Για το κλασικό βιβλίο του Ντάνιελ Ντεφόε «Ροβινσόνας Κρούσος» (μτφρ. Γιώργος Μπαρουξής, εκδ. Μεταίχμιο). Στην κεντρική εικόνα: Ο Ροβινσόνας με τον Παρασκευά, λιθογραφία των Currier & Ives (1874).
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
«No man is an island entire of itself; every man
is a piece of the continent, a part of the main»
Οι πασίγνωστοι στίχοι του John Donne δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας, καθώς εντάσσουν το ατομικό πεπρωμένο στο συλλογικό, τον άνθρωπο στην ανθρωπότητα, άρρηκτα συνδεδεμένα ως κάτι ευκταίο και φυσικό. Αφήνοντάς μας να αναρωτιόμαστε τι θα συμβεί όταν, παρά τη θέλησή του, ο άνθρωπος βρεθεί στην ανάγκη να αποχωριστεί την ηπειρωτική χώρα (τους συνανθρώπους του) και να βρεθεί αποκομμένος στο πουθενά, σε ένα απομακρυσμένο κομμάτι γης, μακριά από τον πολιτισμό. Τότε θα βρεθεί μπροστά σε ένα αποφασιστικό σταυροδρόμι: να γίνει νησί ή να γίνει σχεδία με ό,τι το καθένα συνεπάγεται. Και αυτό είναι το δίλημμα που καθιστά τον «Ροβινσόνα Κρούσο» ένα σπουδαίο κλασικό βιβλίο που από την έκδοσή του (1719) συνεχίζει να διαβάζεται από τους αναγνώστες κάθε εποχής και έχουμε την τύχη να απολαύσουμε στη νέα, όμορφη μετάφραση του Γιώργου Μπαρουξή από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Ο Ροβινσόνας φτιάχνει την τύχη του στη μακρινή Βραζιλία, αλλά η πλεονεξία του τον οδηγεί σε νέες περιπέτειες, με συνέπεια να ναυαγήσει σε ερημικό νησί.
Με λίγα λόγια, πρόκειται για την αρχετυπική ιστορία ενός τυχοδιώκτη νεαρού που αφήνει τα πάτρια χώματα της Αγγλίας για να αναζητήσει περιπέτεια και πλούτη στη θάλασσα, αγνοώντας τις πατρικές προτροπές. Ο Ροβινσόνας φτιάχνει την τύχη του στη μακρινή Βραζιλία, αλλά η πλεονεξία του τον οδηγεί σε νέες περιπέτειες, με συνέπεια να ναυαγήσει σε ερημικό νησί. Θα παραμείνει σ’ αυτό 28 ολόκληρα χρόνια μέχρι να επιστρέψει τελικά, άνδρας ώριμος πλέον, στην πατρίδα του, έχοντας περάσει δεινά, με σύντροφό του έναν άγριο που διέσωσε στο νησί, ονόματι Παρασκευά. Μα και εκεί οι περιπέτειες θα συνεχιστούν αμείωτες, ενώ το βιβλίο θα κλείσει με την υπόσχεση του συγγραφέα να επιστρέψει σε εύθετο χρόνο. Δεν έχει νόημα να σταθώ περισσότερο στην πλοκή που είναι ούτως ή άλλως γνωστή στους περισσότερους, όσο σε κάποια σημεία που καθιστούν αυτό το έργο κλασικό.
