Για το μυθιστόρημα της Καρίνα Σάινθ Μπόργο [Karina Sainz Borgo] «Θα 'ναι νύχτα στο Καράκας» (μτφρ. Αγαθή Δημητρούκα, εκδ. Πατάκη).
Γράφει η Λεύκη Σαραντινού
Πάντα θα είναι νύχτα στο Καράκας. Και το ξημέρωμα δεν διαφαίνεται, δυστυχώς, σύντομα στον ορίζοντα. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 οι κάτοικοι της Βενεζουέλας ζουν σε μόνιμο καθεστώς φόβου και άγχους, οικονομικής ανέχειας, ακυβερνησίας και ανασφάλειας, επιβεβαιώνοντας τη φήμη του εμφύλιου χάους που συνοδεύει όλες σχεδόν τις χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Αυτή είναι η πραγματικότητα στην οποία ζει η Αδελαΐδα, η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, της πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέως στον χώρο του μυθιστορήματος Καρίνα Σάινθ Μπόργο από τη Βενεζουέλα της Λατινικής Αμερικής. Το μυθιστόρημά της είναι ένα από τα πιο δυνατά αντιπολεμικά βιβλία που έχουν γραφτεί προσφάτως. Πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο παρουσιάζει τις φρούδες ελπίδες που σκορπούν στον απλό κόσμο οι πολιτικοί προκειμένου να ανέλθουν στην εξουσία. Αυτός όμως δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο, παρά να συνεχίσει να ελπίζει και να ονειρεύεται έναν καλύτερο και πιο δίκαιο κόσμο.
«Υποσχέθηκαν. Ότι ποτέ κανένας δε θα μας έκλεβε, ότι όλα θα ήταν για τον λαό, ότι καθένας θα είχε το σπίτι των ονείρων του, ότι κανένα κακό δε θα συνέβαινε ξανά. Υποσχέθηκαν μέχρι κορεσμού».
Η Καρίνα Σάινθ Μπόργο γεννήθηκε στο Καράκας το 1982. Εργάζεται ως δημοσιογράφος ειδικευμένη σε πολιτιστικά θέματα. Έχει γράψει τα δημοσιογραφικά βιβλία Καράκας χιπ-χοπ και Κίνηση και Γουάιρε, Η χώρα και οι διανοούμενοί της και είναι δημιουργός του μπλογκ «Βαρβιτουρικά Χρονικά». Τα τελευταία δέκα χρόνια ζει στην Ισπανία. Το Θα 'ναι νύχτα στο Καράκας είναι το πρώτο της μυθιστόρημα. Πρωτοεκδόθηκε στα ισπανικά το 2021 και μεταφράζεται σε είκοσι δύο χώρες. |
Η αυλαία του μυθιστορήματος ανοίγει με έναν θάνατο, ειρηνικό σε σχέση με όσους θα ακολουθήσουν. Πρόκειται για τον θάνατο της μητέρας της πρωταγωνίστριας που έπασχε από Αλτσχάιμερ. Όταν συμβαίνει αυτό, η ηρωίδα είναι μόλις τριάντα οκτώ ετών. Ακριβώς τότε αρχίζει να επιδεινώνεται η πολιτική κατάσταση στη χώρα. Όταν η νεαρή γυναίκα θα βρει νεκρή και τη γειτόνισσα από το διπλανό σπίτι εξ’ αιτίας των ταραχών, θα συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει σωτηρία, ούτε για την ίδια, αλλά ούτε και για τη χώρα της. Θα αναγκαστεί να αλλάξει την ταυτότητά της, με εκείνη της νεκρής γειτόνισσάς της, προκειμένου να φύγει από τη χώρα και να βρεθεί στη Μαδρίτη. Κατά πόσον, όμως, είναι έτοιμη να προβεί στο απονενοημένο αυτό διάβημα και να απαρνηθεί την αληθινή της ταυτότητα;
«Από πού αρχίζει ένας άνθρωπος να λέει ψέματα; Από το όνομα; Από την έκφραση του προσώπου; Από τις αναμνήσεις; Μήπως από τα λόγια; Για να δώσω φωνή στην Αουρόρα Περάλτα, έπρεπε να τη ρευστοποιήσω μέσα μου, να την αφομοιώσω ώσπου να μοιάσω τη μακρινή ιδέα που είχα στο κεφάλι μου γι’ αυτήν. Η μεταμόρφωσή μου σε Αουρόρα Περάλτα μου επέβαλλε μια μονομαχία με τον εαυτό μου».
