Για το μυθιστόρημα του Κώστα Βούλγαρη, Το εμφύλιο σώμα (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου).
Του Γιώργου Βέη
Αναγνωρίζω τρεις κύριους κειμενικούς άξονες πέριξ των οποίων κινείται το παρόν έργο. Είναι οι εξής: η διερεύνηση ορισμένων καταστατικών εμφύλιων παθών μας, όπως απαντούν κατ΄ εξοχήν στην Αρκαδία, σε διαχρονική μάλιστα βάση, η λεπτομερής χαρτογράφηση μιας εν εγρηγόρσει συγγραφικής συνείδησης και η πειστική τεκμηρίωση της αλήθειας των αιτίων και των αιτιατών συγκεκριμένων πράξεων και παραλείψεων προσώπων ή κοινωνικών ομάδων.
Όλα αυτά, οίκοθεν νοείται, τελούνται δια της δημιουργικής γραφής. Η τελευταία, σε εμφανώς αυξημένο βαθμό, συνιστά προϊόν της μακρόχρονης, συστηματικής ενασχόλησης του συγγραφέα στο χώρο των απαιτητικών λεκτικών εμπεδώσεων. Τα αυτοκαταστροφικά ένστικτα της αρχαιότητος, οι θλιβερές έριδες στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 και η αδελφοκτόνος, τετραετής σύρραξη, που ακολούθησε αμέσως μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αντιμετωπίζονται τόσο με οξυδέρκεια, όσο και με εγγενή νηφαλιότητα. Άλλωστε ο συγγραφέας φαίνεται να γνωρίζει τον ισχυρό δεσμό, ο οποίος σε πείσμα όλων των εναντίων δυνάμεων, ξέρει πώς να συγκρατεί απρόσκοπτα την ιστορία και τη γραφή σε μια άρρηκτη ενότητα δράσης. Η κίνηση, η ιστορικότητα του πεζογραφήματος είναι αυτόνομη. Η ιστορικότητα του Εμφυλίου σώματος παραβάλλεται με τον ρυθμό της αναπνοής από την έναρξη ως το πέρας της ζωής ενός ανθρώπου. Δείχνουμε εδώ εν τέλει ένα φυσικό γεγονός, θα ισχυριζόμουν, προσαρμόζοντας αναλόγως μια σημαίνουσα κρίση της Λύντιας Στεφάνου, όπως διατυπώνεται στο Πρόβλημα της μεθόδου της μελέτης της ποίησης. (Βλ. εκδόσεις Κάλβος, 1972).
Tο βιβλίο αυτό λειτουργεί ως πρόσκληση εξοικείωσης και πρόσληψης εξαιρετικά ενδιαφερόντων στρατηγικών γραψίματος, όπου το αντικείμενο και το υποκείμενο, το πράγμα και το αφηγηματικό εγώ, το υποκείμενο και το άλλο, συνυπάρχουν σε ισότιμη, διαλεκτική βάση συναντίληψης και συνομιλίας.
Ο συγγραφέας εν προκειμένω εκκινεί, αντιλαμβανόμενος κι αυτός ότι «η γλώσσα και το στυλ είναι τυφλές δυνάμεις. Η γραφή είναι μια πράξη ιστορικής αλληλεγγύης. Η γλώσσα και το στυλ είναι αντικείμενα· η γραφή είναι μια λειτουργία: είναι η σχέση ανάμεσα στη δημιουργία και στην κοινωνία, είναι το λογοτεχνικό λεκτικό ιδίωμα μεταμορφωμένο από τον κοινωνικό προορισμό του, είναι η μορφή καθώς έχει συλληφθεί στην ανθρώπινη πρόθεσή της κι έχει συνδεθεί έτσι με τις μεγάλες κρίσεις της Ιστορίας». (Βλ. Ρολάν Μπαρτ, Ο βαθμός μηδέν της γραφής, Πρώτο Μέρος, «Τι είναι η γραφή», μετάφραση: Κώστας (Κωστής) Παπαγεωργίου, εκδόσεις 70, 1971, σελ. 26). Για τους εξοικειωμένους με το ατομικό ιδίωμα, τα κατά καιρούς ύφη ευρέως φάσματος, τους ειδολογικούς προσανατολισμούς και τους ανανεωτικούς τροπισμούς των εκφάνσεων του Κώστα Βούλγαρη, το Εμφύλιο σώμα συνιστά την εν πολλοίς αναμενόμενη, επαρκώς συγκροτημένη σύνοψη των έως σήμερα συναφών παραγωγικών δοκιμών του. Για τους αναγνώστες αντιθέτως, οι οποίοι θα προσεγγίσουν πρώτη φορά σήμερα τη λογοτεχνική του κατάθεση, το βιβλίο αυτό λειτουργεί ως πρόσκληση εξοικείωσης και πρόσληψης εξαιρετικά ενδιαφερόντων στρατηγικών γραψίματος, όπου το αντικείμενο και το υποκείμενο, το πράγμα και το αφηγηματικό εγώ, το υποκείμενο και το άλλο, συνυπάρχουν σε ισότιμη, διαλεκτική βάση συναντίληψης και συνομιλίας. Συνεπώς, το Εμφύλιο σώμα συστήνει κατά κανόνα ισορροπίες, υπονομεύει μυθεύματα και προτείνει αναμοχλεύσεις ίσκιων. Στο βαθμό μάλιστα που «δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από έναν πνευματικό κόσμο· αυτό που ονομάζουμε υλικό κόσμο είναι το Κακό στον πνευματικό, και αυτό που ονομάζουμε κακό είναι μόνο μια αναγκαιότητα μιας στιγμής της αιώνιάς μας εξέλιξης», το Εμφύλιο σώμα προτίθεται να ανακεφαλαιώσει και να αποκαθάρει τραυματισμένες αξίες του πολιτισμικού καταπιστεύματος. (Βλ. Φραντς Κάφκα, Αφορισμοί, μετάφραση: Γιώργος Βαμβαλής, εκδόσεις Επίκουρος, 1970).
