Για την τριλογία «Οι Υπνοβάτες» του Χέρμαν Μπροχ [Hermann Broch] (μτφρ. Σοφία Αυγερινού, εκδ. Έρμα). Στην κεντρική εικόνα, ο συγγραφέας Χέρμαν Μπροχ.
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
Εάν δεχτούμε ότι είμαστε περιφερόμενες σκιές σ’ έναν κόσμο δίχως νόημα, όπως πολλοί διανοητές έχουν ήδη αποφανθεί, τότε ποιος άλλος εκτός της τέχνης μπορεί να αποδώσει τι συνεπάγεται αυτό για τον άνθρωπο; Η ιστορία θα ασχοληθεί με την πορεία, τη διάρκεια, θα εξετάσει το παρελθόν και το συλλογικό πεπρωμένο. Η φιλοσοφία θα θέσει ερωτήματα και ή επιστήμη θα επιχειρήσει να δώσει απαντήσεις. Αλλά είναι η τέχνη που θα εισχωρήσει στα κενά του ατομικού χώρου, συνενώνοντας το όλον με το επιμέρους ή όπως υπέροχα το έθεσε η Κάρεν Μπλίξεν: «Όλες οι λύπες υποφέρονται αν τις βάλεις σε μια ιστορία ή αν αφηγηθείς μια ιστορία γι’ αυτές». Αν λοιπόν στη θέση της «λύπης» βάλουμε το «ανθρώπινο πεπρωμένο», μια διαρκή πορεία θλίψης και απώλειας από την κούνια στον τάφο, τότε οφείλουμε στη συνέχεια να αναρωτηθούμε κατά πόσον εμείς -τα υποτιθέμενα έλλογα όντα- αφήνουμε το χνάρι μας στη γη εν πλήρη συνειδήσει ή αν τελικά κινούμαστε μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, σε μια ενδιάμεση ζώνη, ως υπνοβάτες.
Ο Αυστριακός συγγραφέας Χέρμαν Μπροχ διέπρεψε σε πολλούς τομείς. Μεταξύ άλλων υπήρξε φυσικός, μαθηματικός, φιλόσοφος, ιστορικός της τέχνης, επιχειρηματίας και λογοτέχνης και με περισσή ευκολία μεταπηδούσε από το ένα στο άλλο. Η λογοτεχνία υπήρξε για τον Μπροχ ένα απαραίτητο στάδιο. Της δόθηκε ολοκληρωτικά και εκείνη του ανταπέδωσε με την αιωνιότητα. Οι Υπνοβάτες, ίσως το σημαντικότερο έργο του μαζί με το Βιργιλίου θάνατος, δεν είναι απλώς μία ακόμα μυθιστορηματική τριλογία για την κατάρρευση των αξιών της εποχής στην οποία αναφέρεται, τουτέστιν ένα έργο φυλακισμένο σε κεχριμπάρι που θαυμάζεται αποκλειστικά για τη μουσειακή του αξία. Η δημιουργική του πνοή διατρέχει τις εποχές, καθιστώντας το ζωντανό και κλασικό για τους λόγους που θα εξηγήσω στη συνέχεια, αφού πρώτα τονίσω ότι η επανέκδοση της τριλογίας ευτύχησε στην υπέροχη μετάφραση της Σοφίας Αυγερινού (στην οποία οφείλουμε και το εξαιρετικά κατατοπιστικό επίμετρο) από τις εκδόσεις Έρμα.
Τρία βιβλία, τρεις εποχές
Στο πρώτο βιβλίο «1888 – Πάσενοβ ή Ρομαντισμός» ο πρωταγωνιστής Γιόαχιμ φον Πάσενοβ ακροβατεί μεταξύ δύο κόσμων: του στρατού και ό,τι συνεπάγεται αυτός (τάξη, ασφάλεια, πίστη σε μια ανώτερη αρχή) στη γερμανική πρωτεύουσα, και από την άλλη της επαρχιακής ζωής και της διαχείρισης ως πολίτης της πατρικής κληρονομιάς. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να επιλέξει μεταξύ δύο γυναικών: της «ηθοποιού» και ελευθέρων ηθών Ρουτσένα στην πόλη ή της κληρονόμου, άμωμης Ελίζαμπετ στην επαρχία. Ο Μπροχ χειρίζεται με ιδιαίτερο υφολογικά τρόπο το περιεχόμενο και τις διαπλεκόμενες πορείες που τον οδηγεί η πλοκή. Το βιβλίο είναι γραμμένο με το ρεαλιστικό στιλ που κυριαρχούσε τον 19ο αιώνα (κατά το ύφος, διακρίνουν οι αναλυτές, του Γερμανού συγγραφέα Theodor Fontane).
