Για το μυθιστόρημα του Πατρίκ Μοντιανό [Patrick Modiano] «Chevreuse» (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Πόλις). Κεντρική εικόνα: Από την ταινία του Λουί Μαλ «Ασανσέρ για δολοφόνους».
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
«Οι διαφορετικές περίοδοι μιας ζωής -παιδική ηλικία, εφηβεία, ωριμότητα, γηρατειά- αντιστοιχούν και σε πολλούς διαδοχικούς θανάτους.»
Με τη μνήμη του να έχει διανύσει μια μακρά περίοδο χειμερίας νάρκης, ο συγγραφέας Ζαν Μποσμάν, βρίσκεται τυχαία στη Σεβρέζ, μια περιοχή που δεν του είναι άγνωστη. Εκεί, στο σπίτι της οδού Ντοκτέρ-Κυρζέν 28 είχε βρεθεί ως παιδί, χωρίς τους γονείς του. Εκεί, είχε επιστρέψει και στα είκοσι πέντε του, με μια φίλη που τη φώναζαν «Νεκροκεφαλή».
Τώρα, στα εβδομήντα πέντε του πλέον, επανέρχεται, προσπαθώντας να θυμηθεί ανθρώπους και γεγονότα, να ανακαλέσει πράγματα που η μνήμη του είχε από καιρό απωθήσει, να κατανοήσει τι ακριβώς είχε συμβεί τότε. Τώρα όμως δεν φοβάται να αντιμετωπίσει τα φαντάσματα του παρελθόντος. Επισκέπτεται ξενοδοχεία, καφέ και εστιατόρια στα οποία σύχναζε, περνάει από το σπίτι της οδού Ντοκτέρ- Κυρζέν, και μέσα από αυτή την περιήγηση, ξαναζεί με έναν τρόπο σκηνές εκείνης της εποχής. Συνειδητοποιεί ότι «η ζωή του δεν ήταν παρά μια σειρά από ρήξεις, χιονοστιβάδες, ακόμα και αμνησίες».
Ως παιδί, είχε εξασκηθεί στη σιωπή. Παράλληλα, του άρεσε να καταγράφει λεπτομέρειες και να τις ανακαλεί σε ανύποπτο χρόνο. Θυμάται ονόματα ή αντικείμενα, όπως το ρολόι από τον αμερικανικό στρατό στο χέρι ενός άντρα, ή έναν χρωματιστό αναπτήρα, αρωματικό, με τον οποίο, η μυστηριώδης γυναίκα που τον είχε υπό την προστασία της, τον άφηνε για λίγο να παίξει, με τον όρο να προσέχει τη φλόγα.
Στο κεφάλι του συνωστίζονται λόγια, πρόσωπα, στίχοι. Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται λεπτομέρειες, άσχετες μεταξύ τους, για κείνον όμως αποτελούν μια ευκαιρία να ενώσει τα θραύσματα της μνήμης του, να ξεκαθαρίσει τα πράγματα, να βρει απαντήσεις στα μυστήρια της ζωής του.
Η γοητεία των μη λεγομένων
Δεν μαθαίνουμε ποτέ γιατί ζούσε ο Μποσμάν στο σπίτι της οδού Ντοκτέρ- Κυρζέν, πού βρισκόταν οι γονείς του, ποια ήταν η σχέση του με τη μυστηριώδη κυρία, η οποία διέθετε πολλά χρήματα αλλά είχε φίλους ανθρώπους του υποκόσμου.
Στο μυθιστόρημα του Πατρίκ Μοντιάνο Chevreuse (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακήδη, εκδ. Πόλις) δεν μαθαίνουμε ποτέ γιατί ζούσε ο Μποσμάν στο σπίτι της οδού Ντοκτέρ-Κυρζέν, πού βρισκόταν οι γονείς του, ποια ήταν η σχέση του με τη μυστηριώδη κυρία, η οποία διέθετε πολλά χρήματα αλλά είχε φίλους ανθρώπους του υποκόσμου.
Δεν ξέρουμε την τωρινή οικογενειακή του κατάσταση ούτε αν είναι επιτυχημένος συγγραφέας ή όχι. Δεν ξέρουμε γιατί «έμεινε μόνος στο δρόμο», όταν ήταν παιδί και γιατί ακολούθησε το ίδιο μοτίβο και στην υπόλοιπη ζωή του. Δεν ορίζονται ποτέ ξεκάθαρα οι σχέσεις του με τους ανθρώπους που συναναστρέφεται.
Σαν υπνοβάτης
Ο ήρωας, σαν υπνοβάτης, «κινείται στο μεταίχμιο ονείρου και πραγματικότητας, αφήνοντάς τα να φωτίζουν το ένα το άλλο και καμιά φορά να μπλέκονται». Όμως, «το παν είναι να μην γλιστρήσεις από την κορυφογραμμή και να ξέρεις μέχρι ποιου σημείου μπορείς να ονειρεύεσαι τη ζωή σου».
Ο Μποσμάν τελικά αναρωτιέται αν τα πρόσωπα που αναφέρει υπήρξαν όντως στη ζωή του ή απέκτησαν υπόσταση από τη στιγμή που έγιναν πρωταγωνιστές του βιβλίου που γράφει αυτό το διάστημα. Και αναγνωρίζει το γεγονός ότι «για να καταφέρει να τελειώσει το βιβλίο του, η μοναξιά είναι αναγκαία συνθήκη». Εκείνος δεν είναι παρά «ένας παρατηρητής που γράφει ό,τι έχει δει, μαντέψει ή φανταστεί ολόγυρά του».
