
Για το μυθιστόρημα του Ερνάν Ντιάζ «Παρακαταθήκη» (μτφρ. Κάλλια Παπαδάκη, εκδ. Μεταίχμιο).
Γράφει ο Κ.Β. Κατσουλάρης
Mυθιστόρημα περίτεχνο και καλειδοσκοπικό, που επιχειρεί να αιχμαλωτίσει κάτι από τη μαγεία και την άπιαστη υπόσταση που υπάρχει στο πιο απόλυτο από τις ανθρώπινες επινοήσεις, το πιο απτό μα και το πιο αφηρημένο ταυτόχρονα, το χρήμα.
Ένα μυθιστόρημα σαν κρεμμύδι
Όπως όλα τα καλά μυθιστορήματα, η Παρακαταθήκη (μτφρ. Κάλλια Παπαδάκη, εκδ. Μεταίχμιο) μοιάζει με κρεμμύδι. Το εξωτερικό περίβλημά του αφορά τον βίο και την Πολιτεία ενός περιλάλητου επιχειρηματία-χρηματιστή και της γυναίκας του, στα χρόνια πριν και μετά το Κράχ του 1929, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όσο όμως το ξεφλουδίζεις, τόσο αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι ότι κάτω από την επιφάνεια υπάρχει μια δεύτερη ιστορία, που αφορά τη φύση του χρήματος και της εξουσίας, και τον πειρασμό της χειραγώγησης της πραγματικότητας.
Ποιος ελέγχει τις αφηγήσεις;
Πηγαίνοντας ακόμη βαθύτερα, κι ενώ τα πρώτα δάκρυα αρχίζουν να αναβλύζουν, συνειδητοποιείς ότι το στοίχημα αφορά την ίδια τη φύση της πραγματικότητας και τα υλικά με τα οποία είναι φτιαγμένη: ντοκουμέντα, και ατελείωτες αφηγήσεις. Ποιος ελέγχει τις αφηγήσεις; Φτάνοντας στον πυρήνα του κρεμμυδιού, και δη του μυθιστορήματος, κι ενώ τα δάκρυα πια σε εμποδίζουν να δεις καθαρά, έχεις την τάση να απαντήσεις, κανείς. Κανείς δεν ελέγχει τις αφηγήσεις. Ούτε καν ο μυθιστοριογράφος.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, ή περίπου, κι ας προσγειωθούμε ακριβώς στις αποφράδες εκείνες ημέρες του Οκτωβρίου του 1929, στις ημέρες του ΚΡΑΧ.
Βιβλίο μέσα σε βιβλίο
Κι όμως: σε αυτό το πρώτο μέρος του βιβλίου, που μας δίνεται με τρόπο αντικειμενικό και καθαρό, από μια ψύχραιμη και αταλάντευτη οπτική γωνία, ό,τι διαβάζουμε αποτελεί μέρος ενός μυθιστορήματος… μέσα στο μυθιστόρημα, με τον τίτλο «Ομολογίες». Μαθαίνουμε για την οικογενειακή ιστορία και την εκρηκτική άνοδο του επιχειρηματία Μπέντζαμιν Ρασκ, όπως και για τη γυναίκα του Έλεν, με την οποία δεν έκαναν παιδιά αλλά συνδέθηκαν βαθιά, μέχρι τον πρόωρο και επώδυνο θάνατό της σε σανατόριο της Ελβετίας. Αν και το πορτρέτο του Ρασκ δεν είναι ολοκληρωτικά μελανό, κι ο συγγραφέας έχει επιχειρήσει να αιχμαλωτίσει πλευρές της προσωπικότητάς του αόρατες στο ευρύ κοινό, η περιγραφή της τελευταίας φάσης της ζωής της Έλεν είναι σκληρή: ποιος αφήνει τη γυναίκα του να πεθάνει με τόσο βάναυσο τρόπο, στα χέρια γιατρών που πειραματίζονται μαζί της;
Ο Μπέβελ, έχοντας διαβάσει το μυθιστόρημα που έχει βασιστεί στη ζωή του και στη ζωή της γυναίκας του, θέλει να το εξαφανίσει από προσώπου γης [...]
Αυτές ακριβώς τις… ατέλειες της αφήγησης της ζωής του, έρχεται στη συνέχεια να διορθώσει ο άνθρωπος στον οποίο είναι βασισμένη η περσόνα του άκαρδου επιχειρηματία, ο Άντριου Μπέβελ. Ο Μπέβελ, έχοντας διαβάσει το μυθιστόρημα που έχει βασιστεί στη ζωή του και στη ζωή της γυναίκας του, θέλει να το εξαφανίσει από προσώπου γης (κάτι που επιτυγχάνει), και στη θέση του να βάλει τη δική του εξιστόρηση, με άλλα λόγια, το δικό του μυθιστόρημα, με τον διόλου ευφάνταστο τίτλο «Η ζωή μου»...