Εξωτερικοί χώροι, εσωτερική πάλη
Θα μπορούσε κάποιος, εκ πρώτης, να σταθεί στην ομηρική διάσταση του έργου. Ο Ροβινσόνας είναι αναμφίβολα απόγονος του πολύτροπου Οδυσσέα, παρουσιάζοντας ξεκάθαρες ομοιότητες, αλλά ακόμα πιο ενδιαφέρουσες διαφορές. Ανέστιοι και περιφερόμενοι μακριά από την πατρίδα τους, οι δύο άντρες μπλέκονται σε περιπέτειες και θεωρητικά ανυπέρβλητες καταστάσεις τις οποίες χειρίζονται με πολυμήχανο τρόπο προς όφελός τους, ενώ στο τέλος η ημέρα του νόστου καταφτάνει φέρνοντάς τους στα πάτρια χώματα. Και εδώ κάπου η ταύτιση των δύο ηρώων ολοκληρώνεται. Καθότι το έπος έχει τους δικούς του κανόνες, σε αντίθεση με το κείμενο του Defoe που έχει γραφτεί στις αρχές του 18ου αιώνα φέρνοντας εντός του την προβληματική της λεγόμενης από τους ιστορικούς Πρώιμης νεότερης περιόδου (τέλη του Μεσαίωνα ως τη Γαλλική Επανάσταση).
Αν θεωρήσουμε ότι το βασικό και ουσιαστικό μέρος του βιβλίου είναι η καθήλωση στο νησί όπου ο ήρωας ναυαγεί, η δράση εκτυλίσσεται σε περιορισμένο και οριοθετημένο χώρο.
Εκ πρώτης, υπάρχει σαφής μετατόπιση από το εξωτερικό στο εσωτερικό. Εκεί που προϋπήρχε επέκταση και εξωστρέφεια, εδώ παρατηρείται ενδοσκόπηση και περιορισμός. Αν θεωρήσουμε ότι το βασικό και ουσιαστικό μέρος του βιβλίου είναι η καθήλωση στο νησί όπου ο ήρωας ναυαγεί, η δράση εκτυλίσσεται σε περιορισμένο και οριοθετημένο χώρο. Αυτό εκ των πραγμάτων εγείρει κάποια ζητήματα φιλοσοφικής τάξεως. Σε αντίθεση με τη συνεχή κίνηση και δράση που δεν επιτρέπει εύκολα στο άτομο να σταθεί και να αναλογιστεί την κατάστασή του, ο Κρούσος, καίτοι άνθρωπος της δράσης αρχικά και σίγουρα όχι της σκέψης, αναγκάζεται σε στάση. Και όπου στάση και διαλογισμός, ενδοσκόπηση, στροφή προς τα μέσα, καθώς το έξω παραμένει σταθερό και απαραβίαστο.
Η ορμή του νέου άνδρα, μέχρι τότε ανεπίγνωστου, σε μια πρωτόλεια φάση ωριμότητας που περιοριζόταν σε αντιδράσεις στα ερεθίσματα και τις αντιξοότητες που έθετε εμπρός του κάθε φορά η ζωή, θα στραφεί αναγκαστικά στον εαυτό του. Ο εξωτερικός κόσμος δεν μπορεί να παρά να αλλάξει τόσο μόνο όσο απαιτείται για την επιβίωσή του, κάτι που θα απαιτήσει σημαντική χειρωνακτική προσπάθεια ομολογουμένως, αλλά και πάλι θα του αφήσει σημαντικό χρονικό απόθεμα υποχρεωτικής ακινησίας, οπότε ο Κρούσος θα ξεκινήσει τη δική του Οδύσσεια, αυτή τη φορά προς τα απάτητα βάθη του εαυτού του. Και εκεί θα δώσει τη μεγαλύτερη μάχη της ζωής του, αναζητώντας ταυτόχρονα με τη φυσική και την πνευματική του επιβίωση. Ας δούμε όμως κι εμείς τα στάδια αυτά με τη σειρά τους: απέξω προς τα μέσα.