Ο Μπροχ καθοδηγεί με εντυπωσιακή μαεστρία τους χαρακτήρες του, οι οποίοι σκέφτονται, συνομιλούν και πράττουν κατά τα πρότυπα εκείνης της εποχής. Οι συναισθηματικές συγκρούσεις, οι κρίσεις και οι οπτικές, αλλά και η χρήση μακροσκελών παραγράφων, ο τρόπος που περιγράφεται ο έρωτας (Ρομαντισμός) με τρόπο ποιητικό αλλά και εμφανώς απηρχαιωμένο, καθότι απουσιάζει η σωματικότητα, είναι ξεκάθαρη ένδειξη. Όπως επίσης και το γεγονός ότι, όπως θα συνέβαινε την εποχή εκείνη, οι άνθρωποι απέφευγαν την αμεσότητα της έκφρασης, πιστοί στο τυπικό (και την τυπολατρία) με την οποία θα απευθύνονταν με απολύτως συγκεκριμένο τρόπο σε ανθρώπους της τάξης τους ή σε εκείνους της άλλης τάξης, ενώ έκρυβαν επιμελώς τα συναισθήματά τους ακόμα κι από τον εαυτό τους.
Αυτό το αμιγώς μοντερνιστικό συγγραφικό τέχνασμα διαρρηγνύει εκ νέου την μέχρι τούδε υφολογική ενότητα για να μας οδηγήσει πλησίστιους στο δεύτερο βιβλίο.
Μοναδική διαταραχή στο προσεκτικά υφασμένο πέπλο της κανονικότητας είναι η παρουσία του παράξενου και ακατανόητου φίλου του Γιόαχιμ, του Μπέρτραντ, ο οποίος ουσιαστικά διαταράσσει το καθορισμένο από την εποχή και τις αξιακές (θα συναντάμε συχνά αυτόν τον όρο-κλειδί στην τριλογία) του παραμέτρους, εισαγάγοντας τακτικά κενά δαιμόνια, κυρίως μέσω των θέσεών του που παρουσιάζονται διασπαστικές και ρηξικέλευθες σε σχέση με την άκρως δομημένη, σύμφωνα με τα πρότυπα της αναφερόμενης εποχής, σκέψη των υπολοίπων – δηλαδή του πατέρα που πασχίζει να αντέξει τον χαμό του παιδιού του ομνύοντας στο αίσθημα τιμής, του ίδιου του Γίοαχιμ που εμφορείται από την αίσθηση του καθήκοντος, αλλά και της Ελίζαμπετ που αποτελεί το τρόπαιο ως νύφη.
Υφολογικά, θεωρώ ότι ο Μπέρτραντ είναι η ύπουλη και άκρως στοχευμένη διείσδυση του Μοντερνισμού στον κυρίαρχο Ρομαντισμό του πρώτου βιβλίου, καθώς ο τρόπος ομιλίας του σε συνδυασμό με τις ιδέες του αποτελούν ξένο σώμα τρόπον τινά, διαταράσσοντας τις ισορροπίες και φέρνοντας τον αναγνώστη μια ελαφρά σύγχυση όσον αφορά τη χρονική στεγανότητα του έργου εν συνόλω. Χαρακτηριστικό παράδειγμα προς το τέλος του βιβλίου, οπότε ο Γιόαχιμ έχει ως όφειλε παντρευτεί την Ελίζαμπετ (όχι από έρωτα προφανώς), οπότε ο συγγραφέας εισαγάγει ένα υποκεφάλαιο εντός της κανονικής ροής, εκείνο της επίσκεψής σε ένα κατάστημα με την επωνυμία «Το πανόραμα του Κάιζερ», στο οποίο βλέπουμε θραύσματα από τις εξωτικές περιπέτειες του Μπέρτραντ. Αυτό το αμιγώς μοντερνιστικό συγγραφικό τέχνασμα διαρρηγνύει εκ νέου την μέχρι τούδε υφολογική ενότητα για να μας οδηγήσει πλησίστιους στο δεύτερο βιβλίο.
