Για το μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Φλάναγκαν (Richard Flanagan), «Η ζωντανή θάλασσα που ονειρευόταν ξύπνια» (μτφρ. Γιώργος Μπλάνας), που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Της Άννας Λυδάκη
Κατά τη διάρκεια της μεγάλης φωτιάς στην Τασμανία (2018), και εκείνης που ακολούθησε στην Αυστραλία, εκτυλίσσεται η συγκλονιστική ιστορία που αφηγείται ο Ρίτσαρντ Φλάναγκαν. Τότε που καίγονταν αρχαία δάση και η μέρα σκοτείνιαζε από τον πυκνό καπνό και την αιθάλη, η Φράνσι δοκιμάζεται παγιδευμένη στην επιθυμία του σώματός της να πεθάνει και στην αποφασιστικότητα των τριών παιδιών της που επέμεναν ότι πρέπει να ζήσει.
Μέσα από την ιστορία της Φράνσι, ο Φλάναγκαν, με σπάνια ευαισθησία και ιδιαίτερο λογοτεχνικό ύφος, αναφέρεται στα διλήμματα που προκύπτουν όταν η ζωή και ο θάνατος έρχονται πολύ κοντά, όταν η αγάπη μπορεί να κάνει περισσότερο κακό από το μίσος, όταν οράματα και παραισθήσεις γίνονται πραγματικότητα…
Aναφέρεται στα διλήμματα που προκύπτουν όταν η ζωή και ο θάνατος έρχονται πολύ κοντά, όταν η αγάπη μπορεί να κάνει περισσότερο κακό από το μίσος...
Η Φράνσι, που είναι 86 ετών και ήδη έχει άνοια, έπαθε εγκεφαλική αιμορραγία και ο Τόμι, ο γιος που τη φροντίζει, ενημερώνει σχετικά τα αδέλφια του που ζουν στο Σίντνεϊ. Η Άννα και ο Τέρζο έχουν μια επιτυχημένη ζωή και μέχρι τώρα δεν τους έμενε χρόνος για να επισκεφτούν τη μητέρα τους. Τώρα έρχονται και πρέπει να αποφασίσουν αν η Φράνσι θα χειρουργηθεί ή όχι, διότι η πρόγνωση για την επέμβαση είναι δυσοίωνη: θάνατος, περιορισμός νοητικής λειτουργίας, φυτό. Τι θα έπρεπε να κάνουν; Να πεθάνει η μητέρα τους με οικτρό τρόπο ή να πεθάνει ειρηνικά; Θα παρέτειναν τη ζωή της σε μια κόλαση ή θα πέθαινε στο χειρουργείο και θα της στερούσαν τις λιγοστές πολύτιμες τελευταίες εβδομάδες της;
Η απόφαση αρχικά ήταν πως, δεδομένων των συνθηκών, όσο τρομερό κι αν ήταν, καλύτερα ν’ άφηναν τη Φράνσι να πεθάνει. Ξαφνικά όμως ο Τέρζο αλλάζει γνώμη και οι υπόλοιποι συμφωνούν μαζί του να δουλέψουν υπέρ της ζωής της.
Η εγχείρηση πέτυχε και η Άννα έρχεται συχνά από το Σίντνεϊ για να δει τη μητέρα της στο νοσοκομείο στην Τασμανία. Μιλά μαζί της και ακούει τη Φράνσι να περιγράφει τα οράματά της, «χαμένη» στις απέραντες πεδιάδες και στην ομίχλη του μυαλού της, όπου «αιωρούνται» κομμάτια και θρύψαλα από τα νεανικά της χρόνια, ασύνδετα μεταξύ τους.
Το σώμα της πια δεν ήταν απλώς το καταρρακωμένο σώμα ενός αδύναμου γέρικου ζώου‧ ήταν ένα περίπλοκο μηχάνημα που το κρατούσαν σε λειτουργία τεχνικοί και μηχανικοί σώματος...
Την επόμενη άνοιξη η Φράνσι χειροτερεύει και, αφού δεν της επιτρέπουν να πεθάνει, πεθαίνει σιγά σιγά‧ πέθαινε από καιρό. Το σώμα της πια δεν ήταν απλώς το καταρρακωμένο σώμα ενός αδύναμου γέρικου ζώου‧ ήταν ένα περίπλοκο μηχάνημα που το κρατούσαν σε λειτουργία τεχνικοί και μηχανικοί σώματος, τροφοδοτώντας με καύσιμα τα διάφορα μηχανικά του μέρη: αιμοκάθαρση, παροχή τροφής, οξυγόνου, ορού ζωτικών υγρών, αναλγητικών, αντιβιοτικών, βιταμινών.
