Για το μυθιστόρημα της Κλερ Μεσούντ [Claire Messud] «Η γυναίκα του επάνω ορόφου» (μτφρ. Ρένα Χατχούτ, εκδ. Gutenberg). Κεντρική εικόνα: Ο πίνακας του Έντουαρντ Χόπερ «11 a.m.» (1926).
Γράφει η Διώνη Δημητριάδου
Μια φωνή γεμάτη οργή, μια χειμαρρώδης εξομολόγηση, ένας απολογισμός ζωής. Αυτή είναι η ιστορία μιας γυναίκας, της σαραντάχρονης Νόρας, στην ανατολική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών, κατά την πρώτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα. Μια φωνή που θα ήθελε να συμπεριλάβει, όπως λέει, όλες τις γυναίκες του κόσμου, που προσπαθούν να ανταποκριθούν στην αναμενόμενη και αποδεκτή εικόνα της γυναίκας, που δεν κατορθώνουν να υλοποιήσουν τις βαθύτερες επιθυμίες τους (η Νόρα ήθελε να γίνει ζωγράφος, σπούδασε όμως Παιδαγωγικά και έγινε δασκάλα), ακολουθώντας τα στερεότυπα που τις οδηγούν σε μια ζωή ανούσια και αδιέξοδη. Σε μια ζωή γεμάτη από ψέματα και προσποίηση, σε έναν κόσμο που μοιάζει με σπίτι όλο καθρέφτες και παραποιημένα είδωλα και πουθενά μια πόρτα που να γράφει: «Έξοδος».
Κι αν, όπως οι περισσότερες γυναίκες, είναι καταδικασμένη και η Νόρα να ζει κατά κάποιο τρόπο υπογείως, να υποχωρεί και να κάνει στην άκρη για να περάσουν οι εκλεκτοί της ζωής, η ίδια χαρακτηρίζει τον εαυτό της μια «γυναίκα του επάνω ορόφου», σαν την ήσυχη γυναίκα σε έναν τακτοποιημένο τρίτο όροφο, πάντα με το χαμόγελο και τη βολική για όλους σιωπή, στην πραγματικότητα αόρατη για τους άλλους.
Η Νόρα θα κατασκευάσει μια μάσκα, ένα προσωπείο που να είναι αποδεκτό, χωρίς η ίδια να διαβλέπει τον κίνδυνο αυτό να ενσωματωθεί στο δέρμα της και να αποτελεί πλέον αναπόσπαστο στοιχείο της προσωπικότητάς της. Σ’ αυτή την επίπεδη ζωή θα παρουσιαστεί όμως ξαφνικά η ευκαιρία για κάτι το εξαιρετικό, το διαφορετικό και προκλητικό, στο πρόσωπο του Ρεζά, ενός οκτάχρονου μαθητή της (ενός αγοριού παραμυθένιου, όπως το χαρακτηρίζει η ίδια) και στη συνέχεια στην παρουσία των δύο γονιών του, της Σιρένας αρχικά, μιας Ιταλίδας εικαστικού και του άντρα της, του Λιβανέζου Σκαντάρ, ιστορικού με πανεπιστημιακή καριέρα.
Σε μια ζωή γεμάτη από ψέματα και προσποίηση, σε έναν κόσμο που μοιάζει με σπίτι όλο καθρέφτες και παραποιημένα είδωλα και πουθενά μια πόρτα που να γράφει: «Έξοδος».
Προσκολλημένη στην οικογένεια αυτή, ως φίλη στην αρχή και κατόπιν ως μπέιμπι σίτερ του Ρεζά, θα αυθυποβληθεί πως αποτελεί και η ίδια μέλος της. Ένας ενδόμυχος ερωτισμό που εκκινεί από τον Ρεζά φθάνει και στους δύο γονείς, και όσον αφορά τον Σκαντάρ θα πάρει τη μορφή ακραίας αυταπάτης, θυμίζοντας τον Τσέχωφ και τον «Μαύρο Καλόγερό» του. Η Νόρα πιστεύει ότι η καλά κρυμμένη μέχρι τότε πολύτιμη ιδιαιτερότητά της ως προσωπικότητας, μπορεί να τραφεί από τη δική τους παρουσία, χωρίς όμως να αντιλαμβάνεται και η ίδια, την εξουσία που ηθελημένα ή αθέλητα ασκούν και οι τρεις επάνω της.
Με τη Σιρένα θα νοικιάσει ένα εργαστήριο και θα αγγίξει το όνειρό της να δημιουργήσει ένα καλλιτεχνικό έργο, μια σειρά από μινιατούρες με αφορμή εμβληματικές γυναικείες φιγούρες, όπως για παράδειγμα η Έμιλυ Ντίκινσον. Δίπλα, ωστόσο, στα δικά της εν πολλοίς άτεχνα δημιουργήματα, η Σιρένα θα δημιουργεί ένα εξαίσιο πολυεπίπεδο έργο (μια εκδοχή της Χώρας των Θαυμάτων) με διεθνή αναγνώριση. Και ενώ πιστεύει πως τα αισθήματα είναι αμοιβαία, η οικογένεια θα εξαφανιστεί από τη ζωή της χωρίς καμία εξήγηση.