Το δεύτερο βιβλίο «1903 – Ες ή η Αναρχία» ο πρωταγωνιστής Ες βρίσκεται εν κενώ όντας απολυμένος, οπότε εμπλέκεται σε αδιέξοδες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Σε προσωπικό επίπεδο θα προσπαθήσει να βοηθήσει τον συνδικαλιστή φίλο του και ταυτόχρονα να κάνει σχέση με τη χήρα ιδιοκτήτρια του καπηλειού (την κυρία-Χέντγεν) που συχνάζει, με μακρινό όνειρο να καταφύγει κάποια στιγμή στην Αμερική. Ο Ες, όπως όλοι οι πρωταγωνιστές του βιβλίου, κινείται στη Ζώνη, καθώς συνεχώς η πραγματικότητα του διαφεύγει, ενώ το έδαφος κάτω από τα πόδια του λειτουργεί σαν κινούμενη άμμος. Η επαφή με τα άλλα πρόσωπα του προκαλεί άγχος, τον αποδυναμώνει και τον αποσταθεροποιεί, αφού η επικοινωνία είναι σαν βέλος που συνεχώς αστοχεί. Ο Μπροχ αλλάζει ύφος σε αυτό το βιβλίο μετακινούμενος από το αμιγώς ρεαλιστικό στο εξπρεσιονιστικό, υπό την έννοια ότι συστηματικά -ιδίως προς το τέλος- διαβρώνει και παραμορφώνει την πραγματικότητα, οπότε η αναπαράσταση της ζωής εσωτερικεύεται από τον πρωταγωνιστή και ο αναγνώστης την αναγιγνώσκει μέσα από την οπτική του. Ακόμα ένα στοιχείο του εξπρεσιονισμού, η αισθητή συναισθηματική αγωνία, είναι πανταχού παρούσα, όπως και η απειλή της ανθρωποκτονίας.
Αυτό που γίνεται σαφές στο τρίτο βιβλίο είναι ότι ο συγγραφέας δεν επιχειρεί να συνθέσει τα προηγούμενα, ακόμα κι όταν κάποιοι από τους ήρωές του συναντιόνται και συγκρούονται.
Το τρίτο βιβλίο «1918 – Χουγκενάου ή ο Ρεαλισμός» αποτελεί την κορύφωση της μυθιστορηματικής τέχνης του Μπροχ, συνδυάζοντας στοιχεία από τα προηγούμενα βιβλία, αλλά προσθέτοντας μοντερνιστικές τεχνικές. Ο πρωταγωνιστής Χουγκενάου είναι ένας τυχοδιώκτης λιποτάκτης του 1ου Π.Π., ο οποίος βρίσκει καταφύγιο σε μια μικρή πόλη, αποκτώντας από τον πρωταγωνιστή του προηγούμενου βιβλίου τον Ες την τοπική εφημερίδα. Διοικητής της πόλης είναι ο παλιός μας γνώριμος Φον Πάσενοβ, ενώ ταυτόχρονα κάνουν την εμφάνισή τους τραυματισμένοι στρατιώτες, στρατιωτικοί γιατροί, μέλη του Στρατού της Σωτηρίας και άλλοι χαρακτήρες. Αυτό που γίνεται σαφές στο τρίτο βιβλίο είναι ότι ο συγγραφέας δεν επιχειρεί να συνθέσει τα προηγούμενα, ακόμα κι όταν κάποιοι από τους ήρωές του συναντιόνται και συγκρούονται. Ο χωροχρόνος διαστέλλεται συνεχώς, η παρτίδα εξελίσσεται κανονικά, αλλά τα πιόνια έχουν πάψει οριστικά να κινούνται στις καθορισμένες θέσεις τους, αφού η σκακιέρα έχει πάψει να είναι ασπρόμαυρη και έχει γίνει γκρίζα.
