Του Μάκη Πανώριου
Η ρεαλιστική λογοτεχνία μπορεί να δίνει την εντύπωση ότι αποτυπώνει την πραγματικότητα, αλλά συνήθως αρκείται στην επιφανειακή αντιγραφή της, καταλήγοντας να λειτουργεί ως δημοσιογραφικό ρεπορτάζ.
Για να αποκρυπτογραφήσει όμως το εσωτερικό ανθρώπινο σύμπαν, πρέπει να την επινοήσει με τολμηρότητα και φαντασία, δημιουργώντας το μύθο της μέσα απ’ τον οποίο θα αναδυθεί η πραγματική της διάσταση, η οποία και ευθύνεται για την εξωτερική μορφή της. Τότε, τα αναγνωρίσιμα σύμβολά της αποκτούν την υπαρξιακή σημασία τους. Η πραγματική τους ανάγνωση μπορεί να καθορίσει τη στάση του ατόμου απέναντι σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό σύστημα. Υπό αυτήν την έννοια, ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με την «ουσία της ζωής» και της Φύσης και καλείται μαζί με το συγγραφέα να διερευνήσει το εσωτερικό ανθρώπινο σύμπαν.
Αυτή είναι η φιλοσοφία του Άγγλου συγγραφέα Τζέιμς Γκράχαμ Μπάλαρντ (1930-2009), ενός από τους σπουδαιότερους λογοτέχνες του 20ου αιώνα, ο οποίος τόλμησε να θίξει καταστάσεις που ενυπάρχουν κάτω από το ψευδές υποκριτικό εξωτερικό προσωπείο, με μύθους προκλητικούς, επιθετικούς και αποκαλυπτικούς, γεγονός που δεν του συγχώρεσαν ούτε οι κριτικοί ούτε και μια μερίδα του κοινού, επειδή και οι δύο αρέσκονταν στην ψευδαίσθηση μιας ανύπαρκτης «ιδανικής καθημερινότητας».
Γεννήθηκε στη Σαγκάη και κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου βίωσε τη φρίκη, έγκλειστος σε ένα γιαπωνέζικο στρατόπεδο, γεγονός που θα διαμορφώσει όχι μόνο την οπτική του και τον ιδεολογικό του ορίζοντα, αλλά και τη σχέση του με την αμφίβολη πραγματικότητα, την επίπλαστη επιφάνεια της οποίας θα διαπιστώσει στο υποκριτικά αξιοπρεπές αστικό τοπίο της πατρίδας του Αγγλίας, όταν μετά τη λήξη του Πολέμου θα εγκατασταθεί σε αυτήν. Άσκησε διάφορα επαγγέλματα πριν αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη γραφή. Η υπόγεια κριτική του εναντίον του συστήματος που εκτρέφει παθητικούς αποδέκτες της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης, θα γίνει με την περίφημη τετραλογία του «Καταστροφή», που οικοδομείται σύμφωνα με τις προδιαγραφές της παραδοσιακής επιστημονικής φαντασίας. Με πρόσχημα το ακραίο φυσικό φαινόμενο, σχολιάζει τον αλλοτριωμένο άνθρωπο της εποχής του, που εθελοτυφλώντας μπροστά στην επίθεση του «τέρατος», ασχολείται με τη θλιβερή μικρότητά του, αντί να το μελετήσει απαλλαγμένο από τη θεολογική μυθολογία του και να το αντιμετωπίσει. Ο λόγος του, με τον οποίο επιτίθεται στον εγκληματικό εφησυχασμό του εν υπνώσει αστού, είναι ώριμος, μεστός, ουσιώδης, επιθετικός, σαρκαστικός, αποκαλυπτικός. Ένας λόγος που πρέπει να λειτουργεί, όπως υποστηρίζει ο ίδιος, ως η υπεύθυνη στάση του ανθρώπου μπροστά στη διαπιστωμένη σιωπή του σύμπαντος, έναντι της οποίας αυτός οφείλει να αρθρώσει λόγο. Και το έκανε με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο, καταθέτοντας μέσω του έργου του την υπαρξιακή σημασία του εν λόγω προτερήματος, με το οποίο είναι προικισμένος ο άνθρωπος.