Γνώρισε τη βία σε πολλές μορφές. Πείνασε. Έτρεμε διαρκώς. Δίψασε. Έκλεψε. Φοβήθηκε. Αδιαφόρησε για τα δεινά των άλλων. Έμεινε κρυμμένη μερόνυχτα.
Η άρνηση της αληθινής της ταυτότητας ήταν το τελευταίο μέσο που μπόρεσε να χρησιμοποιήσει η ηρωίδα, αφού προηγουμένως έκανε τα πάντα προκειμένου να επιβιώσει σε έναν φλεγόμενο και βιαίως μεταλλασσόμενο κόσμο. Γνώρισε τη βία σε πολλές μορφές. Πείνασε. Έτρεμε διαρκώς. Δίψασε. Έκλεψε. Φοβήθηκε. Αδιαφόρησε για τα δεινά των άλλων. Έμεινε κρυμμένη μερόνυχτα. Και τόλμησε να κάνει όσα δεν φανταζόταν ποτέ ότι μπορούσε να κάνει. Η φίλη της η Άνα και ο αδελφός της ο Σαντιάγο τη βοήθησαν αρκετές φορές, αλλά κινδύνευαν παράλληλα και αυτοί και δεν μπορούσαν να υποσχεθούν μόνιμη σωτηρία. Μέσα στην απελπισία της, πολλές φορές απευθύνθηκε στη νεκρή μητέρα της:
«Όσο εσύ χαροπάλευες, η χώρα αποτρελάθηκε. Για να ζήσουμε αναγκαστήκαμε να κάνουμε πράγματα που δε φανταστήκαμε ποτέ ότι θα φτάναμε να κάνουμε: να κλέβουμε ή να σωπαίνουμε, να πηδάμε στον λαιμό του άλλου ή να κοιτάμε από την άλλη μεριά».
Η ηρωίδα της Μπόργο είναι μία γυναίκα που δεν πρόλαβε να ζήσει μία φυσιολογική ζωή με τις χαρές μιας οικογένειας, τις πιο απλές και συνηθισμένες που μπορεί να γνωρίσει ποτέ ένας άνθρωπος.
«Ποτέ δεν παραβρέθηκα σε γέννηση. Ούτε συνέλαβα ούτε γέννησα. Δε λίκνισα στην αγκαλιά μου κανένα μωρό. Δεν ηρέμησα κανένα κλάμα, εκτός από το δικό μου. Στην οικογένειά μας δεν γεννιούνταν παιδιά. Θανάτους είχαμε, αυτό μάλιστα, γριές διαλυμένες στο κρεβάτι της εξουσίας τους».
Όλα αυτά η ηρωίδα τα παραθέτει υπό μορφή μιας ιδιότυπης εξομολόγησης που ακροβατεί ανάμεσα στον μαγικό ρεαλισμό της Ιζαμπέλ Αλιέντε και τον ωμό ρεαλισμό των Γάλλων λογοτεχνών του 19ου αιώνα. Ο αναγνώστης έχει πολλές φορές την αίσθηση ότι αν δεν τα διηγηθεί δεν θα μπορέσει να αντέξει την τόση βία γύρω της. Και όταν θα βρεθεί, μετά από πολλές περιπέτειες επιτέλους ξημέρωμα στα Κανάρια Νησιά, δεν θα διστάσει να μονολογήσει ότι στο Καράκας θα είναι πάντα νύχτα και ότι δεν θα ξημερώσει ποτέ…
* Η ΛΕΥΚΗ ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ είναι συγγραφέας, ιστορικός και καθηγήτρια μουσικής. Τελευταίο της βιβλίο, ο τόμος «Γραφοσκιάσεις: Ασκήσεις δημιουργικής γραφής για εφήβους και ενήλικες» (εκδ. 24 Γράμματα).