Οι ήρωες οδηγούνται σταδιακά σε κατάσταση ενδόρηξης, με τον περιβάλλοντα χώρο της πόλης να φλέγεται κυριολεκτικά (εξέγερση, πυρπόληση του Δημαρχείου) και τους πρωταγωνιστές να προσπαθούν να επιβιώσουν ή να κατανοήσουν ματαίως τα αίτια της πτώσης – της δικής τους και των θεσμών που στηρίζουν. Χαρακτηριστική η σκηνή όπου ο Διοικητής Πάσενοβ διασώζεται μεν, πλην όμως χάνει τα λογικά του, πλήρως αποπροσανατολισμένος, κυριολεκτικά ένας υπνοβάτης. Ο Χουγκενάου υλοποιεί το zeitgeist δολοφονώντας τον Ες, διαφεύγοντας στη συνέχεια για να συνεχίσει τη ζωή του στο Στρασβούργο, εκλογικεύοντας μόνιμα τις πράξεις και το παρελθόν του, αλλά παγιδευμένος και εκείνος εσαεί στο αξιακό του κενό, στην απόσταση που δημιουργεί ο φόνος, ο θάνατος και η θεμελιακή αδυναμία προσέγγισης του άλλου.
Ο αποπροσανατολισμός είναι πλήρης, και αυτό γίνεται εμφανές μέσω του αφηγηματικού ύφους: θραυσματική αφήγηση, εντυπωσιακές στιλιστικές εναλλαγές μεταξύ πρόζας και στίχων, αλλά και χρονικά άλματα. Εν συνεχεία, ο μέχρι τούδε απών συγγραφέας καθιστά έντονη την παρέμβασή του μέσω αμιγών φιλοσοφικών παρεκβάσεων, στις οποίες καταθέτει τον προβληματισμό και την κοσμοθεωρία του επάνω στο θέμα της αξιακής αποσύνθεσης της εποχής και των αιτίων της. Η αλληλοδιαδοχή φιλοσοφίας και αφηγηματικής πολυμορφίας στόχο της έχει την αναπαράσταση του πραγματικού μέσω των δύο κυρίαρχων στη σκέψη του Μπροχ τάσεων (Λόγος και Μύθος, στα οποία θα αναφερθώ στη συνέχεια), οι οποίες συνδυαστικά αποτυπώνουν την πολυπρισματική φύση της ζωής. Η σύνθετη φύση της ύπαρξης και ο κόσμος που την περιβάλλει απαιτούν τα κατάλληλα εργαλεία, τα οποία ο συγγραφέας χειρίζεται με μεγαλειώδη τρόπο, παραπλήσιο και συγκρινόμενο αποκλειστικά με εκείνον του Τζόυς στον «Οδυσσέα», ο οποίος πρώτος τοποθέτησε το στιγμιαίο στο μικροσκόπιο της Τέχνης. αλλά και του Μούζιλ, ο οποίος οδήγησε το φιλοσοφικό μυθιστόρημα στο απόγειό του.
