Για το μυθιστόρημα του Μπεν Λέρνερ [Ben Lerner] «Αμερικανική αγωγή» (μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου, εκδ. Δώμα).
Γράφει ο Αντώνης Γουλιανός
To 1961 κάνει το συγγραφικό του ντεμπούτο ο Γουόκερ Πέρσι με ένα έργο σταθμό στον αμερικανικό υπαρξισμό, το μυθιστόρημα Ο Σινεφίλ («The moviegoer»). Πέρα από την υπαρξιστική διάσταση του βιβλίου, ο Πέρσι, αναπτύσσει και ένα από τα ζητήματα που θα τον απασχολούσε σε όλη τη συγγραφική του πορεία και στο οποίο θα αφιέρωνε ένα ολόκληρο βιβλίο («The message in the bottle»): τη σημασία της γλώσσας.
Με το ίδιο θέμα, καταπιάνεται και ο Μπεν Λέρνερ στο βιβλίο του, Αμερικανική Αγωγή. Δεν είναι τυχαίο που και οι δύο συγγραφείς κατάγονται από δύο πολιτείες της Αμερικής (τη Λουϊζιάνα και το Κάνσας αντίστοιχα) στις οποίες διαχρονικά κυριαρχεί η υποστήριξη των Ρεμπουπλικανών και ο κοινωνικός συντηρητισμός.
Για τον Πέρσι η γλώσσα είναι ένα εκ προθέσεως σύστημα που λειτουργεί τριαδικά μέσα σε ένα δυαδικό σύμπαν: για να επικοινωνήσουμε χρειαζόμαστε ένα Εγώ, ένα Εσύ και ένα προ-κείμενο πάνω στο οποίο αναπτύσσουμε τις σκέψεις μας. Το αντικείμενο του λόγου μπορεί να είναι το οτιδήποτε, αλλά είναι πάντα υπαρκτό, ακόμα κι όταν είναι αφηρημένο. Κατά αυτόν τον τρόπο, η γλώσσα διαμορφώνει έναν κόσμο συμβόλων.
Στην Αμερικανική Αγωγή, αντίστοιχα, η γλώσσα αναγνωρίζεται ως πανταχού παρούσα, ως συσταστικό στοιχείο του σύγχρονου κόσμου όπως τον αντιλαμβανόμαστε και υπάρχουμε μέσα σε αυτόν και παράλληλα ως αντιληπτικό μέσο το οποίο, όμως, μπορεί ανά πάσα στιγμή να μετατραπεί σε όπλο. Οι βίαιες εξάρσεις της αρρενωπότητας όπως έχει διαμορφωθεί στο σύγχρονο γίγνεσθαι, ο τρόπος να μεγαλώνει ένα αγόρι στις μεσοδυτικές πολιτείες, αποκαθηλώνουν τη γλώσσα από τη σημασία της, την καθιστούν ένα όπλο μάχης, μία μέθοδο επίθεσης στον αντίπαλο.
Μέσα από τις εναλλασσόμενες αφηγήσεις των τεσσάρων κεντρικών προσώπων, ο Λέρνερ μάς εξοικειώνει με τις διαφορετικές εκφάνσεις της γλώσσας, καθώς και κάποιες έμμεσες όψεις της αμερικανικής πολιτικής σκηνής στις ύστερες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Μέσα από τις εναλλασσόμενες αφηγήσεις των τεσσάρων κεντρικών προσώπων, ο Λέρνερ μάς εξοικειώνει με τις διαφορετικές εκφάνσεις της γλώσσας, καθώς και κάποιες έμμεσες όψεις της αμερικανικής πολιτικής σκηνής στις ύστερες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Η γλώσσα ως όπλο
Στα κεφάλαια που μιλά ο Άνταμ, ο προνομιούχος έφηβος που τον περιμένει ένα λαμπρό μέλλον, ο εκκολαπτόμενος ποιητής που είναι ταυτόχρονα ο νταής του σχολείου, γνωρίζουμε τη γλώσσα ως όπλο, ως μέθοδο κυριάρχησης και επιθετικότητας. Ο Άνταμ, μέσα από τους αγώνες ρητορικής μαθαίνει να εξευγενίζει τον δυτικό πολιτισμό της βίας: χρησιμοποιεί τη γλώσσα ως σύστημα κυριαρχίας. Μεγαλώνει άλλωστε σε έναν κόσμο γεμάτο λεκτική επικοινωνία, πληθωρικά σπαρμένο με γλώσσα όσο ποτέ άλλοτε στον ανθρώπινο πολιτισμό, που όμως διέπεται από καταλυτικές ποιοτικές διαβαθμίσεις. Η γλώσσα έχει απογυμνωθεί από νόημα και, στη συντριπτική αλλοτρίωση της εισόδου στον ψηφιακό καπιταλισμό, καταντά ένας περίτεχνος ποσοτικός ρυθμός χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο που βομβαρδίζει ιλιγγιωδώς το καταναλωτικό υποκείμενο με τα ψιλά γράμματα των προς αγορά προϊόντων και υπηρεσιών. Την ίδια στιγμή, σε εκλογικές αναμετρήσεις που μοιάζουν ανώφελες, αποτυπώνεται ξύλινη και απολιτικά πολιτική.
