Για το μυθιστόρημα της Almada Selva «Ο άνεμος που σαρώνει» (μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, εκδ. Κλειδάριθμος). Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία από τη μεταφορά του βιβλίου στο θέατρο το 2016.
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα, ο αιδεσιμότατος Πίρσον περιοδεύει μαζί με τη Λένι, τη δεκαεξάχρονη κόρη του, στην ύπαιθρο της Αργεντινής, κηρύσσοντας το Ευαγγέλιο του Χριστού, όταν ξαφνικά χαλάει το αυτοκίνητό του. Για καλή του τύχη, ή λόγω της θέλησης του Κυρίου, εκεί κοντά βρίσκεται το σπίτι-βενζινάδικο-συνεργείο του Γκρίνκο Μπράουερ, ενός ηλικιωμένου μηχανικού. Ο Μπράουερ αναλαμβάνει να φτιάξει το χαλασμένο αυτοκίνητο μαζί με τον Ταπιόκα, τον έφηβο βοηθό του. Θα χρειαστεί να περιμένουν για μερικές ώρες, ίσως και μέχρι την άλλη μέρα, όμως ο αιδεσιμότατος δεν ανησυχεί, γιατί είναι σίγουρος ότι «υπάρχει κάποιος λόγος για κάθε νέα τροπή των γεγονότων, ακόμα κι αν δεν τον ξέρουμε. Ο Κύριος έχει πάντα κάποιο λόγο που κάνει τα πράγματα όπως τα κάνει.»
Η Λένι δεν αμφισβητεί τη λάμψη του πατέρα της και τη δύναμη που ασκεί στο κοινό του, ακόμα και στην ίδια, είναι όμως θυμωμένη μαζί του που εκείνος βάζει πάντα σε δεύτερη μοίρα τις δικές της ανάγκες.
Άνθρωπος με βαθιά πίστη, ο Πίρσον έχει αντιληφθεί, χάρη στη βοήθεια της μητέρας του, από πολύ νωρίς την αποστολή του στη γη, η οποία είναι «να καθαρίζει τις βρώμικες ψυχές και να τις ξανακάνει λαμπερές, εξαγνίζοντάς τες με το λόγο του Θεού». Πράγματι είναι δεινός ρήτορας, έχει την ικανότητα να συναρπάζει το ακροατήριο με τον μελίρρυτο λόγο του, να προσφέρει γαλήνη και ελπίδα σε όσους τον ακούν. Τα αποσπάσματα των κηρυγμάτων του που παρατίθενται στο βιβλίο, αποδεικνύουν περίτρανα αυτή του την ικανότητα. Έχει αφιερώσει λοιπόν τη ζωή του στη διάδοση της πίστης του Χριστού και ζει ταξιδεύοντας διαρκώς και έχοντας για σπίτι το αυτοκίνητό του και τα φθηνά ξενοδοχεία των περιοχών που επισκέπτεται. Η γυναίκα του τον εγκατέλειψε πριν από δέκα χρόνια και μεγαλώνει μόνος την κόρη του, η οποία δεν είναι και πολύ ευχαριστημένη από τα διαρκή ταξίδια, που της έχουν στερήσει τη ζεστασιά μιας μόνιμης κατοικίας, τους φίλους, με τους οποίους θα είχε κοινές μνήμες και σταθερούς δεσμούς. Η Λένι δεν αμφισβητεί τη λάμψη του πατέρα της και τη δύναμη που ασκεί στο κοινό του, ακόμα και στην ίδια, είναι όμως θυμωμένη μαζί του που εκείνος βάζει πάντα σε δεύτερη μοίρα τις δικές της ανάγκες.
Πιστεύει ότι η θρησκεία είναι για τις γυναικούλες και τους αδύναμους. Είναι απλώς ένας τρόπος να αποποιηθείς τις ευθύνες σου.