Ο Χέρμαν Μπροχ γεννήθηκε στην Βιέννη το 1886. Σπούδασε μαθηματικά, φιλοσοφία και ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Το 1932 εκδίδεται το πρώτο του μυθιστόρημα, «Οι Υπνοβάτες», το οποίο όμως, λόγω της καταστάσεως που επικρατούσε στην Γερμανία και την Αυστρία εκείνη την εποχή, το επισημαίνουν μόνον οι λογοτεχνικοί κύκλοι. Ο Μπροχ πέθανε το 1951 στο Νιου Χέηβεν. Εκτός από μυθιστορήματα, έγραψε και ποιήματα, θεατρικά έργα, καθώς και κριτικά και φιλοσοφικά δοκίμια. |
Ποιητής παρά τη θέλησή του
Η Χάνα Άρεντ στο «Άνθρωποι σε χρόνους ζοφερούς» αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο στον φίλο της Χέρμαν, αναλύοντας πώς ο άντρας κινείτο μεταξύ Μύθου και Λόγου (τουτέστιν λογοτεχνίας και πολιτικής). Κινητήριος δύναμη του έργου του «να υποτάξει κάθε αισθητική στην κυριαρχία του ηθικού», οπότε για τον συγγραφέα η λογοτεχνία υπήρξε μέσον κι όχι σκοπός. Ο Μπροχ, το έχουν όλοι τονίσει, όμως κι ο ίδιος είναι ξεκάθαρος, δεν είναι αισθητής, δεν προσυπογράφει τα διαγγέλματα των ομοτέχνων τού τύπου «ars gratia artis». Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι δεν έχει ομοτέχνους, καθώς σε όλη του τη ζωή μετακινούνταν από πεδίο σε πεδίο, από τα οικονομικά στη λογοτεχνία και μετά στην πολιτική αναζητώντας στέγη, όπως προείπα. Αν και οι «Υπνοβάτες» εντάσσονται ξεκάθαρα στη λογοτεχνική του πορεία, εντούτοις φέρουν εντός τους τις εσωτερικές αντινομίες, τους μύχιους προβληματισμούς και τη φιλοσοφία του δημιουργού τους.
Επειδή όμως το αναγνωστικό κοινό δεν το αφορά η πρόθεση του συγγραφέα τη δεδομένη στιγμή που γράφτηκε το βιβλίο, ούτε ο αντίκτυπος που μπορεί να είχε ή όχι στην εποχή του, παρά μόνο το πώς το έργο πορεύεται στην εποχή που το διαβάζει (αντίστοιχα και για τον βιβλιοκριτικό), οφείλουμε να σταθούμε στο τελικό αποτέλεσμα, εμβαθύνοντας κατά το δοκούν. Οι ήρωες του Μπροχ διαλέγονται με την εποχή τους (1888, 1903, 1918) κινούμενοι είτε στις παρυφές είτε στο κέντρο. Ουδείς εξ αυτών δεν κατέχει αυτογνωσία, δεν διαθέτει κάποια ιδιαίτερη ενσυναίσθηση, μια ευρύτερη προοπτική του κόσμου. Οι επιρροές από τις διδαχές του Καντ, του Σοπενχάουερ είναι προφανείς και σε αυτό το βιβλίο (όπως εξάλλου ίσχυε και για τους άλλους δύο μεγάλους γερμανόφωνους «Μ»: Μαν και Μούζιλ). Η δράση είναι πρώτιστα εσωτερική, οι άνθρωποι κινούνται βάσει της βούλησής τους που κρατάει τα σκήπτρα και εν συνεχεία βάσει της διανοίας τους, οπότε η λογική τους έρχεται να εκλογικεύσει τις επιθυμίες τους.
Άπαντες υπνοβατούν, αδυνατώντας να ξεφύγουν από την ημιζωή στην οποία βρίσκονται.
Ποιος είναι επομένως ο Υπνοβάτης; Εκείνος που κινείται στο όριο μεταξύ αυτού που αποκαλείται ενσυνείδητη πραγματικότητα και του ύπνου όπου υποτίθεται η συνείδηση υπνώττει και τα όνειρα καταλαμβάνουν το… κενό εξουσίας. Ποια η θεμελιώδης διαφορά; Αν για την επιστήμη και την καθημερινότητά μας η υπνοβασία αποτελεί μια προσωρινή κατάσταση, στην οποία ο άνθρωπος εισέρχεται και στη συνέχεια εξέρχεται για να επιστρέψει στη φάση εγρήγορσης, η ερμηνεία αυτή απουσιάζει παντελώς από το βιβλίο. Άπαντες υπνοβατούν, αδυνατώντας να ξεφύγουν από την ημιζωή στην οποία βρίσκονται. Και αν στις σελίδες του έργου αυτό αποτυπώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε ποτέ και κανείς αναγνώστης δεν δύναται να το αμφισβητήσει, είναι απλά γιατί ο Μπροχ δείχνει να κατανοεί πληρέστερα το διακύβευμα της ανθρώπινης κατάστασης.
