Ένας άντρας και μια γυναίκα ενώνουν τα χείλη τους σε ένα φιλί. Αυτός είναι μελαχρινός, Μεξικανός, καθαριστής κτιρίων. Εκείνη ξανθιά, βορειοαμερικάνα, μεγαλοστέλεχος σε εταιρία. Ανάμεσά τους ένα τζάμι: τα κρυστάλλινα σύνορα.
“Κακόμοιρο Μεξικό, κακόμοιρες Ηνωμένες Πολιτείες, τόσο μακριά από το Θεό, τόσο κοντά ο ένας στον άλλο”. Ο Κάρλος Φουέντες συνοψίζει σ' αυτούς τους στίχους όλον τον παραλογισμό που ζει η πατρίδα του κι ένα σωρό άλλες πατρίδες του κόσμου: ένας ποταμός που οι από δω ονομάζουν Ρίο Μπράβο και οι από κει Ρίο Γκράντε χωρίζει το Μεξικό από τις ΗΠΑ, τη φτώχεια από τον πλούτο, τα όνειρα από την πραγματοποίησή τους. Ένας ποταμός γύρω από τον οποίο στήνεται μια πελώρια φάμπρικα τράφικινγκ ανθρώπων που “όταν τα χέρια τους είναι απαραίτητα, θα διασχίζουν τη γραμμή χωρίς να τους ενοχλεί κανείς. Όλοι θα κάνουν τα στραβά μάτια. Όταν περισσεύουν, θα τους διώχνουν. Θα τους χτυπούν. Θα τους σκοτώνουν στους δρόμους μέρα μεσημέρι. Θα τους απελαύνουν”.
Το βιβλίο απαρτίζεται από εννιά διηγήματα, με μια χαλαρή συνδετική γραμμή που σχεδόν δημιουργεί ένα μυθιστόρημα. Ο τόπος και ο χρόνος είναι λίγο-πολύ οι ίδιοι, τα γεγονότα παρουσιάζουν μια σχετική κλιμάκωση και κάποιοι από τους ήρωες επανέρχονται σε περισσότερες από μία ιστορίες.
Οι ήρωες των διηγημάτων είναι όλων των λογιών: ο πάμπλουτος παράγοντας της περιοχής που συνεργάζεται με τους γκρίνγκος και αγοράζει τους Μεξικανούς, μαζί και την ολοκαίνουρια νύφη του, ώστε να κυλούν όλα ρολόι στις επιχειρήσεις και τη ζωή του˙ο νεαρός φοιτητής της ιατρικής που ευτυχεί να σπουδάσει στις ΗΠΑ για να διαπιστώσει πως θα είναι πάντα ξένος, όσο κι αν προσπαθεί να κάνει πως δεν το καταλαβαίνει˙ ο σεφ, στρατευμένος να μεταδώσει στους αδαείς βορειοαμερικανούς τη γνώση πως το γαστρονομικό γούστο υπαγορεύεται από κάτω, από το λαό που “επινοεί και καθαγιάζει τα πιάτα στις μεγάλες κουζίνες. Και το κάνει από έναν ενδόμυχο σεβασμό προς αυτό που βάζει στο στόμα” και, επιπλέον, μοιράζεται με τον αναγνώστη τη συνταγή για την τάρτα κολοκύθας αλά Πουέμπλα˙ τον “άλλο” Μεξικανό, που επιλέγει να παραμείνει στη “λάθος” πλευρά των συνόρων και να παλέψει για τους συμπατριώτες του, παρόλο που θα μπορούσε να έχει κάνει αλλιώς, παρόλο που καταλήγει μόνος˙ η Μαρίνα που δουλεύει στις μακίλας (βιομηχανικές περιοχές σε μεξικάνικες συνοριακές πόλεις, όπου βορειοαμερικάνικες εταιρίες συναρμολογούν τα προϊόντα τους με ελάχιστο κόστος λόγω της φτηνής εργατικής δύναμης) και τολμά να ονειρεύεται πως κάποτε θα καταφέρει να δει τη θάλασσα˙ η δύστροπη αστή Μις Έιμι Ντάμπαρ, που ζει ολομόναχη στα προάστια του Σικάγου κι αναγκάζεται στα γεράματα να συναναστραφεί με το σεβασμό και την αξιοπρέπεια που χαρακτηρίζουν τη μεξικανή υπηρέτριά της˙ η καταθλιπτική γκρίνγκα που φιλιέται με τον εργάτη που καθαρίζει το γραφείο της μέσα από το κρυστάλλινο σύνορο – μια ιστορία που αποδεικνύεται με αίσιο τέλος˙ μια Ισπανίδα ξεναγός, που “ήταν μια απλή γυναίκα. Δηλαδή: δεν έλεγε σε κανέναν τα όνειρά της” και ερωτεύτηκε έναν ζοχάδα οδηγό ταξί˙ ο συνοριακός φρουρός, μετανάστης κι αυτός δεύτερης γενιάς που παρακαλάει να συνεχίσουν να έρχονται οι παράνομοι κατά εκατομμύρια, “για να συνεχίσουν να δίνουν νόημα στη ζωή μου”.