Εναρκτήριο λάκτισμα της φιλοσοφίας του η προαναφερθείσα τετραλογία της «κοσμικής καταστροφής», στην οποία πρωταγωνιστεί η Φύση σε όλο το τρομαχτικό μεγαλείο της. Τα τέσσερα φυσικά φαινόμενα που επιλέγει προκειμένου να καταθέσει την προβληματική του, «Ανεμοθύελλα» (1962), «Η Πλημμύρα» (1962), «Η Ξηρασία» (1964), και «Ο Κρυστάλλινος Κόσμος» (1966), στα οποία ο πρωτάνθρωπος προσέδωσε μεταφυσικό χαρακτήρα, πριν ο homo sapiens τα απαλλάξει απ’ αυτόν, γραμμένα με εικόνες εικαστικής ωραιότητας, επικεντρώνουν κατά βάθος το ενδιαφέρον του στον ανθρώπινο παράγοντα που έρχεται αντιμέτωπος με αυτά. Οι ιστορίες που αφηγείται με φόντο τις ακραίες αυτές εκδηλώσεις της Φύσης, μοιάζουν μάλλον με τη «ρεαλιστική» αμεσότητά τους ως ένα κακόγουστο παιχνίδι κακομαθημένων παιδιών, που δεν έχουν συναίσθηση του τι συμβαίνει στον οίκο τους, συγκρούονται μεταξύ τους ως όντα υπόδουλα ενός ζωώδους ενστίκτου, ενώ ο κόσμος τους καταρρέει κι αυτά βρίσκονται στο χείλος της αβύσσου.
Το παραδοσιακό γοτθικό σκηνικό τώρα έχει παραχωρήσει τη θέση του σε μια σύγχρονη σκηνογραφία, σχεδόν γραφική εξωτερικά, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι ο αρχαίος τρόμος δεν εμφωλεύει στο βάθος των μυθικής ομορφιάς τοπίων που σχηματίζουν οι τρομαχτικές εκδηλώσεις της Φύσης. Τα φουτουριστικά αυτά περιβάλλοντα με την υλική επιθετικότητά τους, έχουν αντικαταστήσει τους στοιχειωμένους πύργους, τα σκοτεινά υπόγεια και τις εφιαλτικές κρύπτες, αλλά είναι πολύ πιο εφιαλτικά με τη ρεαλιστική «αλήθεια» τους.
Ο άνθρωπος σε στιγμές συνειδητοποίησης του αινίγματος της Φύσης, μένει άφωνος ενώπιόν του, διαπιστώνοντας, στην καλύτερη περίπτωση, ότι δεν είναι παρά ένας μαθητευόμενος μάγος που έρχεται αντιμέτωπος με μια «εξωκοσμική μαγεία» που τον υπερβαίνει. Ως εκ τούτου αποδεχόμενος εν τέλει το «υπέρ-φαινόμενο», και ίσως θέλοντας να το εξορκίσει, απλώς επισημαίνει: «Ένας θεός ξέρει ποια είναι η αιτία αυτής της κατάστασης την οποία έτσι κι αλλιώς δε φαίνεται να υπάρχει καμιά δυνατότητα να σταματήσει κανείς. Και γιατί εξάλλου να προσπαθήσει; Μήπως θα έπρεπε τελικά να είμαστε και ευγνώμονες στο κρυσταλλοποιημένο δάσος που μας έδωσε τέτοια δώρα;» Κι έτσι επιστρέφουν στην αλλοτριωμένη καθημερινότητά τους, προσπαθώντας ματαίως να αναζητήσουν το χαμένο εαυτό τους και κυρίως το χαμένο άλλο. Δημιουργούν καταστάσεις που εκφυλίζονται σε αδιέξοδες πράξεις, συνομιλούν, συγκρούονται, απογυμνώνονται, για να μείνουν στο τέλος άδειοι από λόγια, προοπτικές και κυρίως από ελπίδες. Κι ίσως γι’ αυτό, υποσυνείδητα μάλλον, σα να θέλουν να εξορκίσουν το αδιέξοδο μιας αλλοτριωμένης ζωής