Για το μυθιστόρημα του Τζόναθαν Κόου [Jonathan Coe] «Bournville – Το διαιρεμένο βασίλειο» (μτφρ. Άλκηστις Τριμπέρη, εκδ. Πόλις), αλλά και για τη συνάντηση του Τζόναθαν Κόου με τους αναγνώστες του στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.
Γράφει ο Παναγιώτης Γούτας
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης του τελευταίου βιβλίου του Τζόναθαν Κόου Bournville – Το διαιρεμένο βασίλειο (μτφρ. Άλκηστις Τριμπέρη, εκδ. Πόλις), ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι γίνεται αποδέκτης και ακροατής δύο διαφορετικών και ευδιάκριτων αφηγηματικών φωνών, οι οποίες λειτουργούν αντιστικτικά. Από τη μια κάποια «κρατική» φωνή που μεταδίδει σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης Ιστορίας της Αγγλίας των τελευταίων 80 χρόνων (από τη δεκαετία του ’50 έως το 2020), συνήθως μέσα από κάποιον ανοιχτό τηλεοπτικό δέκτη που «παίζει» τα σπουδαία κοινωνικοπολιτικά γεγονότα του κράτους-νησιού –η στέψη της βασίλισσας Ελισάβετ Β΄, ο τελικός του παγκοσμίου κυπέλλου, ο γάμος του Καρόλου, η κηδεία της Νταϊάνας, ο Μπόρις Τζόνσον για τα πρωτόκολλα λειτουργίας των επιχειρήσεων επί covid 19 ή για την απαγόρευση των συναθροίσεων μεταξύ άλλων. Από την άλλη, υπάρχει η φωνή των ανθρώπων της Αγγλίας, όπως είναι τα μέλη της οικογένειας της Μαίρης Κλαρκ και του Τζέφρι Λαμπ, μαζί με συγγενικά ή και φιλικά τους πρόσωπα, με την τρίτη γενιά των απογόνων τους να φτάνει μέχρι τις μέρες μας.
Από τη μια δηλαδή έχουμε την Ιστορία της σύγχρονης Αγγλίας (ή τη μεγάλη Ιστορία, αν προτιμάτε) και από την άλλη τη μικροϊστορία μιας μεσοαστικής οικογένειας σε βάθος χρόνου σχεδόν ενός αιώνα. Μια συνύπαρξη (και συναίρεση) αυτών των δύο φωνών αποτελεί και το Bournville. Το Bournville είναι ένα ήρεμο προάστιο της ευρύτερης περιοχής του Μπέρμιγχαμ, της δεύτερης σε πληθυσμό πόλης της Αγγλίας και γενέτειρας του Τζόναθαν Κόου.
Από τη μια δηλαδή έχουμε την Ιστορία της σύγχρονης Αγγλίας (ή τη μεγάλη Ιστορία, αν προτιμάτε) και από την άλλη τη μικροϊστορία μιας μεσοαστικής οικογένειας σε βάθος χρόνου σχεδόν ενός αιώνα. Μια συνύπαρξη (και συναίρεση) αυτών των δύο φωνών αποτελεί και το Bournville.
Ο Κόου έχοντας στην καρδιά της αφήγησής του το εργοστάσιο σοκολατοποιίας Cadbury –το διασημότερο, κάποτε, εργοστάσιο παραγωγής σοκολάτας στην Αγγλία, που από το 2010 ανήκει σε μεγάλη αμερικανική εταιρεία, η οποία έχει μετατρέψει το κτίριο σε θεματικό πάρκο για τους επισκέπτες– και τα προβλήματα που αυτό αντιμετώπισε με τη νέα πραγματικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν τα κράτη-μέλη έθεταν όρους σχετικά με την κυκλοφορία της αγγλικής σοκολάτας και την ποιότητά της. Με αυτές τις πρώτες ύλες στήνει αριστουργηματικά μια οικογενειακή σάγκα, μοιρασμένη σε επτά κεφάλαια, που όλα τους αφορούν περιόδους-σταθμούς της σύγχρονης βρετανικής ιστορίας.
Ενώ το πρώτο κεφάλαιο αφορά το 2020 και την έναρξη της πανδημίας, στα μετέπειτα κεφάλαια, με την τεχνική του φλας μπακ, ο συγγραφέας μάς γυρίζει στο 1945 (Η μέρα της Νίκης στην Ευρώπη, άμα τη λήξει του Β΄ παγκόσμιου πολέμου), και ανεβαίνοντας, κεφάλαιο στο κεφάλαιο, περίπου ανά δεκαετία, επανερχόμαστε στο σήμερα, φτάνοντας μέχρι τις επιπτώσεις του Brexit στην αγγλική κοινωνία αλλά και τις παρενέργειες της πανδημίας σ’ αυτήν, κυρίως σε υπαρξιακό και ψυχολογικό επίπεδο. Και όλα αυτά με ανοιχτό κάποιο μοντέλο τηλεόρασης –παλιό, μοντέρνο ή εντελώς σύγχρονο– να μεταδίδει πάντα τα γεγονότα.
Το αφηγηματικό εύρημα του Κόου είναι έξυπνο και λειτουργικό. Μου θύμισε, κάπως, ένα παλιό βιβλίο του Δημήτρη Μίγγα, το Στα ψέματα παίζαμε (εκδ. Μεταίχμιο), όπου μια παρέα φίλων μαζεύεται κάθε τέσσερα χρόνια για να παρακολουθήσει τον τελικό του παγκόσμιου πρωταθλήματος ποδοσφαίρου στην τηλεόραση – ο Μίγγας, μ’ αυτό του το τέχνασμα, κάλυψε τα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα της χώρας μας σε άνυσμα περίπου τριάντα χρόνων (1970-2002), αναφερόμενος σε εννέα ποδοσφαιρικούς τελικούς.
Ποδόσφαιρο, μουσική και ποπ κουλτούρα
Ο Κόου αξιοποιεί θαυμάσια σ’ αυτό του το βιβλίο δύο από τις μεγάλες αγάπες του στην πραγματική ζωή, το ποδόσφαιρο και τη μουσική. Δεν έχω δει ως τώρα σε βιβλίο άλλου συγγραφέα τέτοια αναλυτική περιγραφή ποδοσφαιρικού αγώνα σε σελίδες επί σελίδων –σχόλια εφημερίδων, ανάλυση αγώνα, λεπτομερής αναμετάδοση–, όσο αυτή που κάνει ο Κόου για τον τελικό του παγκοσμίου κυπέλλου ανάμεσα στην Αγγλία και τη Δυτική (τότε) Γερμανία (1966). Εύλογα ο αναγνώστης του βιβλίου (ή αυτού του κειμένου) θα αναρωτηθεί προς τι όλο αυτό και τι εξυπηρετεί. Η απάντηση: Δεν είναι που το ποδόσφαιρο, από μόνο του, είναι κάτι πολύ «αγγλικό» και δεν θα μπορούσε να λείπει από βιβλίο Άγγλου συγγραφέα, είναι και ο συμβολισμός του όλου γεγονότος. Σ’ εκείνον τον τελικό του 1966 οι Άγγλοι έπαιρναν μία άτυπη ρεβάνς από τον εθνικό τους εχθρό, τη Γερμανία, με τον οποίο, δύο δεκαετίες πριν, πολεμούσαν στα χαρακώματα του Β΄ παγκόσμιου πολέμου. Ένα γκολ, μάλιστα, των Άγγλων ήταν αμφιλεγόμενο – η μπάλα ίσως να μην πέρασε ποτέ τη νοητή γραμμή των Γερμανών. Ωστόσο, στον δεύτερο γύρο του παγκόσμιου κυπέλλου του 2010, η Γερμανία θα συντρίψει την Αγγλία με 4-1, παίρνοντας, με τη σειρά της, ποδοσφαιρική και εθνική ρεβάνς. Γράφει ο Κόου στη σελ. 191:
«Όταν ο Φρανκ Λάμπαρντ σουτάρει και η μπάλα χτυπάει στο οριζόντιο δοκάρι αναπηδώντας ξεκάθαρα μέσα από τη γραμμή του τέρματος, αλλά ο διαιτητής ακυρώνει το γκολ, ο απόηχος του 1966 είναι αδιαμφισβήτητος».
Η ιστορία επαναλαμβάνεται, λοιπόν, ως φάρσα, κι αυτό ο Κόου το γνωρίζει καλά. Άλλωστε το 2010 δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί το VAR (έλεγχος φάσεων), και η πολιτική ορθότητα δεν είχε απλώσει ακόμα τα πλοκάμια της στις κοινωνίες όσο σήμερα.
Το στοιχείο της μουσικής το περνά έντεχνα ο Κόου στο βιβλίο του μέσω του ήρωά του Πήτερ, του μικρότερου ηλικιακά από τα άλλα δύο αδέλφια του και χαϊδεμένου γιου της Μαίρης Κλαρκ (άλτερ έγκο της μητέρας του συγγραφέα που πέθανε μεσούσης της πανδημίας), που τον κάνει να βιοπορίζεται ως μουσικός. Ο Πήτερ είναι το πρόσωπο που προσιδιάζει περισσότερο στον Κόου, λόγω ιδιοσυγκρασίας (ήρεμος χαρακτήρας, απέχει από πολιτικές συζητήσεις, ακούει συνεχώς με ακουστικά μουσική κτλ), ωστόσο ο συγγραφέας τού έχει προσδώσει πρόσθετα μυθοπλαστικά στοιχεία. Παράλληλα, σε όλο το βιβλίο, γίνεται αναφορά στην ποπ βρετανική κουλτούρα, η οποία, κατ’ ανάγκη, δεν σημαίνει και πρόθεση αντιευρωπαϊσμού εκ μέρους του συγγραφέα. Οι δίσκοι των Beatles και οι ταινίες του James Bond, είναι κάποια μόνο από τα σύμβολα αυτής της ποπ κουλτούρας που διαπνέει όλο το βιβλίο.