Ο Πατρίκ Μοντιανό γεννήθηκε το 1945 στο Boulogne-Billancourt, από πατέρα Γάλλο εβραϊκής καταγωγής, από σεφαραδίτικη οικογένεια της Θεσσαλονίκης, και μητέρα Βελγίδα (οι γονείς του γνωρίστηκαν στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου στο κατεχόμενο Παρίσι). Το 1967 γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα, «La place de l' etoile», και το στέλνει στις εκδόσεις Gallimard, με παρότρυνση του καθηγητή του Ρεϊμόν Κενό, οι οποίες το εκδίδουν την επόμενη χρονιά. Σήμερα θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους συγγραφείς. Έχει τιμηθεί, μεταξύ άλλων, με το μεγάλο βραβείο μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας το 1972, με το βραβείο Goncourt το 1976, με το βραβείο του Ιδρύματος Pierre de Monaco το 1984 και με το μεγάλο βραβείο λογοτεχνίας Paul Morand, για το σύνολο του έργου του, το 2000. Στα ελληνικά έχουν εκδοθεί τα βιβλία του: «Η χαμένη γειτονιά» (Χατζηνικολή), «Οδός σκοτεινών μαγαζιών» (Κέδρος), «Άνθη ερειπίων» (Οδυσσέας), «Το άρωμα της Υβόννης» (Λιβάνης, νέα έκδοση: «Η βίλα της θλίψης»), «Κυριακές του Αυγούστου» (Καστανιώτης), «Ντόρα Μπρούντερ» (Πατάκης), «Η μικρή Μπιζού», «Ήταν όλοι τους τόσο καλά παιδιά... », «Νυχτερινό ατύχημα», «Στο cafe της χαμένης νιότης» (Πόλις). Έχει γράψει το σενάριο για πολλές ταινίες. Το 2014 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. |
Το κείμενο περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, καθώς ο Μοντιανό έζησε από πολύ νωρίς χωρίς τους γονείς του, το έσκασε από το οικοτροφείο όπου διέμενε, ο πατέρας του πραγματοποιούσε ύποπτες συναλλαγές με την Γκεστάπο, και ο ίδιος είχε γνωρίσει ανθρώπους του υποκόσμου.
H ρευστότητα των αναμνήσεων
Το θέμα όμως του βιβλίου δεν είναι οι λεπτομέρειες της ζωής του Ζαν Μποσμάν, του alter ego του συγγραφέα, αλλά η μνήμη και τα παιχνίδια της, η ρευστότητα των αναμνήσεων, το πόσο επιφυλακτικοί πρέπει να είμαστε απέναντι στον χρόνο, ο οποίος εκμηδενίζει τις αποστάσεις και χρωματίζει κατά βούληση τα γεγονότα του παρελθόντος.
Η αφήγηση μπαινοβγαίνει στο χθες και στο σήμερα με απίστευτη ευκολία, χαρίζοντας στο βιβλίο κάτι από παραμύθι. Ένα μυστήριο περιβάλλει τους τόπους και τα πρόσωπα, τα οποία κινούνται μέσα σε μια ομιχλώδη ατμόσφαιρα.
Τα όρια της πραγματικότητας και της φαντασίας είναι υπό διαρκή διαπραγμάτευση, με τον ίδιο τρόπο που είναι συγκεχυμένα τα όρια μεταξύ πραγματικής ζωής και μυθοπλασίας στα έργα του Μοντιανό. Το ύφος του κειμένου, λιτό και ελλειπτικό, ενισχύει αυτό που θέλει να τονίσει ο συγγραφέας: την ασάφεια των γεγονότων του παρελθόντος και το ευμετάβολο της μνήμης.
Ένα κείμενο μελαγχολικό, με πολλές σιωπές, και με μια χροιά νοσταλγίας για όσα χάθηκαν ανεπιστρεπτί. Ο νομπελίστας συγγραφέας- ο Μαρσέλ Προυστ της εποχής μας, σύμφωνα με τη Σουηδική Ακαδημία- ασχολείται με τον χρόνο, με την υποκειμενικότητα της μνήμης, με την αέναη αναζήτηση ταυτότητας και με τη διαδικασία της αναζήτησης γενικότερα, η οποία είναι από μόνη της γοητευτική, ακόμα και αν δεν φτάνει σε κάποιο αποτέλεσμα. Η μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη, έξοχη∙ αναδεικνύει στο έπακρο τη σαγηνευτική γραφή του Μοντιανό.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Το εγχείρημα είναι δύσκολο, αλλά εποικοδομητικό. Στην αρχή νομίζεις ότι πέφτεις σε συμπτώσεις, αλλά μετά από πενήντα χρόνια έχεις μια πανοραμική θέα της ζωής σου. Και σκέφτεσαι πως, αν έσκαβες σε βάθος, όπως οι αρχαιολόγοι που καταλήγουν να φέρουν στο φως μια ολόκληρη θαμμένη πόλη με τον λαβύρινθο των δρόμων της, θ’ ανακάλυπτες, εμβρόντητος, κάποιες σχέσεις σου με ανθρώπους που δεν υποψιαζόσουν καν την ύπαρξή τους ή τους είχες ξεχάσει, ένα πλέγμα γύρω σου που αναπτύσσεται επ’ άπειρον.»