Το απαραίτητο πρώτο επίπεδο αφήγησης
Εξωτερικός χώρος, φυσικό περιβάλλον, ήτοι η επιβίωση. Και ο Κρούσος θα εφορμήσει με όλες του τις δυνάμεις, διαθέτοντας όλα τα πνευματικά, ψυχικά και σωματικά του αποθέματα, μετατρέποντας το ερημονήσι σε κατοικήσιμο μέρος, φέρνοντας εκεί τον πολιτισμό της εποχής του. Ο αναγνώστης καλείται να παρακολουθήσει τις εξαντλητικές, κάποιες φορές, αναφορές στις τεχνικές που χρησιμοποιεί προκειμένου να χτίσει ενδιαιτήματα, να τραφεί, να κατασκευάσει αντικείμενα, να κάνει τον γεωργό, τον κτηνοτρόφο, τον κυνηγό κλπ., τα οποία σίγουρα έχουν ένα κάποιο ενδιαφέρον για την εφευρετικότητα ενός ανθρώπου της εποχής εκείνης (και κάθε εποχής εδώ που τα λέμε). Πρόκειται για το απαραίτητο πρώτο επίπεδο αφήγησης, το οποίο ο συγγραφέας αποδίδει ομολογουμένως εξαιρετικά.
Οι περιπέτειες του Ροβινσόνα κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον μας, ξετυλίγοντας τον μύθο. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται περί μυθοπλασίας, η οποία δεν αυθαιρετεί, υπακούοντας στους δικούς της εσωτερικούς κανόνες. Εν προκειμένω στο πώς δρομολογείται και υλοποιείται μια περιπετειώδης αφήγηση. Εφόσον λοιπόν το πρώτο επίπεδο δεν είναι επαρκές, τότε ο αναγνώστης θα έρθει αντιμέτωπος με μια επίπλαστη κατασκευή που ελλείψει αφηγηματικής δεινότητας θα επιχειρήσει να του επιβληθεί με νοήματα, τουτέστιν διδακτισμό. Ο Defoe παραμένει αρχετυπικά μυθοπλάστης προτάσσοντας την αφήγηση, χάριν της οποίας αποκτά υπόσταση και το περιεχόμενο. Ο αναγνώστης, αλλοτινός και σύγχρονος, θα απολαύσει εκ πρώτης μια ιστορία με πάθη, αγωνία και ανατροπές και αυτό το πρώτο επίπεδο καθιστά κλασικό ένα έργο μυθοπλασίας, ο τρόπος ανάπτυξης, αφήγησης, η αρμονία και η ισορροπία των επιμέρους, όπως έχουμε ξαναπεί.
Ο Daniel Defoe (Ντάνιελ Ντεφόου) γεννήθηκε το 1660 στο Λονδίνο με το όνομα Daniel Foe, το οποίο άλλαξε το 1695 προσθέτοντας το "De" (Defoe) ως ένδειξη αριστοκρατικής καταγωγής. Ακολούθησε τις εγκύκλιες σπουδές στην πρεσβυτεριανή Ακαδημία του Stoke Newington. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και την πολιτική. Η λογοτεχνία τον κέρδισε μάλλον αργά: εξέδωσε το μυθιστόρημα Ροβινσόνας Κρούσος (Robinson Crusoe) μόλις το 1719, το οποίο διαβάστηκε ως αλληγορία του πολιτισμού, του οικονομικού ατομικισμού και της βρετανικής αποικιοκρατίας και άσκησε πολύ μεγάλη επίδραση. Yπήρξε πολυγραφότατος, με περίπου 545 έργα στο ενεργητικό του, τα οποία πραγματεύονται διάφορα θέματα. Πέθανε το 1731 από ληθαργικό πυρετό. Θεωρείται ως ένας από τους πρώτους συγγραφείς μυθιστορήματος με τη σύγχρονη έννοια, από τους πρωτοπόρους του είδους στη Μ. Βρετανία. |