Σαρκασμός, χιούμορ και συγγραφική μαεστρία
Παρότι ο Κόου σε όλα τα μέχρι τώρα βιβλία του είναι αγγλοκεντρικός, κατορθώνει να αποτυπώσει και σ’ αυτό του το βιβλίο την περήφανη αγγλική ψυχή με ακρίβεια και συγγραφική δικαιοσύνη. Δεν διστάζει να θίξει και να σαρκάσει τους ομοεθνείς του για τον ρατσισμό που επέδειξαν σε γερμανικής καταγωγής Άγγλους πολίτες μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, να καταδείξει το διάχυτο, στα όρια της υστερίας, πένθος του αγγλικού λαού έπειτα από τον θάνατο της πριγκίπισσας Νταϊάνα (για συλλογική σοβαρότητα της περίστασης κάνει λόγο στη σελ. 398) ή να κριτικάρει τον αμφιλεγόμενο πολιτικό Μπόρις Τζόνσον κάνοντας χιουμοριστική περιγραφή της φιγούρας του και αποκαλώντας τον «το ολόγραμμα ενός πρωθυπουργού, αντί για τον ίδιο τον πρωθυπουργό με σάρκα και οστά» (σελ. 427) – ο Τζακ, βέβαια, ο αδελφός του Πήτερ, στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου υπεραμύνεται για τις πολιτικές επιλογές του Μπόρις Τζόνσον.
Στις εξαιρετικές στιγμές του βιβλίου θα πρέπει να αναφερθεί η ασυνεννοησία των κρατών-μελών της Ε.Ε. αναφορικά με την οικονομική πολιτική της κοινότητας και τη βρετανική σοκολάτα Cadbury (σαρκαστικοί οι διάλογοι των αντιπροσώπων των χωρών στη διαβούλευση), αλλά και η ερωτική συνεύρεση του Πήτερ με τον Γκάβι, κατά τη διάρκεια της τηλεοπτικής αναμετάδοσης της κηδείας της πριγκίπισσας Νταϊάνα, καθ’ ην στιγμή η απαγγελία του Ύμνου της Αγάπης (β΄ επιστολή του Απ. Παύλου προς Κορινθίους) διά στόματος Τόνι Μπλερ, εξαγνίζει και εξιδανικεύει τα σώματα των δύο περιστασιακών εραστών – ένα απερίσκεπτο, αν και ευτυχές ειδύλλιο, διάρκειας λίγων μηνών, όπως το χαρακτηρίζει ο Κόου.
Σημαντικές και οι περίπου πενήντα τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Εδώ το ύφος πυκνώνει και το συναίσθημα είναι μεστό και άφθονο. Ο θάνατος της ηλικιωμένης Μαίρης Κλαρκ, η απομόνωση και ο τρόμος των ανθρώπων λόγω πανδημίας, κάποιες πικρίες μελών της οικογένειας και μικρά οικογενειακά μυστικά, θαμμένα χρόνια, που βγαίνουν στο φως, η νοσταλγία γι’ αυτό που χάθηκε σε συνδυασμό με μια συγκρατημένη αισιοδοξία για ό,τι πρόκειται να έρθει, τόσο αναφορικά με τη χώρα όσο και με τη ζωή εν γένει, ολοκληρώνουν αριστοτεχνικά αυτή τη οικογενειακή σάγκα, αφήνοντάς μας με μία αίσθηση αναγνωστικής πληρότητας.
