θέλεις να πας, […] γιατί τον Παράδεισο δύσκολα τον αντέχει κανείς όσο δεν έχει πεθάνει ακόμα».
Το αδερφάκι που κύλησε μακριά, μαζί με το ποτάμι. Οι γονείς του παιδιού που έχουν φύγει και κατοικούν κάπου αλλού. Η αφήγηση, όμως, δε μετατρέπει σε κεντρικό θέμα την απώλεια. Η απώλεια υπάρχει σαν να έχει χαραχτεί αόρατη, πρώτη απ’ όλα όσα γίνονται και λέγονται, στο λευκό χαρτί της αφήγησης∙ σαν ό,τι βρίσκεται ορατό πάνω του να γράφτηκε κατόπιν.
Μοιάζει σαν η αφήγηση να τροχοδρομείται πάνω στην απώλεια, όχι όμως για να αποκαλύψει συν τω χρόνω το πώς και το γιατί της, αλλά για να μας μιλήσει για τη ζωή έτσι όπως τη συμπεριλαμβάνει αναγκαστικά και αναπόφευκτα.
Στο Ταμανγκούρ η ζωή έχει το φως και τις σκιές της, τα λόγια και τις σιωπές της, τη συντροφικότητα και τη μοναξιά της, το εδώ και το αλλού της, το παρόν και την αδήριτη προοπτική της, τη «βιοποικιλότητά της».
Στο Ταμανγκούρ η ζωή έχει το φως και τις σκιές της, τα λόγια και τις σιωπές της, τη συντροφικότητα και τη μοναξιά της, το εδώ και το αλλού της, το παρόν και την αδήριτη προοπτική της, τη «βιοποικιλότητά της»∙ έχει τις «ανήσυχες χαραμάδες» και τις «στεντόρειες φωνές» της, το «χλιαρό ψωμί» και το «χοντρό πετσί» της, τα «λευκά φύλλα» και τους «μικρούς φόβους» της.
Στο Ταμανγκούρ η καρδιά της γιαγιάς μοιάζει με «…ένα μεγάλο δάσος με πυκνά χαμόκλαδα, με δέντρα χαμηλά και δέντρα θεόρατα… εκεί μέσα μπορείς να κάνεις τη βόλτα σου ή να χαθείς», οι παράξενοι άνθρωποι είναι εκείνοι που «…επειδή έχουν χάσει την ισορροπία τους… νιώθουν τις δονήσεις καλύτερα απ’ όλους τους άλλους… έχουν μια όμορφη γλώσσα, που πάντα επιφυλάσσει εκπλήξεις… και μια φρέσκια ματιά για τον κόσμο…».
H Λέτα Σεμαντένι (1944, Σκουόλ, Ένγκαντιν) σπούδασε γλώσσες στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης. Κατά διαστήματα έζησε κι εργάστηκε στη Λατινική Αμερική, στο Παρίσι, στο Βερολίνο και στη Νέα Υόρκη. Η Σεμαντένι γράφει ποίηση, είτε στα ραιτορομανικά είτε στα γερμανικά. Για το Ταμανγκούρ, το πρώτο της μυθιστόρημα, που στο μεταξύ έχει μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, τιμήθηκε το 2016 με το Ελβετικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Για το σύνολο του έργου της της απονεμήθηκε το 2023 το Grand Prix Suisse de Littérature (Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας της Ελβετικής Συνομοσπονδίας) |
Tο μίσος είναι «…ένα συναίσθημα το οποίο ζεσταίνει σαν φωτιά… οξύνει τις αισθήσεις, ενισχύει την αιμάτωση… », η μνήμη συγκρατεί «…πράγματα που φαντάζουν ασήμαντα, που όμως αρνούνται επίμονα να περάσουν μέσα από κόσκινο, που διαθέτουν κάτι μικρά άγκιστρα, με τα οποία γαντζώνονται από το πλέγμα και δε θέλουν με τίποτα να εξαφανιστούν στη μαύρη τρύπα της λήθης».
H λαχτάρα έχει «… μικρά, κοφτερά νύχια που σε κρατούν διαρκώς σε κίνηση. Προς τα πού; Αυτό ούτε η γιαγιά το γνωρίζει. Ίσως από ’δω ως το Ταμανγκούρ», η ψυχή είναι «…πλάσμα της συνήθειας», η γιαγιά βαριέται τους περισσότερους ανθρώπους γιατί «… γνωρίζει εκ των προτέρων τι έχουν να πουν, είναι ανυπόφορα βαρετό, το αντέχεις μόνο αν φορέσεις ένα ευγενικό προσωπείο και πάρεις έναν εσωτερικό υπνάκο…».
Tα όνειρα «… έχουν ένα τέτοιο αυθάδη τρόπο να ανακατεύουν τους χρόνους, τους τόπους και τα πράγματα και να τα ξαναράβουν μεταξύ τους, μολονότι φαινομενικά είναι αταίριαστα», η καρδιά «…πρέπει να εξασκείται αδιάκοπα πρέπει να συγκλονίζεται –να τεντώνεται μέχρι τα όριά της προκειμένου να διατηρεί τη φόρμα της», οι θύμησες «… κείτονται σκόρπιες παντού σαν κοιμισμένα ζώα που σου φράζουν τον δρόμο. Πρέπει να πηδάς συνεχώς από πάνω τους, να τα αποφεύγεις, και αλίμονο αν τ’ ακουμπήσεις με την άκρη του ποδιού ή τα πατήσεις κατά λάθος κι αυτά ξυπνήσουν∙ τότε θα σε ακολουθούν όπου κι αν πας, πιστά σαν τον Τσαν, το σκυλί, που επίσης ξέρει τα πάντα για σένα πριν ακόμη τα μάθεις ο ίδιος» και η ζωή « …δεν είναι παρά μια προσπάθεια να γυρίσεις πίσω».
Στο Ταμανγκούρ η αφήγηση έχει μια ποιητικότητα και ένα βάθος ψυχικό που νιώθεις να σε χαϊδεύει παρηγορητικά. Ίσως επειδή «οι αριθμημένες μινιατούρες», όπως τις αποκαλεί ο μεταφραστής, της Σεμαντένι η οποία τιμήθηκε το 2023 με το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, γράφτηκαν αρχικά ως μικρά αφηγηματικά ποιήματα και αργότερα, μετά από εκδοτική πρόταση, συνδέθηκαν σε ένα μυθιστόρημα.
Σκέφτηκα ότι χρειάζεται πολλή σιωπή για να σταθείς τόσο επίμοχθος παρατηρητής της ζωής. Σκέφτηκα ότι χρειάζεται πολλή σιωπή για να κάνεις τις λέξεις να μιλήσουν μ’ αυτό τον τρόπο για τον κόσμο.
Σκέφτηκα, ακόμα, ότι ο μεταφραστής του βιβλίου, Τέο Βότσος, έπρεπε να σταθεί με τον ίδιο τρόπο μπροστά στο πρωτότυπο κείμενο στη γερμανική γλώσσα, για να κατορθώσει να μεταφέρει αυτό το κέντημα, με όλα τα χρώματα και τις παραστάσεις του, στη δική μας. Και το εκτίμησα πολύ αυτό το βιβλίο.
*Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΗΤΣΙΑΛΗ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός.