
Για το βιβλίο της Σιμόν ντε Μποβουάρ [Simone de Βeauvoir] «Ένας πολύ γλυκός θάνατος» (μτφρ. Γιώργος Ξενάριος, εκδ. Μεταίχμιο). Στην κεντρική εικόνα, η Φρανσουάζ ντε Μποβουάρ.
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Το συγγραφικό –λογοτεχνικό και φιλοσοφικό– της έργο, ο αγώνας της για τα δικαιώματα των γυναικών, οι ανατρεπτικές για την εποχή απόψεις της, η σχέση της με τον Σαρτρ και ο αντισυμβατικός τρόπος της ζωής της, είναι γνωστά σε όλους.
Στο Ένας πολύ γλυκός θάνατος (μτφρ. Γιώργος Ξενάριος) βλέπουμε την πλέον ανθρώπινη πλευρά της, καθώς εκεί περιγράφει τις τελευταίες μέρες της μητέρας της. Μιας μητέρας η οποία «ζει από μικρή μια ζωή περιορισμένη, με αυστηρές αρχές, επαρχιακά ήθη, και ηθική της σχολής καλογραιών». Η δυστυχισμένη παιδική της ηλικία έχει σαν αποτέλεσμα να κάνει κι εκείνη δυστυχισμένα τα δικά της παιδιά. Κι ενώ είναι ένας άνθρωπος με ζωντάνια και φλογερό ταπεραμέντο, που αγαπά τη ζωή, αναγκάζεται να βάλει σε δεύτερη μοίρα τις επιθυμίες της. Μετά από τον θάνατο του συζύγου της, παίρνει την απόφαση να ζήσει για τον εαυτό της. Αν και αργοπορημένα, από τη στιγμή που το αποφασίζει, «αρχίζει να δίνει σημασία και στην παραμικρή ευχαρίστηση, σαν να συνειδητοποιεί ξανά το θαύμα της ζωής».
Τη βλέπει πληγωμένη κι ανυπεράσπιστη, εξαντλημένη από τον πόνο, καταβεβλημένη σωματικά, να προσπαθεί να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της, την ελπίδα και την αισιοδοξία της.
Η Φρανσουάζ ντε Μποβουάρ λοιπόν, εβδομήντα επτά ετών, εισάγεται σε μια κλινική με σκοπό να χειρουργηθεί στο ισχίο, όμως στις εξετάσεις ρουτίνας που πραγματοποιούνται, διαπιστώνεται ότι πάσχει από καρκίνο του εντέρου, σε τελικό στάδιο. Από εκείνη τη στιγμή, για τη Σιμόν «ο κόσμος περιορίζεται στις διαστάσεις του δωματίου της μητέρας της». Περνά δίπλα στη μητέρα της πολλές ώρες της ημέρας, συχνά μένει μαζί της και τη νύχτα. Αυτή η συνύπαρξη είναι σαν να «συνεχίζει τον μεταξύ τους διάλογο που είχε διακοπεί στην εφηβεία». Αρχίζει να ξαναγεννιέται η τρυφερότητα που ένιωθε παλιά για κείνη. Τη φροντίζει, την ενθαρρύνει, την παρατηρεί. Παρατηρεί τη φθορά που έχει υποστεί το σώμα της από τα γηρατειά και την αρρώστια, τον αγώνα της ανάμεσα στον πόνο και στον θάνατο. Τη βλέπει πληγωμένη κι ανυπεράσπιστη, εξαντλημένη από τον πόνο, καταβεβλημένη σωματικά, να προσπαθεί να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της, την ελπίδα και την αισιοδοξία της. Και θέλει να την προστατέψει. Παίζει θέατρο μπροστά της για να μην καταλάβει από τι πάσχει. Και όντως, η μητέρα δεν μαθαίνει ποτέ για την ασθένειά της.
![]() |
Mε τη μητέρα της, Φρανσουάζ, και τη μικρότερη αδερφή της, Ελέν. |
Ξεχνά την καταπίεση
Δεν είναι εύκολο για τη συγγραφέα να ξεχάσει την καταπίεση που υπέστη τον καιρό της εφηβείας, την εξάρτηση αγάπης και μίσους που διαμορφώθηκε ανάμεσα σε κείνη και τη μητέρα της, και η οποία είχε σαν αποτέλεσμα να θεωρείται αποτυχημένη η σχέση τους. Όμως πλέον η Σιμόν κατανοεί τη συμπεριφορά της μητέρας, θαυμάζει τη ζωντάνια της και την αγάπη της για τη ζωή, αναγνωρίζει την αγωνία της για τον δρόμο που είχε διαλέξει η διάσημη κόρη της, για την οποία οι συγγενείς έλεγαν ότι είναι η ντροπή της οικογένειας.