Θα ακολουθήσει η κίνηση προς τα μέσα, η οποία λαμβάνει χώρα κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ο εγκλωβισμός του ήρωα και η στάση (ως αντίθετο της διαρκούς κίνησης) επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στην ψυχοσύνθεσή του και στη συνολική κοσμοθεωρία του. Το αρχετυπικό και ευφυές στη σύλληψη του λογοτεχνικό εύρημα του εγκλεισμού σε απομονωμένο μέρος δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να ξιφουλκήσει σε δύο επίπεδα: αφενός σε εκείνο της επιβίωσης όπως τόνισα προηγουμένως, κρατώντας το αναγνωστικό ενδιαφέρον ενεργό. Αφετέρου στο υπαρξιακό, ψυχολογικό, με τον πρωταγωνιστή να δίνει μια εξίσου σημαντική μάχη που καθορίζει τη μετέπειτα πορεία του, επιτρέποντας στον συγγραφέα να εκφράσει αιτιολογημένα τις όποιες μεταφυσικές, θεολογικές και υπαρξιακές του ανησυχίες. Και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς από μόνες τους οι απόψεις αυτές θα μπορούσαν να μην ενδιαφέρουν τον αναγνώστη, εφόσον εκφέρονται εκτός μυθοπλαστικού πλαισίου. Όμως η ιστορία, η αφήγηση προσφέρει το πλαίσιο ώστε οι ιδέες να ενταχθούν αρμονικά στην ιστορία και επομένως να γίνουν αποδεκτές. Αυτή ακριβώς είναι η ουσία τη λογοτεχνίας: ιδέες και περιεχόμενο εντάσσονται στην αφήγηση, υπηρετώντας το έργο και όχι το αντίθετο που προκαλεί δυσαρμονία, καθιστώντας το έργο πεπερασμένο, απλό απόηχο μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί.
Τι είναι όμως αυτό που αντιμετωπίζει ο ήρωας πέρα από το εχθρικό περιβάλλον και τους φυσικούς εχθρούς; Προφανώς τον ίδιο τον εαυτό του. Κεκλεισμένων των νησιωτικών θυρών, ο Κρούσος συλλογίζεται το παρελθόν του, τις σκέψεις, τις αποφάσεις και τη δράση που τον οδήγησε σ’ αυτό το παρόν. Αναγνωρίζει πως όλα όσα βρίσκει εντός του στο τώρα προϋπήρξαν, αφού ο στοχασμός του τα αναδεικνύει σε άρρηκτη σχέση αιτίας αιτιατού. Και αυτό ακριβώς είναι το πρώτο στάδιο της αυτογνωσίας του. Ο περασμένος βίος του τον οδήγησε στο ταξίδι και στην τιμωρία/απομόνωσή του στο ερημικό νησί στη μέση του πουθενά, μακριά από την ανθρώπινη παρουσία.
Είναι εκεί που ο ήρωας σε στιγμές κρίσης και αυτογνωσίας θα αποκτήσει επίγνωση των πράξεων και του παρελθόντος του και θα έρθει σε ουσιαστική σχέση με το Θείο.
Το επόμενο στάδιο θα είναι η κρίση, η οποία οφείλει να λάβει χώρα στο παρόν, ώστε να οδηγήσει στη λύτρωση του μέλλοντος ως επαναφορά στην ανθρώπινη κοινωνία. Καθόλου τυχαία, το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου βασίζεται στα 28 χρόνια τα οποία ο Ροβινσόνας περνάει στο νησί, παρέα με τη φύση, τα ζώα και τις σκέψεις του. Είναι εκεί που ο ήρωας σε στιγμές κρίσης και αυτογνωσίας θα αποκτήσει επίγνωση των πράξεων και του παρελθόντος του και θα έρθει σε ουσιαστική σχέση με το Θείο (είμαστε στις απαρχές του 18ου αιώνα, οπότε η θρησκεία έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο). Ο άνδρας αποκαθιστά σταδιακά επαφή με τον Θεό, αν και ο σύγχρονος αναγνώστης μπορεί να αναγνώσει όλες τις θρησκευτικές αναζητήσεις εξίσου εύκολα κι ως υπαρξιακές, ως μια συνεχή προσπάθεια πνευματικής εγρήγορσης και ανεξέταστου βίου που με κόπο μετατρέπεται στο αντίθετό του.