Κοντά στο κρεβάτι της είναι πάντα η Άννα, που γυρίζει στο νησί όπου μεγάλωσε και απ’ όπου ήθελε να φύγει, γιατί ένιωθε ότι εκεί συντρίβονταν τα όνειρά της. Τώρα, δίπλα στο «ματαιωμένο φάντασμα» της μητέρας της, αναλογίζεται τη μοναξιά της και χάνεται στις δικές της παραισθήσεις. Θυμάται τη γιαγιά της που δεν ήθελε να ενοχλεί τον Θεό γιατί πίστευε ότι είναι πολυάσχολος, τη μητέρα της που δεν ήταν ποτέ μόνη γιατί ζούσε μέσα από τους άλλους και για τους άλλους, τον πατέρα που ευχαριστούσε κάθε πρωί γονατιστός τον Θεό για την ομορφιά του κόσμου.
Θυμάται τη γιαγιά της που δεν ήθελε να ενοχλεί τον Θεό γιατί πίστευε ότι είναι πολυάσχολος...
Αυτή η ομορφιά -τα τροπικά δάση, τα άγρια ποτάμια, οι ωκεανοί, οι παραλίες με τους αστραφτερούς κυματισμούς της άμμου, τα πουλιά και τα ζώα- αφανίζεται μέσα σε έναν εχθρικό κόσμο, όπου οι άνθρωποι όλο και περισσότερο εστιάζουν στα επουσιώδη.
Οι ήρωές του Φλάναγκαν ταλανίζονται από ενοχές και διλήμματα μέσα στη μηδαμινότητα και την απεραντοσύνη της συμπαντικής δύναμης, όπου οι εξαφανίσεις των χαρακτηριστικών, όπως τις «βλέπει» η Άννα, δεν φαίνονται να είναι πρόβλημα, και οι λέξεις δεν είναι πια γέφυρες, αλλά ένα τείχος ανάμεσα στους ανθρώπους. Το αφύσικο είχε γίνει φυσιολογικό και η ζωή ένας «ανενεργός σύνδεσμος στο διαδίκτυο».
Κρίσιμα ερωτήματα διατρέχουν όλο το αυτό το έξοχο έργο για τον φόβο, την αγάπη, το θαύμα της ζωής, τα γηρατειά, τον θάνατο και τον κόσμο: Είναι δυνατόν ν’ αγαπάς κάποιους και την ίδια στιγμή να τους θέλεις νεκρούς; Πρέπει η αγάπη να επιδεικνύεται για να γίνει αγάπη; Τι γίνεται όταν ο άλλος απελπισμένος λέει: «Όχι άλλο πόνο. Έφτασα στο τέλος. Θέλω να φύγω. Άσε με να πάω» και η οικογένεια δεν τον αφήνει; Ο συγγραφέας αναρωτιέται αν μια αναβολή του θανάτου, μια ατέλειωτη παράταση του θανάτου ουσιαστικά, είναι ζωή ή αν είναι ένα αόρατο έγκλημα, ένα ψέμα που το ενθαρρύνουν όλοι.
Στο βιβλίο του Η ζωντανή θάλασσα που ονειρευόταν ξύπνια ο Φλάναγκαν διηγείται μια ιστορία για τα ανθρώπινα και τα μη ανθρώπινα, η οποία μας αφορά όλους καθώς, όπως λέει, ό,τι εξαφανίζεται δεν είναι μόνο αυτό αλλά κι εσύ. Είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα σε ωραία μετάφραση του Γ. Μπλάνα που αναφέρεται με συγκλονιστικό τρόπο στο «φθινόπωρο των πραγμάτων» και συναρπάζει τον αναγνώστη.
* Η ΑΝΝΑ ΛΥΔΑΚΗ είναι καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τελευταίο βιβλίο της, η μελέτη «Αναζητώντας το χαμένο παράδειγμα: Επιτόπια έρευνα, κατανόηση, ερμηνεία» (εκδ. Παπαζήση).