Γαλλίδα φιλόσοφος και συγγραφέας, εκπρόσωπος του Υπαρξισμού και του φεμινιστικού κινήματος. Γεννήθηκε το 1908 στο Παρίσι. Σπούδασε στη Σορβόνη και μετά το τέλος των σπουδών της δίδαξε φιλοσοφία στη Μασσαλία, στη Ρουέν και το Παρίσι. Το 1929 γνώρισε τον Ζαν Πωλ Σαρτρ που τη μύησε στη συγγραφή και έζησε δίπλα του όλη την υπόλοιπη ζωή της. Το πρώτο της έργο, «Τα πρωτεία του πνεύματος» απορρίφθηκε, το 1938, από τους εκδότες. Το επόμενο μυθιστόρημά της, «Η καλεσμένη» είχε καλύτερη τύχη και δημοσιεύτηκε το 1943. Ακολούθησαν τα: «Το αίμα των άλλων», «Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί», «Οι Μανδαρίνοι», «Η δύναμη της ζωής, η δύναμη των πραγμάτων», «Τα γηρατειά», κ.ά. Πριν αποφασίσει να ασχοληθεί με τη συγγραφή ταξίδεψε σε πολλές χώρες στην Ευρώπη, στην Αμερική και τη Ρωσία. Επίσης, μαζί με τον σύζυγο της διηύθυνε το περιοδικό «Μοντέρνοι Καιροί» και μέσα από αυτό είχαν υποστηρίξει τη φοιτητική εξέγερση του 1968. Πέθανε το 1986 σε ηλικία 78 ετών. |
Όλα τα συναισθήματα που ενώνουν τη Σιμόν με τη μητέρα είναι εδώ: οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, η χαρά, η τρυφερότητα, η αγάπη, μετά ο θυμός και η καταπίεση της εφηβείας, τώρα ο πόνος της απώλειας, οι τύψεις και οι ενοχές για τον χαμένο χρόνο, για τις παραλείψεις, τις αμέλειες και τις απουσίες. Όμως «ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου, μας αποκαλύπτει τη μοναδικότητά του». Και η θλίψη και ο πόνος που ακολουθούν αυτόν τον θάνατο, μπορεί να εκδηλωθούν με απρόβλεπτο τρόπο.
Η Μποβουάρ, με τη δυνατή της πένα και σαν να κρατάει ημερολόγιο, περιγράφει με απλότητα και ειλικρίνεια την κατάσταση, καταγράφει κάθε της συναίσθημα, δεν προσπαθεί να μεγαλοποιήσειή να αποδυναμώσει τα πράγματα, τοποθετείται επί της ουσίας, μιλά για τον θάνατο με θάρρος και ψυχραιμία, αντιμετωπίζοντάς τον έτσι ακριβώς όπως είναι: ένα τελεσίδικο γεγονός, το αναπόδραστο της έλευσης του οποίου είναι γνωστό σε όλους. Δεν έχει στόχο να συγκινήσει τον αναγνώστη –ίσως αυτός να είναι και ένας από τους λόγους που το κείμενο είναι ιδιαίτερα συγκινητικό–, αλλά να εξωτερικεύσει, να κοινοποιήσει την αλήθεια της, για να αποφορτιστεί κατά ένα μέρος από την ένταση των συναισθημάτων της και να κάνει το δικό της μνημόσυνο προς τη μητέρα, η οποία είχε τελικά έναν πολύ γλυκό θάνατο, έναν θάνατο από αυτούς που έχουν μόνο οι προνομιούχοι, εκείνοι που πεθαίνουν έχοντας δίπλα τους αγαπημένους τους.
Η συγγραφέας γνώριζε ότι και μόνο λόγω της ηλικίας της μητέρας της, ο χρόνος που θα την έχανε ήταν κοντά. Όμως, πόσο έτοιμοι είμαστε να χάσουμε τους γονείς μας; Ή, πόσο έτοιμοι είμαστε για τον δικό μας θάνατο; Την ημέρα της κηδείας της «παρακολουθούσαμε την πρόβα τζενεράλε της δικής μας κηδείας. Το κακό είναι πως την περιπέτεια αυτή, κοινή για όλους, τη ζει ο καθένας μόνος του». Κι ίσως εκεί να βρίσκεται και το κέντρο βάρους αυτού του αριστουργήματος.
Ο Γιώργος Ξενάριος υπογράφει την εξαιρετική μετάφραση μαζί με ένα πολύ ουσιαστικό εισαγωγικό σημείωμα.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Το να σκέφτεσαι ενάντια στον εαυτό σου είναι συχνά γόνιμο, με τη μάνα μου όμως η ιστορία είναι τελείως διαφορετική: εκείνη έζησε ενάντια στον εαυτό της. Γεμάτη ορμές, ανάλωσε όλη την ενεργητικότητά της για να τις καταπιέσει, κι αυτή η καταπίεση γεννούσε μέσα της οργή. Όταν ήταν παιδί, συνέθλιψαν το κορμί, την καρδιά και το μυαλό της κάτω από ένα βαρύ φορτίο ηθικών αρχών και απαγορεύσεων. Την έμαθαν να σφίγγει μόνη της, και πολύ σφιχτά, τα λουριά. Μέσα της επιβίωνε μια γυναίκα όλο φλόγα και πάθος, αλλά παραμορφωμένη, ακρωτηριασμένη και ξένη προς τον εαυτό της».