Αναπόφευκτο στάδιο της ωρίμανσης είναι όταν ο Ροβινσόνας, αντί να θρηνεί συνεχώς την άδικη μοίρα του, συλλογίζεται την τεράστια τύχη του ως μοναδικού επιζήσαντα του ναυαγίου, αφού όλοι οι σύντροφοί του πνίγηκαν. Ακόμα ότι το ερημονήσι διέθετε νερό και τροφή, ώστε να μην πεθάνει από την πείνα και να έχει μια ευκαιρία να επιζήσει. Ο υποψιασμένος σύγχρονος αναγνώστης διαβάζει εκεί ένα από τα προαιώνια ερωτήματα της ανθρώπινης συνθήκης: τι καθιστά έναν άνθρωπο ευτυχή, σε ποιον βαθμό τα υλικά αγαθά (η κτήση και η χρήση) είναι σημαντικά και τελικά κατά πόσο το Θείο για τον Defoe (η τύχη για τους μη πιστούς) συμβάλει καθοριστικά στην πορεία του ανθρώπου. Όταν σε στιγμή διαύγειας ο ήρωας γράφει: «Όλα τα κακά πρέπει να εξετάζονται με το καλό που υπάρχει σε αυτά και με το χειρότερο που τα συνοδεύει» ο σύγχρονος αναγνώστης νιώθει ότι συνομιλεί με κάποιον οικείο, άνθρωπο της εποχής αυτής και κάθε εποχής, αφού η αλήθεια των λεγομένων παραμένει άχρονα πανανθρώπινη.
Ο ήρωας οφείλει να επιλύσει πολλαπλά ηθικής τάξης διλήμματα προτού επιστρέψει.
Σε μεταφυσικό επίπεδο, ο εγκλεισμός στο νησί μπορεί να ερμηνευτεί και ως εξής: όπως ο Χριστός φεύγει στην έρημο 40 ημέρες προκειμένου να αντιμετωπίσει τους πειρασμούς και μετά να επιστρέψει στην ανθρωπότητα ξεκινώντας το τρίχρονο έργο του και στη Θεία Διδασκαλία του, έτσι κι ο Ροβινσόνας αποσύρεται στο νησί για να ανακαλύψει τον εαυτό του, ώστε μετά να επανέλθει στην ανθρωπότητα. Οι πειρασμοί πάμπολλοι, κυρίως με τη μορφή που η συνείδησή του θέτει συνεχώς μπροστά του, αλλά και με την αθέλητη επαφή με άλλους ανθρώπους που συναντά στο πέρασμα των ετών και προκαλούν συνειδησιακά ερωτήματα: η εξόντωση των κανίβαλων είναι δικαιολογημένη ανθρωποκτονία ή είναι στυγνή δολοφονία, εφόσον κι εκείνοι είναι πλάσματα του ίδιου Θεού και μόνο Εκείνος έχει το δικαίωμα τιμωρίας; Και ποιο είναι το όριο, εφόσον η εξόντωσή τους του επιτρέπει να διασώσει μια αθώα ψυχή όπως ο Παρασκευάς; Ο ήρωας οφείλει να επιλύσει πολλαπλά ηθικής τάξης διλήμματα προτού επιστρέψει.
Σε μια από τις πλέον καθοριστικές στιγμές του βιβλίου ο Ροβινσόνας αναρωτιέται για το ζήτημα της λύτρωσης. Αν αρχικά η λέξη αυτή είχε το προφανές νόημα της σωτηρίας από τη δυσχερή θέση του στη φυλακή που είχε κλειστεί μέσω της τυπικής επίκλησης του Θείου, σταδιακά έρχεται η διαφοροποίηση και συνειδητοποίηση: «…λύτρωση από το βάρος των τύψεων που συνέθλιβε κάθε μου παρηγοριά…λύτρωση από την αμαρτία που είναι πολύ μεγαλύτερη ευλογία από το λύτρωση από τα δεινά». Το τυπικό μετατρέπεται σε ουσιαστικό και η σχέση με τον Θεό (ή τον εαυτό, αν προτιμάτε, σε ψυχαναλυτική βάση) αποκαθίσταται, οπότε ο άνθρωπος αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών του που τον οδήγησαν εκεί (ο ανώριμος, ο άγριος, είναι πάντα ανεύθυνος, επιρρίπτοντας μόνιμα σε εξωγενείς παράγοντες τα παθήματά του). Στη συνέχεια θα βρει τη δύναμη μέσα του να κατανοήσει το πώς η αμαρτία (ο ανεπίγνωστος εαυτός) είναι το πρόβλημα και όχι οι συνθήκες γύρω του, του κλουβί που μεταφορικά λειτουργεί ως μικρογραφία του κόσμου στον οποίο παραμένουμε έγκλειστοι. Και τότε θα αρχίσει να χτίζει τη «σχεδία» του, τον τρόπο διαφυγής του.
