Του Δημήτρη Αργασταρά
Από το ‘‘Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες’’ (Καστανιώτης, 2010), ο Μάριο Βάργκας Λιόσα μου είχε αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις, έτσι φυσικό ήταν να έχω πολύ μεγάλες προσδοκίες και για το τελευταίο του μυθιστόρημα ‘‘Το όνειρο του Κέλτη’’ (Καστανιώτης, 2011), το οποίο συνέπεσε εκδοτικά και με την βράβευση του περουβιανού συγγραφέα με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Πόσο μάλλον που τα δύο βιβλία φαίνεται να έχουν ένα κοινό θεματικό άξονα: την συνάντηση των πολιτισμένων, ισχυρών δυνάμεων του κόσμου μας με τους πρωτόγονους ιθαγενείς πληθυσμούς, που ζούσαν στα παρθένα ακόμη αλλά πλούσια σε πρώτες ύλες δάση της Αφρικής και του Αμαζονίου. Μια συνάντηση καθόλου ευχάριστη στην πράξη, αφού ακολουθήθηκε από απίστευτη απληστία και αποτρόπαιες βαρβαρότητες. Αλλά, αν στο ‘‘Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες’’ η οπτική γωνία ήταν κυρίως αυτή των ιθαγενών, στο ‘‘Όνειρο του Κέλτη’’ ο Λιόσα φαίνεται πως βρήκε στο αληθινό πρόσωπο του Βρετανού διπλωμάτη, ιρλανδικής καταγωγής, Ρότζερ Κέισμεντ, τον ιδανικό του ήρωα από την πλευρά του δυτικού κόσμου.
Βρισκόμαστε στις αρχές του 20ου αιώνα και η Βρετανική Αυτοκρατορία είναι η μεγάλη αποικιακή δύναμη της εποχής. Μια αυτοκρατορία, όπως ισχυρίζεται, του αλτρουισμού και του fair play, που σκοπό έχει να ανοίξει για τους Αφρικανούς τον δρόμο προς τον πολιτισμό, το σύγχρονο εμπόριο και την πρόοδο. Ο μικρός Ρότζερ Κέισμεντ, που μεγαλώνει στην ιρλανδική επαρχία, αρέσκεται στις φαντασμαγορικές ιστορίες για την εξερεύνηση της αφρικανικής ενδοχώρας, για τον θρυλικό δόκτορα Λίβινγκστον που εξαφανίστηκε μέσα στην ζούγκλα αναζητώντας τις πηγές του Νείλου, για τον Χένρι Μόρτον Στάνλεϋ και την αποστολή του που τον ανακάλυψε ζωντανό μερικά χρόνια αργότερα. Ήταν αυτές οι ιστορίες, για τις πορείες μέσα από απάτητους τόπους και την υπερνίκηση των εμποδίων της φύσης, που θάμπωναν τον νου του και γαλούχησαν τον ιδεαλισμό του χαρακτήρα του.
Μερικά χρόνια αργότερα, ως πρόξενος της Αγγλίας στο Βελγικό Κονγκό, εκεί όπου γίνονταν οι τεράστιες εξαγωγές του ‘‘μαύρου χρυσού’’ της εποχής, του καουτσούκ, ο Ρότζερ Κέισμεντ θα διαπιστώσει την φρικτή αλήθεια που κρύβεται πίσω από τα μεγάλα λόγια. Στην πραγματικότητα, οι δυτικοί έχουν πέσει σαν αρπακτικά γεράκια πάνω στην περιοχή, απαιτώντας την πλήρη εκμετάλλευσή της, χωρίς να δίνουν τίποτα σε αντάλλαγμα. Τα αίσχη που διαπράττονται κατά των ιθαγενών, από τους οποίους ζητείται η συνεχείς παροχή εργατικών χεριών, χωρίς να αντιμετωπίζονται ως ανθρώπινα πλάσματα, εξαπλώνονται σαν καρκίνος. Αποδεκατισμοί χωριών, δολοφονίες φυλάρχων, τουφεκισμοί και βιασμοί γυναικών και παιδιών, ως τιμωρίες ή παραδειγματισμοί, βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη, και το μαστίγιο έχει γίνει το καινούριο, πανταχού παρόν, σύμβολο της εξουσίας. Είναι η απληστία για όλο και περισσότερη παραγωγή και η πλήρης απουσία νόμων και αρχών που έχει πετύχει το απίστευτο: να μετατρέψει τον άνθρωπο στον πιο εξαχρειωμένο δολοφόνο και βασανιστή.