Το βιβλίο απαρτίζεται από εννιά διηγήματα, με μια χαλαρή συνδετική γραμμή που σχεδόν δημιουργεί ένα μυθιστόρημα. Ο τόπος και ο χρόνος είναι λίγο-πολύ οι ίδιοι, τα γεγονότα παρουσιάζουν μια σχετική κλιμάκωση και κάποιοι από τους ήρωες επανέρχονται σε περισσότερες από μία ιστορίες. Έτσι, δημιουργείται μια συνέχεια στα διηγήματα, που επιτρέπει στον Φουέντες να δώσει τις δικές του δίκαιες λύσεις και να προτείνει την προσωπική του ιδέα περί τέλους και κάθαρσης.
Η αφήγηση είναι ρεαλιστική, σκληρή πολλές φορές, όπως εκπορεύεται από το ίδιο το θέμα. Αλλά και γλυκιά, ρομαντική, με μια διάθεση να δώσει στους ήρωες, που οι δυστυχίες συμβαίνουν σε κάθε σελίδα σχεδόν αναπόφευκτα, μια έστω παρατραβηγμένη ελπίδα.
“Τα κρυστάλλινα σύνορα” δεν είναι ένα μνημειώδες έργο του Κάρλος Φουέντες, έχει γράψει πιο σημαντικά. Είναι, όμως, “τυπικό” του: αναγνωρίζεις τον συγγραφέα στο θέμα, τη θέση και τον χαρακτηριστικό λόγο του, νοτιοαμερικάνικο, κι όμως τόσο ευρωπαϊκό. Και είναι ένα πραγματικά ωραίο βιβλίο, με ζηλευτές μυθοπλασίες και καθαρή ροή.
Έχουμε ξαναμιλήσει για την ιδιαίτερη περίπτωση της γραμμής ανάμεσα στο Μεξικό και τις ΗΠΑ, με αφορμή το μυθιστόρημα του Πάκο Ιγκνάσιο Τάιμπο ΙΙ “Όνειρα συνόρων”. Και είναι ενδιαφέρον να δούμε πώς περιγράφουν και εξηγούν αυτά τα σύνορα, αυτοί οι δυο σπουδαίοι συγγραφείς. Ειδικά τώρα, που η προοπτική της δημιουργίας ενός αντιμεταναστευτικού τείχους ανοίγεται σύντομα και στη δική μας πατρίδα.
Φράσεις από το βιβλίο.
“Η ντροπή πονάει, ο πόνος, μερικές φορές, ντροπιάζει”.
“Ο θάνατος απογύμνωνε το άτομο από τις αντωνυμίες. Δεν ήταν πια αυτός ή αυτή, δικό σου ή δικό μου”.
“Δεν υπάρχει γοητεία που να μην περιέχει ένα γραμμάριο απέχθειας”.
“Σε τι χρησιμεύει το χρήμα; Για ν' αγοράζουμε ανθρώπους. Όλοι χρειαζόμαστε συνεργούς”.
“Είναι περίεργο πώς αυτοί που κάνουν κάτι καλό δεν το κάνουν ποτέ μόνο για τον εαυτό τους, είναι σαν να το κάνουν για όλους”.
“Σκέφτομαι πώς μια και μόνη λογοτεχνική μεγαλοφυΐα μπορεί να σώσει έναν ολόκληρο πολιτισμό”.
“Την είχαν γαμήσει όλοι, και αυτό τους εξίσωνε”.
“...δεν υπάρχει μεγαλύτερος πλούτος από αυτόν που δεν μπορούμε να έχουμε”.
Μτφρ. Μαργαρίτα Μπονάτσου
Εκδ. Καστανιώτη 2009