που τους έχει αποβιβάσει σ’ ένα τοπίο ερημιάς, επανέρχονται σε άγονες ιστορίες, μέσα στις οποίες περιφέρονται ως νευρόσπαστα, έχοντας απωλέσει την συνειδητοποίηση του παρόντος και του μέλλοντος. Παγιδευμένοι μέσα σε άχρηστες στιγμές και σε μία επίπλαστη καθημερινότητα, που προσπαθούν να της προσδώσουν νόημα, επικαλύπτοντάς την με εξωτερικά ψιμύθια, περιφέρονται τήδε κακείσε αδυνατώντας να συνειδητοποιήσουν και το υπαρξιακό τους κενό, και το αδιέξοδο της χαμένης ζωής τους που αυτοί οι ίδιοι δημιούργησαν. Υπό αυτή την έννοια, η σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του, με τον άλλο, με το περιβάλλον, με τη Φύση, στην υπαρξιακή διάσταση του προβλήματος, αποτελεί και το κέντρο της φιλοσοφίας του Μπάλαρντ, που το προσέγγισε μέσω εντυπωσιακών μύθων οι οποίοι λειτουργώντας αντανακλαστικά, θέτουν τον αναγνώστη προ των ευθυνών του ως τον κύριο δημιουργό μιας πάσχουσας πραγματικότητας από ανίατη ασθένεια, την οποία όχι μόνο δεν κάνει τίποτε για να την θεραπεύσει, αλλά αντιθέτως εθελοτυφλώντας συνειδητά την επιδεινώνει ακόμη περισσότερο με τις υπερφίαλες πρακτικές του.
Ο αναγνώστης θα το διαπιστώσει στο ανά χείρας «σύντομο μυθιστόρημά» του, όπως ονόμασε ο ίδιος την προκείμενη πειραματική γραφή του, η οποία απεκδυμένη από τα παραδοσιακά λογοτεχνικά στολίδια, τα οποία συνήθως καταλήγουν σε μια εκνευριστική περιττολογία, εστιάζει στο ουσιώδες. Το «Απώλεια ελέγχου», με λόγο ευθύβολο, καίριο, σχεδόν επιγραμματικό, που όμως καταθέτει το πρόβλημα ψυχρά, αποστασιοποιημένα, μοιάζει να ανοίγει, ωστόσο, μια μυστική πύλη προς μία αδιανόητη πραγματικότητα. Η ιστορία του, λειτουργώντας ως χειρουργικό νυστέρι, βυθίζεται στο σκοτεινό ανθρώπινο τοπίο κατά τη στιγμή της νεανικής του ανθοφορίας, τη στιγμή δηλαδή που αρχίζει να αφυπνίζεται και δεν έχει διαβρωθεί και διαφθαρεί ακόμη από το αποκρουστικό περιβάλλον. Με ένα βλέμμα καθαρό, απαλλαγμένο από τη συναισθηματική δυναστεία που μπορεί να το καθηλώσει σε απώλεια του εαυτού, εκτιμά το εν λόγω περιβάλλον στην εσωτερική του διάσταση, τα εξωτερικά στοιχεία του, το υλικό δηλαδή που το έχει διαμορφώσει ως τέτοιο και αντιδρά στη μελλοντική του χειραγώγηση καίρια και αποτελεσματικά. Η ιστορία που υποστηρίζει την εν λόγω ενέργεια και απόφαση, που κρίνεται ως στάση ζωής απέναντι σε ένα σύστημα ψυχολογικού ολοκληρωτισμού, είναι ανατριχιαστική και διεκπεραιώνεται ως σκοτεινό εφιαλτικό θρίλερ, η αποκρυπτογράφηση του οποίου λειτουργεί ως ευθύβολη αποκαλυπτική στόχευση σε μια αιμορροούσα πληγή της οποίας όχι μόνο δεν προοιωνίζεται καμιά επούλωση, αλλά αντιθέτως καλλιεργείται συνειδητοποιημένα