Ο Παρασκευάς ως συμπλήρωμα της κατάστασης του πρωταγωνιστή
Πρόκειται για τη μετατόπιση που έθεσα αρχικά από το εξωτερικό στο εσωτερικό. Από την έννοια «φυλακή» ως άμεσες υλικές συνθήκες ζωής, στην ευρύτερη έννοια του υπαρξιακού αδιεξόδου. Εν συνεχεία, εφόσον υποστεί αυτή τη μεταλλαγή, ο Ροβινσόνας είναι έτοιμος για το επόμενο βήμα: την εκ νέου επαφή με άλλο ανθρώπινο πλάσμα, τον Παρασκευά. Αυτός ο noble savage με τη μορφή του άγριου αλλά την ψυχή Ευρωπαίου κατά τα αποικιοκρατικά ήθη της εποχής που προφανώς δεν θα επέτρεπαν διαφορετική αντιμετώπιση των μη Ευρωπαίων ως αυτόνομων όντων (η ανάγνωση του έργου είναι προτιμότερη δίχως όψιμες αντι-αποικιοκρατικές κρίσεις που είναι εξωλογοτεχνικές) δεν υφίσταται στο βιβλίο ως αυθύπαρκτη φιγούρα, αλλά ως συμπλήρωμα ενδεικτικό της κατάστασης του πρωταγωνιστή.
Ο Παρασκευάς σηματοδοτεί το μεταίχμιο, την ενδιάμεση χρονική και ποιοτική φάση μεταξύ της αρχικής απομόνωσης και της μετάβασης στη λύτρωση, με απώτερο στόχο την τελική επανένταξη του αναβαπτισμένου Ροβινσόνα στην κοινωνία. Η διάσωσή του άγριου, ο οποίος στη συνέχεια ακολουθεί σαν οικόσιτο τον λευκό κύριο δηλώνει το πέρασμα αυτό, το οποίο θα ολοκληρωθεί στη συνέχεια με τη διάσωση από τα χέρια των αγρίων ενός Ευρωπαίου, καθώς και τη σωτηρία του καπετάνιου ενός αγγλικού πλοίου από τους στασιαστές. Ο κύκλος θα ολοκληρωθεί, οπότε ο Ροβινσόνας θα επιστρέψει στην πατρίδα του, έχοντας πρώτα περιηγηθεί στα απάτητα δάση της ύπαρξής του, ερχόμενος αντιμέτωπος με τους δαίμονές του (τύψεις), κατανικώντας τους πάντα στα ανθρώπινα μέτρα, χωρίς υπερβολές και μεσσιανισμούς.