Μπορεί οι περισσότεροι από εμάς στον Δυτικό Κόσμο να ομνύουμε στα νάματα της ελεύθερης βούλησης, των συνειδητών επιλογών και άλλων τέτοιων απότοκων της πίστης (χριστιανικής καθαρά έμπνευσης), αλλά ο συγγραφέας δεν τρέφει τέτοιες ψευδαισθήσεις. Γνωρίζει καλά ότι οι άνθρωποι δεν έχουν συνείδηση ή σκοπό (κανένα είδος δεν έχει, καθώς τα είδη είναι τάσεις στην εξέλιξη των γονιδίων, όπως αποκάλυψε ο Δαρβίνος). Έχουν επιθυμίες, έχουν ανάγκες, περνώντας ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους κοιμώμενοι (οι σκέψεις, τα όνειρα κατά τη διάρκεια του ύπνου κάποιων ηρώων, έχουν εξίσου σημαντικό ρόλο και σημασία με τις ενέργειες στον ξύπνιο τους), εν συνεχεία προσπαθώντας να εξηγήσουν στον εαυτό τους τις υποσυνείδητες επιθυμίες τους και… υπνοβατώντας, μοιραζόμενοι το ίδιο όνειρο ή εφιάλτη. Αν υπάρχει κάποιος που δείχνει να ξεφεύγει από τον φαύλο κύκλο της υπνοβασίας είναι ο αφανής πρωταγωνιστής Μπέρτραντ (το πιο κοντινό πρόσωπο στον συγγραφέα), ο οποίος κινείται με μεγαλύτερη ευχέρεια μεταξύ των δύο κόσμων, ενώ συχνά ο ρόλος του είναι εκείνου που επιχειρεί να ξυπνήσει τους υπνοβάτες από την κατάστασή τους (ιδίως στον πρώτο τόμο, καθώς στους επόμενους δύο είναι η σκιά του που παρακολουθεί τη δράση).
Ήδη από τον δεύτερο τόμο η λέξη «φόνος» εμφανίζεται στο ασυνείδητο του Ες, προετοιμάζοντάς μας για το βίαιο τέλος στον τρίτο, σε συνδυασμό πάντα με την ανθρωποσφαγή.
Τι αναζητούν όμως οι υπνοβάτες του έργου, ποιες είναι οι μύχιες επιθυμίες τους; Ταυτόχρονα εκείνες που ο συγγραφέας θέτει σε συνεχή βάση και την άρνησή τους. Τι εννοώ: Η αξιακή αποκατάσταση, η επανένωση όσων στέκουν διαλυμένα απόμερα, η επούλωση των πληγών, εν τέλει η ενότητα είναι το ένα σκέλος. Θυμίζω, εκ νέου, ότι ο Μπροχ έχει θέσει τη συγγραφική του δεξιοτεχνία στην υπηρεσία της ηθικής του στάσης. Δεν σημαίνει βέβαια ότι όσα διαβάζουμε είναι διδαχές, λογύδρια που εξαπολύονται αφ’ υψηλού στον ανύποπτο αναγνώστη, ο οποίος δέχεται παθητικά τα λεγόμενα ενός αναγεννησιακής μόρφωσης ανθρώπου. Ο συγγραφέας λογοτεχνίζει με αδευτέρωτο τρόπο, μεταφέροντας στο υφολογικό επίπεδο την προβληματική του, εγκολπώνοντας τις θεματικές του στη γραφή του και ποτέ το αντίθετο.
