
Για το μυθιστόρημα του Φερνάντο Αραμπούρου «Τα πετροχελίδονα» (μτφρ. Τιτίνα Σπερελάκη, εκδ. Πατάκη). Κεντρική εικόνα: © Michael Odelberth (Unsplash).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Κανένας ηρωισμός. Ουδεμία ωραιοποίηση. Τίποτα το τόσο θαυμαστό που να ραίνει τις μέρες με τη χρυσόσκονη των ελπίδων, των οραμάτων και της απαντοχής. Η ζωή είναι μικρή κι ύστερα πεθαίνεις. Σοφόν, σαφές και αρκούντως σκληρό να το αποδεχθείς. Είναι, όμως, ικανή συνθήκη αυτή η συνειδητοποίηση να σε φτάσει ακόμη και στο σημείο να αποκαθηλώσεις κάθε έννοια σπουδαιότητας στις ημέρες που σου μέλλονται, έτσι ώστε να τις τερματίσεις πριν την ώρα τους. Ακούγονται όλα αυτά σαν άσφαιρη, πλην πεσιμιστική, φιλολογία;
Αυτοκτονία με περιθώριο ενός έτους
Ο Τόνι, ο ήρωας του νέου μυθιστορήματος του Φερνάντο Αραμπούρου Τα πετροχελίδονα (μτφρ. Τιτίνα Σπερελάκη, εκδ. Πατάκη) το έχει πάρει απόφαση: θα αυτοκτονήσει. Όχι άμεσα, δίνει στον εαυτό του το περιθώριο ενός έτους. Όταν θα επιστρέψουν τα πετροχελίδονα στη Μαδρίτη. Αυτά τα αποδημητικά πουλιά είναι που θα ορίσουν το τέρμα της ζωής του. Μέχρι να έρθει εκείνη η στιγμή που θα καταξιώσει το δικαίωμα του ανθρώπου να ορίσει τη μοίρα του, έστω κι αν πρόκειται για το ύστατο παιχνίδισμά της, αποφασίζει να καταγράψει εν είδει ημερολογίου τη ζωή του. Καθημερινά καταγράφει δύο-τρεις σελίδες από τα περιστατικά, τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που καθόρισαν τη ζωή του, την εξέτρεψαν, της προσέδωσαν τη μορφή ενός πράγματος μη λειτουργικού και, τελικά, τον οδήγησαν στην απόφαση να πει «ως εδώ». Ως εκ τούτου, έχουμε να κάνουμε με έναν μακρύ μονόλογο, ένα de profundis που γδέρνει πληγές και ενίοτε έχει και περιπαιχτική διάθεση.
Προσοχή: τα πράγματα δεν είναι έτσι ακριβώς όπως φαίνονται.
Ο Τόνι θα μπορούσε να είναι ένας οποιοσδήποτε Τόνι της καθημερινότητας. Ο συγκεκριμένος έχει φτάσει στο όρος της μέσης ηλικίας, είναι καθηγητής φιλοσοφίας σε γυμνάσιο, παντρεμένος και στη συνέχεια διαζευγμένος, πατέρας ενός αγοριού, εργένης από απόφαση, μονόχνοτος, με μόλις ένα φίλο να αλλάζει μια κουβέντα, με ερωτική ζωή που δεν την λες περιπετειώδη και μια σκυλίτσα να είναι ό,τι πιο κοντινό έχει στην καρδιά του. Εξαρχής, αυτό το προφίλ σου προκαλεί έναν λογικό συναίσθημα λύπης, οίκτου και, γιατί όχι;, συγκατάβασης απέναντι στην απόφασή του να κόψει το νήμα της ζωής του. Προσοχή: τα πράγματα δεν είναι έτσι ακριβώς όπως φαίνονται.
Καταρχάς, ο Τόνι δεν είναι δέσμιος κάποιας επιθετικής κατάθλιψης που τον οδηγεί σταδιακά στην απόγνωση. Η αυτοκτονία δεν είναι η ύστατη απάντησή του στα δεινά της ζωής. Υποθετικά θα μπορούσε να συνεχίσει να ζει έτσι ακριβώς δίχως να διαταραχθεί η ηρεμία των νερών του. Απλώς, δεν βρίσκει κανένα νόημα σ’ όλο αυτό. Τα διαβάσματά του τον έχουν βοηθήσει να εκλογικεύσει ακόμη και το απονενοημένο διάβημα, στο οποίο σκοπεύει να προβεί. Μα, το έχει πει και ο Σιοράν που τόσο τον έχει ξεκοκαλίσει. «Μόνο οι αισιόδοξοι αυτοκτονούν. Αισιόδοξοι που δεν κατορθώνουν να είναι αισιόδοξοι». Με τη μόνη διαφορά πως ο υμνητής της αυτοχειρίας δεν ακολούθησε τα διδάγματά του. Ο Τόνι το παραδέχεται, αλλά αυτό δεν είναι ικανό να αλλάξει την απόφασή του.