Θεωρώντας τον εαυτό της «γυναίκα του επάνω ορόφου» και συνειδητοποιώντας την απώλεια της «μη αληθινής ζωής» της, δεν έχει το περιθώριο να νιώσει δυστυχισμένη ή στερημένη· αυτό θα ήταν το τέλος. Όταν θα επανενωθούν τίποτα δεν θα είναι πλέον το ίδιο όπως πριν. Επιχείρησε να δραπετεύσει από τον επινοημένο, όλο προσποίηση κόσμο της, να τη δουν όπως ήταν στην πραγματικότητα, όμως δεν μπόρεσε να αποφύγει τη φθορά στην ψυχή της. Μόνη πλέον με τον εαυτό της θα πάρει καθοριστικές αποφάσεις. Αρκεί όμως αυτό ή μπροστά της ακόμη βρίσκεται η μεγαλύτερη έκπληξη; Και η οργή της, που από την αρχή ήταν παρούσα στην αφήγησή της, μήπως τώρα επιτέλους θα ερμηνευθεί; Και πού θα την οδηγήσει; Η ιστορία που μόλις μας αφηγήθηκε μήπως ήταν μόνο η αρχή;
Η Μεσούντ έχει γράψει μια συγκλονιστική ιστορία που διαβάζεται με ένταση, υποθέτουμε σχεδόν με την ίδια που γράφτηκε. Από τη μία εναπόθεσε στην ηρωίδα της τον ρόλο μιας γυναίκας που θα μπορούσε να αφορά περισσότερες με ματαιωμένα όνειρα και επίπλαστη ζωή. Έτσι, θέματα όπως η μοναξιά, η φιλία, η μητρότητα, ο έρωτας, η θέση της γυναίκας θα διαφανούν σε όλη τους την έκταση. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, όμως, που διατρέχει διακριτικά όλη την ιστορία, σημαντικότερο κατά τη γνώμη μου, αγγίζει ένα ευρύτερο θέμα που αφορά την Τέχνη και τη φύση του καλλιτέχνη. Πώς ανέρχεσαι στη δύσκολη και απότομη κλίμακα της καλλιτεχνικής αναγνώρισης; Ποιες θυσίες χρειάζεται να κάνεις, και αυτές αφορούν μόνο εσένα ή είναι αναγκαίο να θυσιάσεις ακόμη και τα προσφιλή σου πρόσωπα; Τι σημαίνει η φράση «θυσιάζω τα πάντα» για την Τέχνη;
Ένα βιβλίο, σε μετάφραση, σημειώσεις και επίμετρο από τη Ρένα Χατχούτ, με ένα εξώφυλλο που συνταιριάζει απόλυτα με την ιστορία (Αγγελική Ξυνού, «Μια συνηθισμένη μέρα», λεπτομέρεια 2018), με τη φροντίδα όπως πάντα της σειράς «Aldina» των εκδόσεων Gutenberg, που δεν παύει να μας εκπλήσσει με τις εξαιρετικές επιλογές της.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας. Το νέο της βιβλίο, η μελέτη «Ο ποιητὴς διάγει εσώκλειστος – Οι “τόποι” στην ποίηση του Κώστα Θ. Ριζάκη» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις του Φοίνικα.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η Γυναίκα του Επάνω Ορόφου, που δείχνει στον κόσμο ένα πρόσωπο μονίμως συμπονετικό, ποτέ δεν θα είχε κάτι σαν έναν προσωπικό δείκτη αξιών. Η Γυναίκα του Επάνω Ορόφου δεν ενδιαφέρεται για τέτοια ιδιοτελή πράγματα. Δεν πρέπει να φανεί ότι έχει άσχημη καρδιά. Ποιος θα αγαπούσε μια άσχημη, μοναχική καρδιά;
Ο Σκαντάρ, η Σιρένα, ο Ρεζά – ο καθένας τους με τον τρόπο του, ήταν ο Μαύρος Καλόγερός μου. Είχα ένα πραγματικό μοναστήρι μέσα μου! Ο καθένας, στις παθιασμένες εσωτερικές συζητήσεις μου, ικανοποιούσε κάποιους από τους πιο αγαπητούς, πιο άγρια κρυμμένους πόθους της καρδιάς μου: ζωή, τέχνη, μητρότητα, έρωτα, και τη μεγάλη δελεαστική υπόσχεση ότι δεν ήμουν ένα τίποτα, ότι μπορούσε κανείς να με δει αφτιασίδωτη και ότι αυτός ο κρυμμένος εαυτός, αυτή η πολύτιμη κοπέλα χωρίς μάσκα, αόρατη επί δεκάδες χρόνια, μπορούσε –και μάλιστα έπρεπε– να αφήσει ένα ίχνος στον κόσμο». (σσ. 407-408)