Η αλήθεια όμως του συγγραφέα δεν είναι απαραίτητα εκείνη των ηρώων που δεν ξεκαθαρίζουν ποτέ το νέφος των σκέψεων και των επιθυμιών τους, αφού ως υπνοβάτες θα ήταν αδύνατον να διαθέτουν συνείδηση των πεπραγμένων τους. Το ξύπνημα στον εφιάλτη διακόπτεται από περιόδους αναγκαστικής ώσμωσης με τους άλλους (οικείους και ξένους), σε σχέσεις επιχειρηματικές, φιλικές, ερωτικές, πάντα διακεκομμένες με πανταχού παρούσα την υποψία της βίας, είτε σε μικρή διάσταση χειροδικίας είτε στο τέλος με τη μορφή ανθρωποκτονίας. Ήδη από τον δεύτερο τόμο η λέξη «φόνος» εμφανίζεται στο ασυνείδητο του Ες, προετοιμάζοντάς μας για το βίαιο τέλος στον τρίτο, σε συνδυασμό πάντα με την ανθρωποσφαγή. Αυτή ακριβώς είναι η άλλου είδους ώσμωση μεταξύ ενός συγγραφέα και των ηρώων του που δεν λειτουργούν ως μαριονέτες προκειμένου να αναδείξουν την προβληματική του, αλλά στέκουν αυθύπαρκτα, εμφορούμενοι από τις δικές τους ανάγκες και επιθυμίες.
Η υπεροψία του δημιουργού
Οι πνευματικοί άνθρωποι είναι υπερόπτες, όπως όλοι οι ελάσσονες θεοί. Επειδή κατανοούν εις βάθος, επειδή διαθέτουν τη δυνατότητα να εκφράζουν τις σκέψεις και να μετατρέπουν όσα ανασύρουν από τον βυθό σε λέξεις, έχουν συχνά την ψευδαίσθηση ότι μπορούν και να αλλάξουν το υπάρχον κατά βούληση. Μέσω της τέχνης τους να ενοποιήσουν όλα εκείνα που παραμένουν κερματισμένα, να επουλώσουν τη χαίνουσα πληγή της ανθρώπινης κατάστασης, να συρράψουν τα μέλη, να ορθώσουν τον άνθρωπο στο ακέραιο. Αυτό είναι το μέγα στοίχημα, η κρυφή τους υπόσχεση, η μύχια ανάγκη τους. Και όπως κάθε υπόσχεση και προσδοκία, φέρνει εν τη γενέσει της τον σπόρο της διάψευσης. Ελάχιστοι εξ αυτών συμβιβάζονται με την αποτυχία – ακόμα κι αν έχουν επιτύχει να επιδαψιλεύσουν τιμές και υλικά οφέλη. Κάθε δημιουργός που πλάθει έργο άξιο λόγου, έχει ταυτόχρονα πλάσει εντός του και τον κόσμο στον οποίο επιθυμεί να το παραδώσει: καθ’ εικόνα και κατ’ ομοίωση. Και ας μην το παραδεχτεί ποτέ δημοσίως.
Η θλίψη του Δημιουργού προέρχεται από το γεγονός ότι είναι αδύνατον να το καταφέρει. Ότι το έργο του δεν θα αποτελέσει ποτέ ενοποιητική αρχή, άρα το μέρος ποτέ δεν θα γίνει όλον. Το δράμα του είναι, επιπλέον, ότι η όποια κατανόηση δεν θα μοιραστεί ποτέ στους πολλούς γινόμενη κτήμα τους, αλλά θα απευθύνεται πάντα σε μικρό κοινό, το οποίο συχνότερα δεν θα ενδιαφέρεται καν για τον ευρύτερο οραματισμό του (όπως εκείνον του Μπροχ που αποτέλεσε αφορμή συγγραφής του εν λόγω έργου). Εκείνο στο οποίο θα ανατρέχουν ανά τους αιώνες θα είναι η αισθητική του, ο τρόπος με τον οποίο περιέγραψε με καλλιτεχνικούς όρους την εποχή, τις ανάγκες, τις αμφισημίες και τις ψευδαισθήσεις της.
