Για το μυθιστόρημα της Σουκουφέ Αζάρ [Shokoofeh Azar] «Η φώτιση της πράσινης δαμασκηνιάς» (εκδ. Βακχικόν), το οποίο έφτασε μέχρι τη βραχεία λίστα για το International Booker 2020. Κεντρική εικόνα: Λεπτομέρεια από το οπισθόφυλλο της βρετανικής έκδοσης του βιβλίου.
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
«Όταν η ζωή είναι τόσο ανεπαρκής, γιατί η φαντασία να μη συμπληρώνει την πραγματικότητα για να τη ζωντανέψει;» Η δεκατριάχρονη Μπαχάρ χάνει τη ζωή της το 1979, όταν οι επαναστάτες της Ισλαμικής Επανάστασης του Χομεϊνί εισβάλουν και βάζουν φωτιά στο σπίτι της στην Τεχεράνη. Μετά από αυτό, οι γονείς της αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την πρωτεύουσα και να εγκατασταθούν στο Ραζάν, ένα άγνωστο, μακρινό χωριό, αναζητώντας παρηγοριά κοντά στην ομορφιά της φύσης. Εκεί πιστεύουν ότι θα είναι ασφαλείς και ελεύθεροι. Οι Φρουροί της Επανάστασης όμως βρίσκονται παντού, συλλαμβάνουν και αργότερα εκτελούν και τον εικοσιεξάχρονο αδελφό της Μπαχάρ. Την ώρα της εκτέλεσης, η μητέρα, ανεβασμένη σε μια δαμασκηνιά, παρατηρεί τον κόσμο και διαπιστώνει ότι η ζωή δεν είναι αυτό που νόμιζε. Τα τραγικά γεγονότα και η παράνοια του φανατισμού, την οδηγούν στην αναζήτηση της υπέρβασης στον πνευματικό κόσμο.
Η καταστροφή κάθε στοιχείου πολιτισμού
Οι γονείς της Μπαχάρ είναι άνθρωποι των γραμμάτων, λατρεύουν την ομορφιά και τη γαλήνη. Τα παιδιά τους αγαπούν τη μουσική και έχουν κληρονομήσει την οικογενειακή μανία για διάβασμα. Τα βιβλία είναι το πρώτο και το τελευταίο καταφύγιο στο σπίτι τους. Όμως η πράξη της ανάγνωσης συνιστά πράξη ανατροπής του καθεστώτος. Οι επαναστάτες λεηλατούν, καίνε και σκοτώνουν, στο όνομα της ηθικής και της θρησκείας. Η μουσική, ο χορός, το γέλιο και το τραγούδι των γυναικών είναι αντίθετα με τον θρησκευτικό νόμο. Όλα λογοκρίνονται: τα βιβλία, οι ταινίες, οι κασέτες με μουσική. Ό,τι θεωρείται ότι φθείρει τα χρηστά ήθη, ρίχνεται στην πυρά. Παγιδευμένοι στη δίνη της βαρβαρότητας, προσπαθούν να διασώσουν ό,τι μπορούν από την ομορφιά και την ιστορία της χώρας τους. Οικογενειακά κειμήλια, αντικείμενα τέχνης, βιβλία.
Άνθρωποι και φαντάσματα
Την ιστορία μας αφηγείται η δεκατριάχρονη Μπαχάρ, η οποία αν και έχει πεθάνει, εξακολουθεί να απολαμβάνει μια όμορφη εικόνα της φύσης, ή ένα μουσικό κομμάτι, διατηρεί την ικανότητα να επικοινωνεί με τα μέλη της οικογένειάς της και συμμετέχει σε κάθε τι που κάνουν. Εκείνη μας λέει για τα φαντάσματα των πέντε χιλιάδων εκτελεσμένων για τις πολιτικές ή τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, που κάτω από το βάρος της νοσταλγίας και της απελπισίας τους αρχίζουν να κλαίνε και από τα δάκρυά τους πλημμυρίζει η πόλη, ένα βράδυ που ο ουρανός είναι γεμάτος αστέρια. Από εκείνη μαθαίνουμε ότι η αδελφή της η Μπιτά μεταμορφώνεται σε γοργόνα για να ζήσει ελεύθερη. Ότι τα πνεύματα του ποταμού και τα τζίνι του δάσους, αναλαμβάνουν δράση και εκδικούνται όσους ταράζουν την ησυχία τους, ότι κάποιοι άνθρωποι διαθέτουν υπερφυσικές ικανότητες. Ότι ο κόσμος, τα δέντρα, ο ουρανός, μαυρίζουν μετά τις πολλαπλές εκτελέσεις αθώων, και ότι για εκατόν εβδομήντα επτά μέρες, μέσα στο καλοκαίρι, χιονίζει μαύρο χιόνι.