Ο Μπεν Λέρνερ [Ben Lerner, 1979] γεννήθηκε στην Τοπήκα του Κάνσας. Έχει δημοσιεύσει τρία βιβλία ποίησης, τρία μυθιστορήματα, και ένα βιβλίο κριτικής. Ήταν φιναλίστ για το βραβείο Pulitzer, το National Book Award και το National Book Critics Circle Award. Έχει λάβει υποτροφίες από τα ιδρύματα Fulbright, Guggenheim και MacArthur. Είναι καθηγητής αγγλικής φιλολογίας στο Brooklyn College. |
Η Τζέιν από την άλλη έχει διδαχτεί τη γλώσσα της ψυχανάλυσης και μέσω των δικών της εμπειριών παρατηρούμε το οικοδόμημα της επικοινωνίας να καταρρέει από το βάρος του τραύματος. Η εβραϊκή ταυτότητα της οικογένειας μάλιστα, δίνει μια επιπλέον διάσταση στο βάθος της πληγής, αφού η γλώσσα μετά τις φρικαλεότητες των ναζί κατά των Εβραίων, μοιάζει κενή περιεχομένου. Η ποίηση παύει να είναι η ανυψωτική έκφραση που ήταν πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Αντόρνο το συνόψισε εύληπτα ως εξής: το να γράφει κανείς ποίηση μετά το Άουσβιτς αποτελεί βαρβαρότητα.
Ο Τζόναθαν είναι ένας ώριμος Άνταμ – οι θέσεις τους αλλάζουν διαρκώς. Ο άνδρας γίνεται παιδί και το παιδί άνδρας ανά πάσα στιγμή, καθώς η αρρενωπότητα αποτελεί ένα αναχρονιστικό πολιτισμικό κόνσεπτ που στο σύγχρονο κόσμο δεν βρίσκει κανένα στιβαρό στήριγμα, παρά μόνο όταν εκφράζεται μέσω της βίας. Το ίδιο και ο Ντάρρεν, το διαρκές manchild της Αμερικής, ο ανώριμος άνδρας, ο αιώνιος έφηβος, που χρησιμοποιεί μια γκάμα σωματικών εξάρσεων και μίμησης για να οδηγηθεί στην αγελαία αποδοχή.
Κατά τον ίδιο τρόπο, η αποτύπωση του διαχέοντα συντηρητισμού στο μυθιστόρημα, συνιστά ένα ντροπιαστικό ατταβιστικό στοιχείο μιας πολιτισμικής επαναστροφής, μιας «παλινδρόμησης», όπως κατονομάζεται και από τον ίδιο τον Λέρνερ. Στην Τόπηκα άλλωστε, ιδρύθηκε και η άκρως συντηρητική Westboro Baptist Church, το 1955, από τον Φρεντ Φελπς, που στο βιβλίο παρουσιάζεται ως διαρκές φόντο των πεπραγμένων. Παρόλο που η εκκλησία του Φελπς είναι γνωστή για τις ακραίες απόψεις της και, ακόμα και εντός του βιβλίου, ο Λέρνερ ξεκαθαρίζει πως το σύνολο των κατοίκων της Τόπηκα δεν συμμεριζόταν τις προσβλητικές πικετοφορίες σε κηδείες –περιπτώσεις που απασχόλησαν και το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, με αποφάσεις που εντέλει ενέκριναν τις διαδηλώσεις των Φελπς, ως μη παραβιάζουσες της πρώτης τροπολογίας του συντάγματος των ΗΠΑ, σχετικά, μεταξύ άλλων, και της ελευθερίας του λόγου (First Amendment Fundamental Freedoms)– αναφέρεται πως, παρόλα αυτά, οι κάτοικοι απλώς δυσφορούσαν ελαφρώς στην ακραία έκφανση απόψεων που κατά βάθος και οι ίδιοι συμμερίζονταν σε ηπιότερο βαθμό.
Αυτό είναι και το συγκλίνον σημείο στο οποίο οι Έλληνες αναγνώστες θα βρουν αρκετά κοινά με την κατάσταση που περιγράφει ο Λέρνερ: η άνοδος της ακροδεξιάς δεν προέκυψε εξαπίνης, αλλά αποτέλεσε μια βαθιά διαχρονική και επιβλαβή ζύμωση μέσα από φαινομενικά άκακες απόψεις που συμμερίζεται μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Η γλώσσα, κατά αυτόν τον τρόπο, γίνεται θύτης και θύμα του κοινωνικού κομφορμισμού: πολεμά και ηττάται από το βάρος του πολιτισμού της που προδίδεται ξανά και ξανά από τα ανθρώπινα πεπραγμένα. Κατά αυτόν τον τρόπο, όλα τα ευγενή σύμβολα των ανθρώπινων γλωσσών, αναπόφευκτα, καταρρέουν.
*Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΟΥΛΙΑΝΟΣ είναι ποιητής και αρθρογράφος. Συμμετέχει στην Ανθολογία Ελληνικής Κουήρ Ποίησης (επιμ. Νικόλαος Κουτσοδόντης, εκδ. Θράκα).