Φωτογραφίες © Παναγιώτης Γούτας |
Ο Τζόναθαν Κόου στη Θεσσαλονίκη
Την Τετάρτη 26 Απριλίου, στις 7:00 το απόγευμα, στο πλαίσιο του προγράμματος «Συγγραφείς του κόσμου ταξιδεύουν στο Μέγαρο», ο δημοσιογράφος Γιάννης Κοτσιφός και η υπεύθυνη Τμήματος Αγγλικής Φιλολογίας, Επικοινωνίας και Νέων Μέσων, ACT (The American College of Thessaloniki) Ελένη Γώδη, στο Φουαγιέ Μ2 του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης, παρουσίασαν στο κοινό της πόλης τον Τζόναθαν Κόου και το βιβλίο του Bournville – Το διαιρεμένο βασίλειο. Ο συγγραφέας, στη συζήτηση που ακολούθησε στην αγγλική γλώσσα, μεταξύ άλλων, είπε ότι έγραφε από έφηβος ορχηστρική ροκ μουσική, όχι τίποτα σπουδαίο κατά τη γνώμη του. Παρόλα αυτά για τις μουσικές του δεξιότητες είναι τόσο σεβαστός στην Ιταλία, που πρόσφατα τον προσέγγισαν από μια τζαζ ορχήστρα, που ονομάζεται Artchipel Orchestra, η οποία ήθελε να αναβιώσει μερικά τραγούδια που ο Κόου έγραψε πριν από χρόνια, και του ζήτησαν να τα ερμηνεύσει μαζί τους στο Μιλάνο παίζοντας πλήκτρα. Ωστόσο, χαρακτήρισε τον εαυτό του shy megalomaniac για να βρίσκεται σαν μουσικός στη σκηνή.
Όταν κάποιος από το κοινό του έκανε την ερώτηση αν απειλείται το έργο των συγγραφέων από την τεχνητή νοημοσύνη, απάντησε ότι θεωρεί πως ο ίδιος και οι συνομήλικοί του συγγραφείς θα έχουν ακόμα δουλειά για τα επόμενα δέκα χρόνια, αλλά ανησυχεί για τους νέους συγγραφείς. Σε επόμενη ερώτηση αν θεωρεί τον εαυτό του «εξαγωγέα» της Βρετανίας, απάντησε ότι δουλειά κάθε συγγραφέα είναι να γράφει καλά βιβλία και μόνο αυτό. Επιστρέφοντας στο βιβλίο, μας αποκάλυψε πως ο παππούς του δούλευε στο εργοστάσιο σοκολάτας και έφερνε κάποιες σοκολάτες που περίσσευαν στο σπίτι. Μπορεί οι σοκολάτες Cadbury, είπε χαρακτηριστικά, να μην είναι οι καλύτερες στον κόσμο, του φέρνουν όμως πολλές αναμνήσεις.
...ο παππούς του δούλευε στο εργοστάσιο σοκολάτας και έφερνε κάποιες σοκολάτες που περίσσευαν στο σπίτι. Μπορεί οι σοκολάτες Cadbury, είπε χαρακτηριστικά, να μην είναι οι καλύτερες στον κόσμο, του φέρνουν όμως πολλές αναμνήσεις.
Μια ερώτηση των αναγνωστών που δεν λείπει ποτέ από αντίστοιχες εκδηλώσεις, είναι και από πού εμπνέεται ο συγγραφέας. Ο Κόου για να απαντήσει έφερε σαν παράδειγμα τον κινηματογράφο και μια ταινία που είδε μικρός – τριάντα χρόνια αργότερα, έγραψε ένα βιβλίο, το Mr Wilder & Me [Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ, μτφρ., Άλκηστις Τριμπέρη, εκδ. Πόλις]. Ήταν, όπως μας είπε, δεκατεσσάρων χρόνων όταν είδε την ταινία «Οι περιπέτειες του Σέρλοκ Χόλμς» (1970) που είχε σκηνοθετήσει ο Billy Wilder.
Ακούγοντας τον Άγγλο συγγραφέα να αναφέρεται στα βιωματικά σημεία του Bournville (ο τόπος γέννησής του, το εργοστάσιο σοκολάτας και η ιστορία του, οι ήρωες που, σε σημαντικό βαθμό, είναι πρόσωπα ενταγμένα σε πραγματικούς τόπους και καταστάσεις, η συντριβή του από τον χαμό της μητέρας του, που, στο βιβλίο σκιαγραφείται στο πρόσωπο της Μαίρης Κλαρκ και αρκετά άλλα ακόμη) σκέφτηκα πως δεν είναι δυνατό να προκύψει κάποιο σημαντικό λογοτεχνικό έργο δίχως ένα στοιχειώδες βιωματικό έρμα εκ μέρους του συγγραφέα, όσο πασπάλισμα μυθοπλασίας κι όσες επινοήσεις αν προσθέσει ο τελευταίος στη αφήγηση.
Και σκέφτηκα επίσης τον στίχο του Αλεξανδρινού «η πόλις σε ακολουθεί». Το Bournville του Κόου είναι, κατά τη γνώμη μου, κάτι ανάλογο με την Αλεξάνδρεια του Καβάφη, το Νιούαρκ του Ροθ, τη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη ή τη Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου. Είναι ένας τόπος-σύμβολο που έχει αναχθεί σε συγγραφικό μύθο. Και που πάντα θα ακολουθεί τον συγγραφέα.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή διηγημάτων «Η εγγύτητα των πραγμάτων» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νησίδες.