Η Σουκουφέ Αζάρ [Shokoofeh Azar] γεννήθηκε στο Ιράν το 1972. Tο ενδιαφέρον της για τις τέχνες και τα γράμματα πυροδοτήθηκε από τον πατέρα της, ο οποίος ήταν συγγραφέας, ποιητής και εικαστικός. Είναι η πρώτη Ιρανή γυναίκα που διένυσε τον Δρόμο του Μεταξιού κάνοντας οτοστόπ. Σπούδασε λογοτεχνία, ενώ αργότερα εργάστηκε ως δημοσιογράφος για δεκατέσσερα χρόνια. Στη συνέχεια, εγκατέλειψε τη χώρα της και έγινε δεκτή ως πολιτική πρόσφυγας στην Αυστραλία, όπου ζει μέχρι σήμερα. Το μυθιστόρημά της Η φώτιση της πράσινης δαμασκηνιάς, που γράφτηκε στα φαρσί και μεταφράστηκε στα αγγλικά, βρέθηκε το 2020 στη βραχεία λίστα του Βραβείου Booker, ενώ ήταν υποψήφιο και για το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου στις ΗΠΑ, στην κατηγορία της μεταφρασμένης λογοτεχνίας. Το 2018 συγκαταλέχτηκε στη βραχεία λίστα του Βραβείου Stella (2018), της σημαντικότερης λογοτεχνικής διάκρισης στην Αυστραλία. Είναι το πρώτο μυθιστόρημά της που μεταφράζεται στα ελληνικά. |
Η γραφή ως μόνος τρόπος διατήρησης της μνήμης
Η Μπαχάρ, βλέποντας αυτό που συμβαίνει στην πατρίδα της, αρχίζει να καταγράφει τα πάντα, ό,τι έχει διαβάσει, ό,τι έχει ζήσει, ό,τι ζουν οι άλλοι γύρω της. Για να μην ξεχάσει. Στο κείμενο υπάρχουν άπειρες διακειμενικές αναφορές, καθώς αναφέρονται τίτλοι αγαπημένων βιβλίων και τίτλοι βιβλίων που κάηκαν, ταινίες που καταστράφηκαν. Αγαπημένος της συγγραφέας είναι ο Μάρκες, η επίδραση του οποίου είναι εμφανής.
Ένα βιβλίο πληθωρικό από κάθε άποψη, με τον μαγικό ρεαλισμό να είναι το κύριο χαρακτηριστικό του. Η συγγραφέας εκμεταλλεύεται τον λαογραφικό πλούτο της χώρας της και πλέκει στην αφήγηση πολλά στοιχεία της ιρανικής κουλτούρας, εντάσσοντάς τα δεξιοτεχνικά στο κείμενο. Αμέτρητες μικρές ιστορίες πλαισιώνουν την κεντρική ιστορία του βιβλίου, αμέτρητα πρόσωπα παίρνουν μέρος σε αυτές τις ιστορίες, όλων των ειδών τα ξωτικά, τα τζίνι, τα καλά ή κακά πνεύματα αναλαμβάνουν δράση. Ένα βιβλίο για τη δύναμη και την αντοχή της ανθρώπινης φύσης, η οποία καταφεύγει στη φαντασία, όταν η πραγματικότητα ξεπερνά τα όρια αντοχής τους σε πόνο και οδύνη. Ένα βιβλίο για τον καταστροφικό ρόλο της θρησκείας, για το ατομικό και συλλογικό τραύμα που απορρέει από έναν πόλεμο χωρίς λογική, για τη μνήμη και την πολιτιστική κληρονομιά που κινδυνεύει να χαθεί, αφού «ο πολιτισμός, η γνώση και η τέχνη υποχωρούν μπροστά στη βία, το σπαθί και τη φωτιά».
Το καλό και το κακό βρίσκονται σε διαρκή διαμάχη στις σελίδες του βιβλίου. Το παρελθόν και το παρόν διεκδικούν τη θέση που τους ανήκει. Η δυστυχία και η χαρά, η ομορφιά και η φρίκη παλεύουν μεταξύ τους μέχρι τελικής πτώσεως. Η ζωή και ο θάνατος αδυνατούν να βρουν το όριο που τους χωρίζει. Η φαντασία και η πραγματικότητα εναλλάσσονται. Η αγάπη δεν παραδίνεται στο μίσος. Και οι άνθρωποι που βίωσαν τραγικές απώλειες, πόνο κι απελπισία, ορθώνουν παρόλα αυτά το ανάστημά τους στη ζωή.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Αντί οι άνθρωποι να μετρούν αντικείμενα, μέρες και ώρες, αν απλώς έτριβαν τις παλάμες τους μια φορά και συνειδητοποιούσαν αυτήν τη μυστηριώδη επαφή δέρμα με δέρμα, με όλη τη δύναμη της αφής τους, θα μπορούσαν να κατανοήσουν καλύτερα τον κόσμο. Ή αν έστω και μια φορά παρακολουθούσαν και καταλάβαιναν το άνθισμα ενός λουλουδιού ή τη γέννηση ενός αρνιού χρησιμοποιώντας όλες τις αισθήσεις τους, την όραση, την ακοή και την όσφρηση, ίσως κατάφερναν να οδηγηθούν στο συμπέρασμα ότι σε όλες τις μέρες και νύχτες της ζωής τους, μόνο τα λεπτά στα οποία βυθίζονται αυτήν τη στιγμή αξίζουν τον υπολογισμό».