Ένας αντιπαθητικός αντιήρωας
Η πρόθεση του Αραμπούρου δεν είναι να φτιάξει ένας ήρωα του μέσου όρου (εν πολλοίς το κάνει). Σου δίνει την εντύπωση πως θέλει να παίξει με τις πιθανότητες να δημιουργήσει έναν αντιήρωα που δεν θα σου επιτρέψει επουδενί να τον συμπαθήσεις. Ο Τόνι δεν είναι ένα κλαψιάρικο ον που έχει πέσει ο ουρανός στο κεφάλι του και δεν βρίσκει τόπο να προστατευτεί. Όχι, δεν είναι τόσο αθώος του αίματος. Μπορεί η γυναίκα του, η Αμάλια, μια επιτυχημένη ραδιοφωνική παραγωγός, να τον παράτησε για μια άλλη γυναίκα, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως μέχρι τη στιγμή του διαζυγίου έτρεφε για εκείνη μόνο τρυφερά αισθήματα. Στις καταγραφές του παραδέχεται πως πολλές φορές τη μίσησε, ήλπιζε να ήταν πιο βίαιος για να τη χτυπούσε όταν τον έφτανε στα όριά του, συχνά την έβλεπε μόνο ως ένα ζωντανό όργανο σεξ, απεχθανόταν τους συντηρητικούς γονείς της, δεν άντεχε τη ρηχή σπουδαιοφάνεια που της προσέδιδε το επάγγελμά της και, γενικώς, η σχέση του μαζί της ήταν εξαρχής σχεδόν προβληματική.
Υπάρχει, ωστόσο, μια σωρεία προβληματικών σχέσεων που ορίζουν τη ζωή του Τόνι. Οι γονείς του έζησαν μια συμβατικά βαρετή ζωή, γεμάτη μυστικά και φοβίες. Ο πατέρας του στέκει πάνω από το κεφάλι του σαν κριτής, δικαστής και κυριαρχικός δυνάστης. Αριστερός που όμως μέσα στο σπίτι του δεν δίσταζε να γίνεται σατράπης. Όσο για τη μητέρα του, ξανάνιωσε μόλις πέθανε ο άντρας της, αλλά τα παιδιά της δεν την άφησαν να ξαναφτιάξει τη ζωή της. Το τέλος της είναι θλιβερό, καθώς το Αλτσχάιμερ την έχει μετατρέψει σε μια κέρινη μάσκα. Η σχέση του με τον αδελφό του, Ραούλ, είναι ομοίως άγρια. Σαν δύο άνθρωποι που έτυχε να βγουν από την ίδια κοιλιά, τα δύο αδέλφια αλληλοτρώγονται για να φτάσουν, μεγάλοι πια, να μην θέλει ο ένας να δει τον άλλον.
Για τα μόνα πλάσματα που ο Τόνι τρέφει συναισθήματα είναι για την σκυλίτσα του την Πέπα και την ερωτική του παρτενέρ, την Τίνα, μόνο που αυτή είναι μια πλαστική κούκλα του σεξ.
Πάμε παρακάτω: ολότελα στρεβλή είναι και η σχέση που διατηρεί ο Τόνι με τον γιο του, Νικίτα. Ένα παιδί ελάχιστων δυνατοτήτων, που ο πατέρας του τον αντιμετωπίζει ωσάν μικρόνοα που εύκολα θα τον καταχέριζε και θα του έψελνε τα εξ αμάξης για τη βλακεία του. Την ίδια στιγμή που θέλει να τον φέρει κοντά του έπειτα από το διαζύγιο, επιθυμεί σφόδρα και να πληγώσει την εφηβική του βαρεμάρα.