Μια άλλη εκδοχή της ιστορίας
Κάπου εκεί, περίπου στο μέσο του βιβλίο, το οικοδόμημα του Ντιάζ αρχίζει να παίρνει φωτιά, και η θερμοκρασία του βιβλίου να αλλάζει προς το πολύ θερμότερο. Η αιτία αυτής της αλλαγής ακούει στο όνομα Άιντα Παρτένζα, συγγραφέας ιταλικής καταγωγής, που ζει στη Νέα Υόρκη με τον αναρχικό πατέρα της, τυπογράφο στο επάγγελμα. Η Άιντα, αναλαμβάνει να καταγράψει, καθ’ υπόδειξη του Άντριου Μπέβελ, την εκδοχή της ιστορίας του, ήτοι το δεύτερο μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα που μόλις διαβάσαμε, το ημιτελές «Η ζωή μου».
Και πάλι όμως, ούτε το μυθιστόρημα της Άιντας είναι η τελική εκδοχή της πραγματικότητας, αφού κι αυτό είναι μια κατασκευή.
Γιατί ημιτελές; Ας μην το απαντήσουμε τώρα αυτό. Αυτό που έχει σημασία να διευκρινίσουμε είναι ότι το τρίτο αυτό κεφάλαιο του βιβλίου, που είναι το εκτενέστερο και, όπως ήδη είπαμε, το θερμότερο από κάθε άποψη, είναι πλέον η αφήγηση των πραγμάτων από την πλευρά της Άιντας, και πώς στο κέντρο της ζωής της, πριν εισβάλει σε αυτήν ο Άντριου Μπέβελ, ήταν ο πατέρας της, ο Ιταλός αναρχικός που ποτέ δεν προσαρμόστηκε πραγματικά στον αμερικανικό τρόπο ζωής και στις αξίες του.
Το κέντρο του κρεμμμυδιού
Και πάλι όμως, ούτε το μυθιστόρημα της Άιντας είναι η τελική εκδοχή της πραγματικότητας, αφού κι αυτό είναι μια κατασκευή: σίγουρα πιο λεπτεπίλεπτη, οπωσδήποτε ανυστερόβουλη, αλλά της λείπει ένα σημαντικό στοιχείο: Το ντοκουμέντο. Η μαρτυρία. Αυτό θα το ανακαλύψει η ίδια η συγγραφέας, πολλά χρόνια αργότερα, στα πράγματα της οικογένειας Μπέβελ, όταν πλέον το σπίτι τους στο Μανχάταν μετατρέπεται σε μουσείο. Πρόκειται για το χαμένο ημερολόγιο της Μίλντρεντ, της γυναίκας του Μπρέβελ, που γράφτηκε τους τελευταίους μήνες της ζωής της, μέχρι και λίγες ώρες πριν από τον θάνατό της. Είναι το κέντρο του κρεμμυδιού για το οποίο κάναμε λόγο νωρίτερα, το οποίο, εκτός από δάκρυα, μας επιφυλάσσει σειρά από ανατροπές σε σχέση με όλα όσα γνωρίζαμε. Μια φεμινιστική πινελιά, λίγο πριν από το φινάλε; Ναι, αλλά η εκτέλεση είναι αριστοτεχνική, με τις σελίδες του ημερολογίου να ανήκουν στις πιο καλογραμμένες του βιβλίου.
Trust, είναι ο τίτλος του στα αγγλικά, μια λέξη που τα πολλαπλά της νοήματα (παρακαταθήκη, εμπιστοσύνη, μονοπώλιο) συμπλέκονται όλα διαδοχικά σε αυτό το περίτεχνα κατασκευασμένο μυθιστόρημα, που ξεκινά από την ψυχρή επιφάνεια του χρήματος για να καταλήξει στον καυτό πυρήνα του ανθρώπινου δράματος. Στοιχεία που εκτιμήθηκαν δεόντως και του χάρισαν, μεταξύ άλλων διακρίσεων, υποψηφιότητα για Booker μα πρωτίστως το ζηλευτό Πούλιτζερ μυθιστορήματος για το 2022.
Η Παρακαταθήκη, του Ερνάν Ντιάζ, κυκλοφορεί στα ελληνικά σε προσεγμένη τυποτεχνικά έκδοση από το Μεταίχμιο, στην αψεγάδιαστη μετάφραση της Κάλλιας Παπαδάκη.
* Ο Κ.Β. ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η συζήτηση με τον Δημοσθένη Κούρτοβικ με τίτλο «Σκοντάφτοντας σε ανοιχτά σύνορα» (εκδ. Πατάκη).