Ο Μπράουερ από την άλλη, πρακτικός άνθρωπος, δεν έχει καμία σχέση με τη θρησκεία. «Δεν τον απασχολούν τα υψηλά νοήματα. Πιστεύει ότι η θρησκεία είναι για τις γυναικούλες και τους αδύναμους. Είναι απλώς ένας τρόπος να αποποιηθείς τις ευθύνες σου. Να κρύβεσαι πίσω από τον Θεό, περιμένοντας να σωθείς, ή να κατηγορείς τον διάβολο για τις κακές πράξεις που θα μπορούσες να κάνεις». Θεωρεί ότι όποιος παρατηρεί τη φύση, μπορεί να μάθει όλα όσα χρειάζεται. Η φύση και η δουλειά σε κάνουν καλό άνθρωπο. Αυτά προσπαθεί να διδάξει και στον Ταπιόκα, τον οποίο έχει κοντά του από τα οκτώ του χρόνια, όταν τον άφησε εκεί η μητέρα του και δεν επέστρεψε ποτέ να τον αναζητήσει. Ο Ταπιόκα είναι ευγνώμων στον Μπράουερ που του πρόσφερε ένα σπίτι και τώρα του προσφέρει και δουλειά, αλλά διψά να μάθει για τα πράγματα που συμβαίνουν στον κόσμο, να γνωρίσει ανθρώπους και να καταλάβει τι είναι αυτό που θέλει να κάνει στη ζωή του. Εδώ και καιρό ακούει μια φωνή που μοιάζει να αναβλύζει από όλη του την ύπαρξη και θέλει να καταλάβει τι ακριβώς του λέει.
Η Σέλβα Αλμάδα (Έντρε Ρίος, 1973), σύγχρονη κλασική συγγραφέας της Αργεντινής, αναμετριέται με συγγραφείς όπως ο Ουίλιαμ Φόκνερ κι ο Χουάν Ρούλφο, η Κάρσον Μακ Κάλερς κι η Φλάνερι Ο’Κόνορ. Έγινε διεθνώς γνωστή το 2015, με την τριλογία Ο άνεμος που σαρώνει, Ladrilleros, No es un rio. Το πρώτο της βιβλίο, Ο άνεμος που σαρώνει, σάρωσε όχι μόνο τις πωλήσεις αλλά και τα εγκώμια των κριτικών, μεταφράστηκε σε 12 γλώσσες, μεταφέρθηκε στο θέατρο, στη μεγάλη οθόνη, έγινε όπερα στο Ρίο ντε λα Πλάτα και το 2019, τιμήθηκε με το First Book Award Festival International of Edinburg. Η συγγραφέας ήταν φιναλίστ για το βραβείο Tigre Juan με το βιβλίο της Ladrilleros, όπως επίσης και των βραβείων Rodolfo Walsh & Vargas Llosa για το Chicas Muertas. |
Οι διαφορετικές κοσμοθεωρίες φέρνουν τη σύγκρουση
Αυτοί οι τέσσερις άνθρωποι, αναγκάζονται να συνυπάρξουν και να συνεργαστούν. Προς το μεσημέρι, κι ενώ κανείς δεν περιμένει να αλλάξει κάτι στις καιρικές συνθήκες, φυσάει ξαφνικά ένας άνεμος διαφορετικός. Ένας άνεμος που έρχεται από μακριά, φέρνει όλες της μυρωδιές του κόσμου και είναι ο προάγγελος καταιγίδας. Ο σκύλος με το κόκκινο τρίχωμα το καταλαβαίνει πρώτος. Η καταιγίδα θα εγκλωβίσει προσωρινά τους τέσσερίς τους κάτω από το υπόστεγο κι ύστερα μέσα στο σπίτι, και αυτή η αναγκαστική συνύπαρξη θα δημιουργήσει τις συνθήκες για να έρθουν λίγο πιο κοντά, τόσο όσο αντέχουν. «Για μια μοναδική στιγμή πληρότητας, οι τέσσερίς τους είναι ένα». Λένε ιστορίες. Μιλούν για τους φόβους και τις φιλοδοξίες τους. Υποστηρίζουν τις απόψεις τους. Διαφωνούν έντονα. Η καταιγίδα, εκτός από την έντονη βροχή, θα φέρει ανατροπές και θα διαταράξει τις ζωές των ηρώων.