Τι του μένει, άραγε, του Τόνι; Ο κολλητός του, ο Κούτσαβλος, όπως το λέει υποτιμητικά, επειδή έχασε το ένα του πόδι έπειτα από τρομοκρατική επίθεση. Είναι σαν να βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ. Αμφότεροι, αν και από διαφορετική σκοπιά, κουβαλούν έναν κυνισμό που σπάει κόκαλα, δεν αφήνουν τίποτα ασχολίαστο, ρίχνουν ιοβόλα βέλη κατά πάντων, αλλά και πάλι ο Κούτσαβλος φαίνεται να είναι πιο αυθεντικός στην μικρότητά του. Δεν είναι τυχαίο πως όταν μαθαίνει για την απόφαση του Τόνι να αυτοκτονήσει, τάσσεται υπέρ του σχεδίου και, μάλιστα, βάζει και τον εαυτό του εντός κάδρου: θα αυτοκτονήσει κι αυτός για να μην αφήσει τον φίλο του μόνο του.
Για τα μόνα πλάσματα που ο Τόνι τρέφει συναισθήματα είναι για την σκυλίτσα του την Πέπα και την ερωτική του παρτενέρ, την Τίνα, μόνο που αυτή είναι μια πλαστική κούκλα του σεξ.
Είναι, λοιπόν, ο Τόνι ένας μισογύνης, κυνικός και τραχύς που δεν έχει καλό λόγο για κανέναν; Θα μπορούσε να είχε βγει από τη μήτρα των ηρώων του Ουελμπέκ ή του Σελίν, αν και στερείται τη μαχητικότητά τους. Ο ίδιος είναι περισσότερο στωικός. Βλέπει τα πάντα, ακόμη και τη ζωή του, από απόσταση, από ένα μη μου άπτου που τον καθιστά ουδέτερο παρατηρητή. Πάντα, όμως; Η απάντηση είναι όχι. Υπάρχει μέσα του καλά κρυμμένο ένα ψήγμα συναισθήματος, ενοχής, λύπης και ανάγκης για συνάφεια. Δεν είναι το κλασικό παλιοτόμαρο που δεν αντέχει καν τη μυρωδιά της ανθρωπίλας δίπλα του. Κι ας φαίνεται κάποιες φορές πως αυτό ακριβώς του συμβαίνει.
Αν θα αυτοκτονήσει τελικά ο Τόνι όταν τα πετροχελίδονα (συνώνυμα της ελευθερίας κατ’ αυτόν) θα επιστρέψουν στην πόλη; Ο Αραμπούρου αποφασίζει να στέψει τα πράγματα προς μια διαφορετική κατεύθυνση.
Η τυχαία συνάντηση με μια πρώην ερωμένη του (έφυγε από κοντά της άρον άρον για χάρη της Αμάλια), την Άγκεδα, θα δώσει μια νέα διάσταση στην καθημερινότητά του. Στην αρχή αναπτύσσεται μέσα του ένας αμυντικός μηχανισμός απέναντί της, ωστόσο αυτή η γυναίκα της συγγνώμης (όχι όμορφη, όχι θελκτική, όχι σπιρτόζα) γίνεται μέρος της ζωής του, ενώ εισδύει ακόμη και στη φιλία του με τον Κούτσαβλο. Αποτελεί το τρίτο μέλος ενός τριγώνου μοναχικών ψυχών της πόλης. Τι κι αν ο Τόνι την υποπτεύεται ότι είναι αυτή που του αφήνει ανώνυμα σημειώματα στο γραμματοκιβώτιο λούζοντάς τον με διάφορες κοροϊδίες; Την επόμενη στιγμή παρακαλεί να τη συναντήσει στο δρόμο, την ώρα που και οι δύο θα έχουν βγάλει τα σκυλιά του βόλτα.
Αν θα αυτοκτονήσει τελικά ο Τόνι όταν τα πετροχελίδονα (συνώνυμα της ελευθερίας κατ’ αυτόν) θα επιστρέψουν στην πόλη; Ο Αραμπούρου αποφασίζει να στέψει τα πράγματα προς μια διαφορετική κατεύθυνση. Εκεί που το βάρος παύει να γίνεται ασήκωτο και η ζωή, μέσα στη μικρότητά της, ενδέχεται να προσφέρει και ένα φάρμακο ίασης από την αρρώστια που η ίδια προκαλεί. Από τη πάσχει, άραγε, ο Τόνι; Μάλλον από ύπαρξη για να θυμηθούμε και τον Νίκο Καρούζο. Που σημαίνει ότι κουβαλάει στην πλάτη του τις απογοητεύσεις, τα βάρη και τις αποτυχίες που μόνο η αλληλουχία των ημερών μπορούν να σου προσφέρουν.