ο αυξανόμενος κακοφορμισμός της και ως εκ τούτου η διαιώνιση της θανατηφόρας επίθεσής της στον υπαρξιακό ιστό του ανθρώπου. Ο Μπάλαρντ αποκαλύπτει το αίτιο της πληγής και μέσω αυτού τη δομή του συστήματος που το προκάλεσε. Υπό αυτή την έννοια η φοβερή ιστορία του υπερβαίνει την φαινομενικά περιστασιακή της περίπτωση και τα τοπικιστικά χαρακτηριστικά της ως ένα μεμονωμένο συμβάν, και λειτουργεί σαν υπαρξιακό σχόλιο της κοινωνικοπολιτικής δομής ολόκληρου του κόσμου. Έχει ως εξής: Σε ένα υπερπολυτελές προάστιο του Λονδίνου μια μικρή ομάδα-κοινωνία, απομονωμένη από το ευρύτερο περιβάλλον, βιώνει μια «ιδανική» προγραμματισμένη καθημερινότητα υψηλής ποιότητας. Είναι τόσο διαβρωμένη ψυχοδιανοητικά από την απολυτότητα της κατασκευασμένης ζωής της, η οποία επιφανειακά δεν παρουσιάζει το παραμικρό ρήγμα ανησυχίας, ώστε δεν είναι πλέον σε θέση να διαπιστώσει ότι τα μέλη της έχουν μετεξελιχτεί σε απρόσωπα ρομπότ, που «ζουν» σε μια εικονική πραγματικότητα στην οποία η αγάπη, η καλοσύνη, η ευγένεια, έχουν απωλέσει την υπαρξιακή σημασία τους και το μόνο που έχει απομείνει απ’ αυτές είναι μόνο λέξεις χωρίς νόημα.
Η διαιώνιση αυτής της κατασκευασμένης κοινωνίας απ’ την οποία έχει εκλείψει παντελώς η προοπτική ενός ανώτερου μέλλοντος και η συνειδητοποίηση της καταστροφικής και ψυχοφθόρας επανάληψης των στερεοτύπων της, που οδηγούν σταδιακά σε ένα απολίθωμα στατικής «ζωής», θα λειτουργήσει κάποια στιγμή ως κώδων κινδύνου. Το μήνυμα θα ληφθεί καθώς επίσης και η απόφαση της ανατροπής της. Κι έτσι ένα «ωραίο» πρωινό, όλοι οι γονείς ως οι ουσιώδεις υπεύθυνοι της εν λόγω «καταστροφής» βρίσκονται δολοφονημένοι με εφιαλτικό τρόπο ─ και τα παιδιά τους έχουν εξαφανιστεί. Ο υποψιασμένος αστυνομικός που θα αναλάβει την διερεύνηση και διαλεύκανση του φρικτού γεγονότος, θα εισέλθει σταδιακά στο άδυτο του προβλήματος και θα υποχρεωθεί να έρθει αντιμέτωπος με την «αλήθεια των δολοφόνων».
Μια αλήθεια που στο εγγύς μέλλον θα εκθρέψει συμπεριφορές και θα δημιουργήσει ανάλογες στάσεις ζωής απέναντι στο ψυχοφθόρο σύστημα. Είναι η ουσιώδης προειδοποίηση του συγγραφέα που είχε προικιστεί με τη σπάνια ικανότητα «προφητείας» μιας πραγματικότητας, την οποία έβλεπε να προελαύνει ακάθεκτη και την οποία βιώνει ο σημερινός «αχυρένιος» άνθρωπος, όπως τον είχε ήδη επισημάνει ο Έλιοτ στην «Έρημη Χώρα» του. Με υποδόριο, επιθετικό, σχεδόν δηλητηριώδες χιούμορ, ο Μπάλαρντ τον εκθέτει απαλλαγμένο από το υποκριτικό προσωπείο του. Η «ανάγνωσή» του εναπόκειται στον αναγνώστη.
Εκτός ελέγχου (Running Wild, 1988)
Μτφρ.: Σταύρος Παπασταύρου
Εκδ. Άγρα 2010
Σελ.: 136