Ιστορικά αλλά και λογοτεχνικά ενδιαφέρουσα υπήρξε η πρώτη συνάντηση του πρόξενου Κέισμεντ, όσο βρισκόταν ακόμη στο Κονγκό, με τον νεαρό τότε, Πολωνό καπετάνιο, Κόνραντ Κορζενιόφσκι. Ενθουσιώδης και γεμάτος όνειρα στην αρχή, ο νέος καπετάνιος του βρετανικού εμπορικού ναυτικού προειδοποιήθηκε από τον Κέισμεντ, με τον οποίο έγιναν πολύ καλοί φίλοι, για όσα επρόκειτο να συναντήσει, και φαίνεται πως όσα είδε ήταν τελικά πολύ πιο τρομερά απ’ όσα μπορούσε να αντέξει. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Τζόζεφ Κόνραντ, όπως θα γινόταν πλέον γνωστός, θα γράψει το μεγάλο γκογκολέζικο μυθιστόρημά του, την ‘‘Καρδιά του Σκότους’’, περιγράφοντας το Κονγκό σαν μια εικόνα της Κόλασης επί της γης. Όμως, εκεί που ο Κόνραντ είδε στην Αφρική μια φλεγόμενη Κόλαση που ξυπνούσε νομοτελειακά στους ανθρώπους τα χειρότερά τους ένστικτα, ο Κέισμεντ έβλεπε τους ευρωπαίους αποίκους ως αποκλειστικούς υπεύθυνους της ψυχικής διαφθοράς και της ηθικής εξαθλίωσης. Λιγότερο φυγόπονος, ο Ρότζερ Κέισμεντ πέρασε μέσα από την Καρδιά του Σκότους και βγήκε πιο ανθρωπιστής, περισσότερο πολιτισμένος, πιο μάχιμος απέναντι στις ηθικές υποχρεώσεις του ανθρώπου.
Ο σύγχρονος αναγνώστης δεν μπορεί παρά να συγκλονιστεί από όσα θα διαβάσει στις σελίδες του βιβλίου, προφανώς όπως και οι σύγχρονοι του Κέισμεντ που ενημερώνονταν από τις λίγες ελεύθερες φωνές, δημοσιογράφους και εφημερίδες. Η απληστία, η σκληρότητα, η απανθρωπιά του συστήματος, η ανελέητη εκμετάλλευση, εξαφανίζει ολόκληρους οικισμούς και αποδεκατίζει πληθυσμούς, μετατρέποντας τους ιθαγενείς αφρικανούς και τον πολιτισμό τους, κυριολεκτικά, σε ένα είδος υπό εξαφάνιση. Χαμένοι μέσα στο φυσικό τους τοπίο, ζαλισμένοι από την απίστευτη κατάρα που έχει πέσει πάνω στα κεφάλια τους, εξαιτίας του ‘‘μαύρου χρυσού’’ της περιοχής τους, οι ιθαγενείς δεν διαμαρτύρονται καν για το αυτονόητο: με ποιό δικαίωμα αυτοί οι ξένοι έχουν εισβάλει στην γη τους για να τους εκμεταλλευτούν και να τους βασανίσουν; Απλώς διαμαρτύρονται πώς δεν βγαίνει, δεν γίνεται να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των λευκών, οι απαιτούμενες ποσότητες δεν γίνεται να παραδοθούν κάτω από αυτές τις συνθήκες. Αλλά, στην Μηχανή του Συστήματος υπάρχουν μόνο εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι, και κανείς δεν μπορεί να υπακούσει, ούτε είναι πρόθυμος να υπακούσει, στην φωνή της λογικής.
Καθώς η κατακραυγή για όσα συμβαίνουν στις αποικίες εξαπλώνεται στην Ευρώπη, το Φόρεϊν Όφις θα αναθέσει στον Κέισμεντ να συντάξει μια αναφορά, να διερευνήσει και να καταγράψει όσα ακριβώς συμβαίνουν στα Κέντρα Εργασίας. Έτσι, ‘‘Η Έκθεση για το Κονγκό’’ θα γνωστοποιήσει σε όλον τον κόσμο την πρακτική της αποικιοκρατίας και θα καταστήσει τον Ρότζερ Κέισμεντ αναγνωρισμένη, διεθνή προσωπικότητα. Αργότερα, θα του ζητηθεί να κάνει το ίδιο κα για την Εταιρία Περουβιανού Αμαζονίου, που εκμεταλλεύεται τα δάση της Αμαζονίας. Όσα θα αντικρίσει ο Κέισμεντ στο Περού θα είναι μια επανάληψη του Κονγκό, με ακόμη πιο έντονα τα στοιχεία της επιχειρηματικής ανηθικότητας, της αδιαφορίας και της πολιτικής διαφθοράς.