Αλήθεια, τι από τον Αραμπούρου που θαυμάσαμε στην Πατρίδα (μτφρ. Τιτίνα Σπερελάκη, εκδ. Πατάκη) υπάρχει σ’ αυτό το μυθιστόρημα; Με εξαίρεση κάποιες σποραδικές νύξεις που κάνουν ο Τόνι και ο Κούτσαβλος για τα πολιτικά πράγματα της Ισπανίας (ήκιστα εγκωμιαστικά), ο πολιτικός Αραμπούμπου έχει δώσει τη θέση του σ’ έναν συγγραφέα, δεξιοτέχνη μεν, αλλά πιο παγωμένο.
Σε τούτο το βιβλίο ο Αραμπούρου εμφανίζεται περισσότερο στυλιζαρισμένος, αλλά και πιο αποφασισμένος να παίξει με τις διαθέσεις των αναγνωστών του. Περιδιαβάζοντας το αχανές Διαδίκτυο πέφτεις πάνω σε κριτικές αναγνωστών για τα Πετροχελίδονα που σε κάνουν να στέκεις μαγκωμένος. Κάποιοι το σταμάτησαν στη μέση, άλλοι ρίχνουν τον Τόνι στο πυρ το εξώτερο, ενώ δεν λείπουν κι εκείνοι που βάζουν το εδώλιο τον Αραμπούρου θεωρώντας πως προβάλλει ένα αρνητικό πρότυπο σημερινού άντρα.
Ας αντιμετωπίσουμε όλα τούτα με λελογισμένο σκεπτικισμό. Μπορεί Τα πετροχελίδονα να μην φτάνουν τη δύναμη και την καθαρότητα της Πατρίδας, εντούτοις δεν γίνεται να αφαιρέσουμε το δικαίωμα σε έναν συγγραφέα να προβάλλει και το αρνητικό μιας ανθρώπινης εικόνας. Εκτός αν πιστεύουμε πως μόνο οι θετικοί ήρωες είναι οι πιο ενδιαφέροντες (μέγα ψέμα). Για να φέρουμε ξανά στο προσκήνιο τον Σελίν, λέει κάπου ο Γάλλος: «Η ζωή είναι ψιλοδουλειά. Ό,τι γράφεται καθαρά δεν αξίζει πολλά, είναι η διαφάνεια που μετράει». Το σίγουρο είναι ότι ο Τόνι, μέσα στη διαφάνειά του, μας αποκαλύπτει τα πάντα: τις λευκές και τις σκούρες περιοχές της ψυχοσύνθεσής του. Η Τιτίνα Σπερελάκη κάνει μια άξια δουλειά, όπως είχε κάνει και στην Πατρίδα. Ελέγχει τον ποταμό των λέξεων αυτού του μυθιστορήματος με επιδέξιο τρόπο.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Τίνα της καρδιάς μου, γλυκιά ομορφιά, λυπάμαι πραγματικά, αλλά στο σαλόνι δεν μπορούσες να μείνεις. Ξέρω πόσα σου οφείλω, τις στιγμές απόλαυσης, την παρέα, και πίστεψέ με πως σε ευχαριστώ. Αυτό που συμβαίνει είναι πως μια γυναίκα εισήλθε σιγά σιγά στον ιδιωτικό μου χώρο. Ονομάζεται Άγκεδα. Ήρεμα ήρεμα. Δεν είναι αυτό που φαντάζεσαι. Ασε με να σου εξηγήσω. Ούτε νέα ούτε λεπτή, και μόνο να την έβλεπες μια στιγμή θα καταλάβαινες πως δεν μπορεί να σε υποκαταστήσει. Με συνδέουν μαζί της μια σειρά από παλιές αναμνήσεις, κάθε άλλο παρά υπέροχες, που θα προτιμούσα να ξεχάσω, και τους τελευταίους λίγους μήνες η πεισματική συνήθειά της να ξεφυτρώνει στο δρόμο μου. Παραιτήθηκα από την ελπίδα να βρω οδό διαφυγής από την παρουσία και την κουβέντα της· οπότε, για να αποφύγω περαιτέρω μπελάδες, το αντιμετωπίζω με καλή διάθεση. Τελευταία εμφανίζεται συχνά στο μπαρ του Αλφόνσο. Δεν εκπλήσσομαι πια όταν τη βρίσκω βολεμένη στη συνηθισμένη μου θέση και στη δική μου πλευρά του τραπεζιού. Ο Κούτσαβλος, που τη θεωρεί κάτι σαν λαϊκή αγία, τη συμπαθεί.»