Ο Πίρσον διακρίνει στον Ταπιόκα την αγνότητα της ψυχής και τον ιδεαλισμό που χρειάζεται, έτσι ώστε ο νεαρός να γίνει διάδοχός του, και να συνεχίσει το θρησκευτικό του έργο. Θέλει να τον πάρει μαζί του αλλά ο Μπράουερ δεν συμφωνεί. Θα καταφέρει ο Πίρσον με την ευγλωττία του να πείσει τον Ταπιόκα να τον ακολουθήσει, και τον Μπράουερ να του το επιτρέψει;
Στο μυθιστόρημα αυτό, των εκατόν σαράντα οκτώ σελίδων, παρακολουθούμε μόνο δύο ημέρες από τη ζωή των πρωταγωνιστών, όμως μαθαίνουμε πολλές πληροφορίες για το παρελθόν τους. Παρά το γεγονός ότι η δράση εντοπίζεται στο διάστημα που το ταξίδι του Πίρσον διακόπτεται, έχουμε μια λεπτομερή απεικόνιση των περιοχών που ο αιδεσιμότατος επισκέπτεται συνήθως στην περιοδεία του, και βλέπουμε το δεξιοτεχνικά φτιαγμένο τοπίο μιας περιοχής της Αργεντινής, όπου συνυπάρχουν οι εύφορες πεδιάδες και η άγρια ζωή. Μιας περιοχής, η οποία το έχει η μοίρα της πάντα να τιμωρείται από τη φύση: είτε με πολλή ξηρασία, είτε με πολλή βροχή. Άνυδρη ως επί το πλείστον γη, φτωχικές συνοικίες, εξαθλιωμένα ξενοδοχεία, άνθρωποι του μόχθου που εναποθέτουν τις ελπίδες τους στον Θεό για τον ερχομό μιας καλύτερης ζωής, φτώχεια, που αναγκάζει μητέρες να αφήνουν τα παιδιά τους, αθλιότητα, παρακμή και εγκατάλειψη, όμως και μια αχνή ελπίδα ότι υπάρχει τρόπος να ξεφύγει κανείς από όλα αυτά.
Με λόγο καλοδουλεμένο, ποιητικό, ελκυστικό, η συγγραφέας θίγει το θέμα της θρησκείας και του ρόλου της στη ζωή των φτωχών ανθρώπων, τονίζει την αντιδιαστολή και τη σύγκρουση του πνευματικού στοιχείου με το κοσμικό, μιλά για τις προβληματικές οικογενειακές σχέσεις και τα σημάδια που αφήνει η απουσία της μητέρας στη ζωή των εφήβων, αλλά και για την αγάπη και την προσφορά που καμιά φορά έρχεται από κει που δεν το περιμένει κανείς.
Η μετάφραση της Αγγελικής Βασιλάκου διατηρεί και αναδεικνύει το ποιητικό ύφος του κειμένου και τη δεξιοτεχνία της συγγραφέως, η οποία δικαίως ενθουσίασε κοινό και κριτικούς.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Κάποια μέρα θα έμπαινε σε ένα αυτοκίνητο και θα εγκατέλειπε τα πάντα μια και καλή, θα άφηνε πίσω τον πατέρα της, την εκκλησία, τα ξενοδοχεία. Μπορεί να μην έψαχνε καν για τη μητέρα της. Θα τραβούσε απλώς ευθεία μπροστά, ακολουθώντας τη λεπτή κορδέλα του αυτοκινητόδρομου, αφήνοντάς τα, οριστικά, όλα, για πάντα πίσω της.»