Το κοινό που διαβάζει πλέον τους «Υπνοβάτες» δεν είναι εκείνο που είχε στο μυαλό του ο Μπροχ, ο οποίος αγωνιούσε για την τύχη της Ευρώπης, για τη διάλυση, την παρακμή και τη φρίκη του 1ου Παγκοσμίου. Αν ο σύγχρονος αναγνώστης σκύβει με προσήκοντα σεβασμό στις σελίδες αυτές είναι γιατί θαυμάζει το καλλιτεχνικό όραμα του συγγραφέα. Και αυτό είναι ακόμα μια μικρή τραγωδία που ευτυχώς ο Δημιουργός δεν ζει για να τη βιώσει ως τέτοια. Το έργο του δεν πρόκειται ποτέ να επιτύχει τους, ας το παραδεχτούμε, ανεδαφικούς και υπερφίαλους στόχους του. Δεν θα σώσει την ανθρωπότητα, δεν θα της αλλάξει καν βηματισμό. Αυτό πιθανότερο είναι να το κάνουν κάποιες συλλογικές ανθρώπινες πράξεις, κάποιες επιστημονικές ανακαλύψεις – αν το κάνουν. Σίγουρα όμως θα «σώσει», με μια πολύ ευρεία έννοια, την ψυχή κάποιων μεμονωμένων αναγνωστών που αναζητήσουν και θα ανακαλύψουν στους Υπνοβάτες μια μικρή φλόγα για να πορευτούν και εκείνοι λιγότερο μοναχικά προς το τέλος που περιμένει όλους.
Υ.Γ.
Ένας άντρας στέκεται στο σκοτάδι. Παρατηρεί με προσοχή τα ανθρώπινα πλάσματα που κινούνται αμέριμνα: τη θλίψη τους, τη ματαιότητα της ύπαρξής τους και των έργων τους, την ανάγκη τους για επαφή, την ανικανότητά τους να επικοινωνήσουν, τα μακρόπνοα σχέδια τους που γίνονται γρήγορα στάχτη, τις δολοπλοκίες τους, τα εγκλήματα και τους έρωτές τους. Και μετά τους βλέπει να αλλάζουν βηματισμό και να ενώνονται σε ομάδες, σε τάξεις, σε έθνη και να σφαγιάζονται στο όνομα της Πατρίδας, του Θεού, της Ιστορίας. Ο άντρας θρηνεί εντός του και επιχειρεί με το ρωμαλέο πνεύμα του να κατανοήσει τις αιτίες, καθώς εκείνος βλέπει καθαρά μέσα στις ψυχές τους. Δεν αντέχει όμως για πολύ να μένει παρατηρητής, οφείλει να δράσει, να ξυπνήσει τους θνητούς, να τους δείξει τον δρόμο μακριά από την αυτοκαταστροφή. Και γράφει, γράφει συνεχώς για όλα όσα γνωρίζει – πιστεύει αφελώς ότι θα αλλάξει τον κόσμο, ότι θα αλλάξει τους ανθρώπους (το σκοτάδι εντός τους). Δεν μπορεί, σκέφτεται, η στεντόρεια κραυγή του θα ακουστεί στα πέρατα της οικουμένης και το χαρμόσυνο μήνυμα θα φτάσει στα αυτιά εκείνων που τώρα δεν ακούνε. Εξάλλου τον θαυμάζουν, τον αγαπούν, τον διαβάζουν, τον σέβονται! Περνάει χρόνια γράφοντας και ομνύοντας στη δύναμη του Λόγου. Όμως την πίστη ακολουθεί η διάψευση, ξανά και ξανά. Αλλά δεν σταματά, δεν μπορεί. Κάθε βράδυ σηκώνεται από το γραφείο του και βγαίνει έξω στους δρόμους. Υπνοβάτης κι εκείνος, μεταξύ υπνοβατών.
* Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Όταν οι επιθυμίες και οι στόχοι συμπυκνώνονται, όταν το όνειρο συγκρούεται με τις μεγάλες ανατροπές και τους συγκλονισμούς της ζωής, τότε ο δρόμος στενεύει και οδηγεί σε πιο σκοτεινά πηγάδια και ο προθάλαμος του θανάτου βουλιάζει και καταρρέει επάνω σε αυτόν που υπνοβατούσε μέσα στο όνειρό του: ό,τι υπήρξε, επιθυμίες και στόχοι, ξεγλιστράει και φεύγει άλλη μια φορά μακριά, λες και περνά μπροστά από τα μάτια ετοιμοθάνατου, και είναι μάλλον απλή σύμπτωση, αν μερικές φορές δεν οδηγεί στον θάνατο».