Ο Ροβινσόνας δεν θα αγιοποιηθεί, δεν θα εμφανιστεί ουδέποτε ως θεάνθρωπος. Εξάλλου, είναι ένας πολύ κλασικός ήρωας, ως εκ τούτου σύγχρονός μας. Ακόμα και όταν έχει συμφιλιωθεί με το Θείο και τον εαυτό του, θα συνεχίσει να δρα σύμφωνα με τις ανάγκες της στιγμής, υποκύπτοντας συχνά στην ανάγκη της βίας, εκλογικεύοντας τις πράξεις του κατά το δοκούν. Την ίδια στιγμή όμως θα προσπαθήσει να κάνει το καλό –πάντα στο μέτρο των δυνατοτήτων του, πάντα σύμφωνα με τις ηθικές επιταγές της εποχής του– κι αυτό είναι που τον καθιστά βαθιά ανθρώπινο χαρακτήρα, κάποιον με τον οποίο ο αναγνώστης μπορεί να ταυτιστεί, ιδίως κάθε φορά που στέκεται απομονωμένος στο δικό του νησί αναζητώντας γύρω και μέσα του μια σχεδία διαφυγής.
Υ.Γ.
Κάποια στιγμή ο Ροβινσόνας κατεβαίνει στην παραλία. Ξαφνικά βλέπει ένα ανθρώπινο χνάρι ανθρώπινου ποδιού στην άμμο. Το γεγονός τον τρομάζει και δεν γνωρίζει πώς να το εκλάβει. Η πατημασιά μπορεί να είναι ταυτόχρονα ευχή και κατάρα. Η ελπίδα μπορεί να αποδειχθεί συμφορά. Ένα χνάρι είναι αρκετό για να αναμοχλεύσει εντός του ένα τεράστιο εύρος συναισθημάτων. Ο αναγνώστης δεν μαθαίνει ποτέ τι ήταν και σε ποιον ανήκε η πατημασιά. Όχι πως έχει σημασία για την εξέλιξη της πλοκής, αν και έχει τεράστια για τα αισθήματα που προκάλεσε στον ήρωα. Ο αναγνώστης θα περάσει χωρίς ενδιαφέρον τη σκηνή αυτή ως κάτι αυτονόητο, καθότι έως την εποχή του η λογοτεχνία και το σινεμά έχουν εμπλουτίσει τη φαντασία του με αντίστοιχες σκηνές (χνάρι σε ερημικό μέρος, χτύπημα στην πόρτα, ήχος εκεί που τίποτα δεν επιβιώνει κ.ο.κ.). Εν ολίγοις με όλα εκείνα τα τεχνάσματα που κατά κόρον χρησιμοποιούνται για να μεταδώσουν την γκάμα αντιδράσεων που περιέγραψα πιο πάνω.
Ίσως ο προσεκτικός αναγνώστης θυμηθεί αργότερα, ότι τη σκηνή με το χνάρι στην άμμο, κι όλα όσα ακολούθησαν, τα διάβασε σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε το 1719. Και ίσως συνειδητοποιήσει ότι το «σύγχρονο» είναι μια πολύ σχετική έννοια. Και, τέλος, πιθανώς θα σκεφτεί ότι όλοι οι αναγνώστες επιστρέφουμε τελικά στην ίδια εκείνη παραλία και κάθε φορά, σαν να είναι η πρώτη φορά, ταραζόμαστε βλέποντας το μυστήριο χνάρι στην αμμουδιά.
* Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Τώρα άρχισα να βλέπω τα λόγια που ανέφερα «Επικαλέσου με στη θλίψης σου τη μέρα – θα σε λυτρώσω», με διαφορετικό τρόπο από τον αρχικό. Γιατί τότε δεν αντιλαμβανόμουν τίποτε που να μπορεί να ονομαστεί λύτρωση, πέρα από την απελευθέρωσή μου από την αιχμαλωσία στην οποία βρισκόμουν… τώρα έβλεπα με τέτοια φρίκη τον τρόπο που είχα ζήσει ως τότε, ώστε η ψυχή μου δεν ζητούσε τίποτε άλλο από τον Θεό πέρα από τη λύτρωση από το βάρος των τύψεων που συνέθλιβε κάθε μου παρηγοριά. Όσο για τη μοναχική μου ζωή αυτή δεν ήταν τίποτα. Δεν προσευχήθηκα να λυτρωθώ από αυτήν ούτε τη σκέφτηκα. Ήταν όλα ασήμαντα σε σχέση με τις τύψεις.