Για το μυθιστόρημα της Κλερ Κίγκαν «Τα τρία φώτα» (μτφρ. Μαρτίνα Ασκητοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο). Στην κεντρική εικόνα, στιγμιότυπο από τη βασισμένη στο βιβλίο ταινία «Το ήσυχο κορίτσι» (2022).
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Βρισκόμαστε σε μια επαρχιακή περιοχή της Ιρλανδίας, στις αρχές της δεκαετίας του ‘80. Ένα κορίτσι δίνεται σε μια οικογένεια συγγενών για το διάστημα του καλοκαιριού. Προέρχεται από οικογένεια με πολλά παιδιά, που δεν έχει τους πόρους να τα θρέψει, και η μητέρα της είναι έγκυος για άλλη μια φορά. Ο πατέρας πηγαίνει τη μικρή στους συγγενείς μια Κυριακή πρωί, και φεύγει χωρίς να την χαιρετήσει και ξεχνώντας να της αφήσει τη βαλίτσα με τα πράγματά της.
Με την καλοσύνη και την αγάπη που της προσφέρεται απλόχερα, το κορίτσι μεταμορφώνεται.
Στο νέο της σπίτι όλα είναι τόσο διαφορετικά, που η κοπέλα νιώθει ότι πρέπει να βρει καινούργιες λέξεις για να τα περιγράψει. Τώρα έχει καθαρά αυτιά και κομμένα νύχια. Είναι προσεκτικά χτενισμένη, φοράει καινούργια ρούχα, και υπάρχει κάποιος να την κρατάει από το χέρι όταν πηγαίνουν κάπου. Υπάρχει κάποιος να ασχολείται μαζί της, να της μιλάει, να την καθησυχάζει, κι εκείνη πλέον νιώθει χρήσιμη, ήρεμη, αγαπημένη. Νιώθει ασφαλής. Με την καλοσύνη και την αγάπη που της προσφέρεται απλόχερα, το κορίτσι μεταμορφώνεται. Αυτοί οι δύο άνθρωποι είναι οι γονείς που εύχεται να είχε.
Η Claire Keegan γεννήθηκε στην Ιρλανδία το 1968. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί στο New Yorker, στο Paris Review, και στο Granta και έχουν μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες. Το Antarctica (συλλογή διηγημάτων, 1999) κέρδισε το Rooney Prize for Irish Literature και ήταν ένα από τα βιβλία της χρονιάς σύμφωνα με τους Los Angeles Times. Το Walk the Blue Fields (συλλογή διηγημάτων, 2007) κέρδισε το Edge Hill Prize για την καλύτερη συλλογή διηγημάτων. Το Foster (νουβέλα, 2010) κέρδισε το Davy Byrnes Award. Το πιο πρόσφατο βιβλίο της με τίτλο Μικρά πράγματα σαν κι αυτά κυκλοφόρησε στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2021, διαδραματίζεται στη Ιρλανδία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και χαρακτηρίστηκε αριστούργημα από τους κριτικούς. |
Αντικρουόμενα συναισθήματα
Αν και δεν ήρθε στο σπίτι των συγγενών με τη θέλησή της και προτιμούσε να μείνει με τους γονείς και τα αδέλφια της, σύντομα παρατηρεί τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των δύο οικογενειών. Τα θετικά συναισθήματα που νιώθει για τους θετούς της γονείς πληθαίνουν μέρα με τη μέρα. Δεν θέλει να τα νιώθει, αλλά δεν μπορεί και να μην τα απολαμβάνει. Όταν όμως σε αυτό το σπίτι, όπου δεν υπάρχουν μυστικά, εκείνη ανακαλύπτει ένα, μπαίνει στη διαδικασία να επιλέξει αν θα μιλήσει για το μυστικό αυτό στη βιολογική της οικογένεια ή όχι, επιλέγοντας ουσιαστικά ποιους θεωρεί πιο σημαντικούς στη ζωή της.
Η συγγραφέας, όπως και στο εξίσου αριστουργηματικό Μικρά πράγματα σαν κι αυτά (εκδ. Μεταίχμιο, 2022), φειδωλή στα λόγια, θίγει τόσα πολλά και σημαντικά θέματα στο κείμενο, με απλότητα και ευαισθησία. Μια εξαιρετικά καλογραμμένη ιστορία, ακριβής, ζωντανή κι εκφραστική, η οποία στις ενενήντα σελίδες της καταφέρνει να αγγίξει τον αναγνώστη με την τρυφερότητα και τη συγκίνηση που του προκαλεί. Ένα κείμενο υπέροχα μελαγχολικό, μικρό αλλά τέλεια περιορισμένο στην ουσία, που μιλάει κατευθείαν στην καρδιά. Ένα βιβλίο για την απώλεια, που τη βιώνει ο καθένας διαφορετικά, για τη στοργή και τη φροντίδα που έχει ανάγκη κάθε παιδί, και για την αγάπη, που όταν προσφέρεται γενναιόδωρα, ποτέ δεν πάει χαμένη.
Η μετάφραση της Μαρτίνας Ασκητοπούλου διατηρεί τη ζεστασιά και τη συναισθηματική φόρτιση του βιβλίου, τη γλύκα που σου αφήνει τελειώνοντάς το. Το βιβλίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με τίτλο Το ήσυχο κορίτσι, σε σκηνοθεσία του Κόλουμ Μπερέιντ.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ένα μεγάλο φεγγάρι φωτίζει την αυλή, δείχνοντάς μας τον δρόμο. Ο Κινσέλα παίρνει το χέρι μου. Με το που το παίρνει, συνειδητοποιώ ότι ο πατέρας μου δεν με κράτησε ούτε μία φορά από το χέρι, και κάτι μέσα μου θέλει να με αφήσει ο Κινσέλα για να μην νιώθω έτσι. Είναι στενάχωρο συναίσθημα, αλλά όσο περπατάμε αρχίζω να ηρεμώ και δεν σκέφτομαι άλλο τη διαφορά της ζωής μου στο σπίτι και της ζωής που έχω εδώ. Κάνει πιο μικρά βήματα για να περπατάμε μαζί. Σκέφτομαι τη γυναίκα στην αγροικία, πώς περπατούσε και πώς μιλούσε, και καταλαβαίνω πια ότι οι άνθρωποι διαφέρουν πολύ μεταξύ τους.»