Ευαισθητοποιημένος από τα προβλήματα που προκαλεί η κατοχή από μία ξένη χώρα, ο Ρότζερ Κέισμεντ θα μείνει στην Ιστορία και ως μία από τις προεξέχουσες προσωπικότητες που αγωνίστηκαν για την απελευθέρωση της Ιρλανδίας. Τα χρόνια που θα περάσει στο εξωτερικό θα μεγαλώσουν ακόμη περισσότερο την οιονεί του αγάπη για την πατρίδα του, τα τοπία, τις παραδόσεις και τις αξίες της, που δοκιμάζονται κάτω από τον βρετανικό ζυγό. Σταδιακά θα αναπτυχθεί μέσα του η πεποίθηση ότι μόνο μια ένοπλη εξέγερση μπορεί να γλυτώσει έναν δοκιμαζόμενο λαό από το να ‘‘χάσει την ψυχή του’’ εξαιτίας της κατοχής. Θα προσχωρήσει στους ριζοσπάστες εθνικιστές και θα πρωτοστατήσει υπέρ της Εξέγερσης, με αποτέλεσμα να συλληφθεί από τις αγγλικές δυνάμεις, να φυλακιστεί και να καταδικαστεί σε θάνατο.
Ο προβληματισμός του βιβλίου περιστρέφεται, επίσης, γύρω από τις αντιφάσεις της ατομικής ταυτότητας. Ποιος ήταν τελικά ο Ρότζερ Κέισμεντ; Ένας από τους μεγάλους αντι-αποικιοκράτες μαχητές, ένας πρωτοπόρος υπερασπιστής των ανθρώπινων δικαιωμάτων που παρασημοφορήθηκε και αναγορεύτηκε ‘‘σερ’’ από την Βρετανία, ένας εθνικιστής Ιρλανδός, ένας προδότης, που αψήφησε τα πάντα για την απελευθέρωση της πατρίδας του, ή μήπως είχαν δίκιο εκείνα τα ‘‘Μαύρα Ημερολόγια’’, που δημοσιοποίησε η Βρετανική Κυβέρνηση κατά την κράτησή του, τα οποία υπερτόνιζαν την σεξουαλική του ιδιαιτερότητα και τον παρουσίαζαν ως διεστραμμένο και ανήθικο; Εν τέλει, μάλλον μια αντιφατική προσωπικότητα, όπως όλοι μας, που ο Λιόσα πλησιάζει με πραγματικό ενδιαφέρον, με την επιμονή του ιστοριοδίφη, χωρίς διαθέσεις αγιοποίησης αλλά με καταφανή τα σημάδια της συμπάθειας ως προς τον άνθρωπο και τον αψήφιστο αγωνιστή.
‘‘Το Όνειρο του Κέλτη’’ είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα, η έρευνα που έχει κάνει ο Λιόσα είναι πλήρης και ενδελεχής και καταδεικνύει τελικά τις αντιφάσεις της Ιστορίας, τις αδυναμίες της καταγραφής της, την απόσταση ανάμεσα σε όσα θα γράψουν, στρογγυλοποιώντας γεγονότα και πρόσωπα, οι ιστορικοί, και όσα πραγματικά συμβαίνουν μέσα στον μικρόκοσμο των ανθρώπινων υποθέσεων. Είναι ένα βιβλίο για τα εγκλήματα της Ιστορίας, για την αιώνια ιστορία του Κακού που δεν τελειώνει ποτέ, και που, στιγμές-στιγμές, μοιάζει μάταιο να προσπαθήσει να την πολεμήσει κανείς. Είναι μια υπαρξιακή περιπέτεια στα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής αλλά και στους ομορφότερους καρπούς που μπορεί να καλλιεργήσει. Όπως θα γράψει τελικά, στο ποιητικό ‘‘δικαστήριο της Ιστορίας’’, ο Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς : Λέω ότι ο Ρότζερ Κέισμεντ / Έκανε ό,τι έπρεπε να κάνει. / Στην αγχόνη πέθανε, αυτό, / Είναι σε όλους μας πολύ γνωστό.
Το Όνειρο του Κέλτη
Εκδόσεις Καστανιώτη
Αθήνα, 2011, σελ. 460