Πρόκειται ασφαλώς για ένα παλαιό αίτημα. Πρόχειρα σπεύδω να μνημονεύσω τον συνειδητό αγώνα αποκατάστασης των παραχαραγμένων ορατών και των επιβλαβών αοράτων, στον οποίον επιδίδεται με ιδιαίτερη αφοσίωση, που αγγίζει προφανώς τα όρια του πάθους, ένας τριανταπεντάρης, στα 161 μ. Χ., ο οποίος φρίττει με την πλαστογραφία της λεγομένης εξ αντικειμένου περιρρέουσας ατμόσφαιρας, όπου μια αδυσώπητη συνθήκη γενικευμένης τυφλότητας «μας φορτώνει στην πλάτη διάφορες φήμες πολύ αντίθετες από την πραγματικότητα κι έτσι ο κακός μπορεί να υπερηφανεύεται για τις αρετές του, κι ο καλός να τιμωρείται σαν ένοχος» (Βλ. Απουλήιος, Ο Χρυσός γάιδαρος ή Οι μεταμορφώσεις, μετάφραση από την έκδοση «Γραμμάτων» Αλεξάνδρειας, 1927, εκδόσεις Νεφέλη, 1982. Στο σημείο αυτό αντιπαραβάλλω την εμμονή του Εμφυλίου σώματος να συνδιαλέγεται μεταξύ άλλων και με την Ιστορία των Μεταμορφώσεων του Γιάννη Πάνου, εκδόσεις Καστανιώτη, 1998). Παρόν και παρελθόν, ενική μνήμη και συλλογικό κληροδότημα του ιστορικού χθες, ενοποιούνται προοδευτικά. Η διαπλάτυνση του χωροχρόνου επιτυγχάνεται αβίαστα από τη μεθοδική παράθεση συγγενικών κειμένων του ίδιου συγγραφέα, είτε σε αυτούσια μορφή είτε σε αποσπασματική. Αναφέρω ενδεικτικά τα Άλογα της Αρκαδίας, τον Καρτέσιο στην Τρίπολη και Στο όνειρο πάντα η Πελοπόννησο. Ήδη η κριτική έχει επισημάνει από αντίστοιχη γωνία θέασης τα εξής χαρακτηριστικά γνωρίσματα: «Στα διάσπαρτα, φαινομενικά ασύνδετα ιστορικά και λογοτεχνικά σπαράγματα που συνθέτουν το Εμφύλιο Σώμα, η θεωρία του πολιτικού ασυνείδητου βρίσκει πράγματι τη λειτουργία και την αναγκαιότητά της, καθώς «ιχνηλατεί» και «επαναφέρει στην επιφάνεια του κειμένου» τα συντρίμμια της καταστροφικής, θυελλώδους εκείνης πραγματικότητας που αντικρίζει ο Άγγελος της Ιστορίας οδηγούμενος προς το μέλλον». (Βλ. την διεισδυτική κριτική της Τζίνας Πολίτη στο ηλεκτρονικό περιοδικό «ο αναγνώστης», στις 14 Δεκεμβρίου 2014).
Μέσα από τις σημασιοσυντακτικές περιελίξεις, τις αλλεπάλληλες προβολές απολιθωμάτων της καθαρεύουσας και τις αποκαθηλώσεις αντιπροσωπευτικών εθνικών ειδώλων παράγεται διαρκώς ο σπινθήρας της αναγνωστικής έκπληξης.
Το κείμενο δεν διστάζει δηλαδή να προβάλει και τη φόδρα του: η ύφανση είναι άλλωστε υπόθεση επαΐοντος χειρώνακτος. Ο Κώστας Βούλγαρης, δρώντας κυρίως ως φυσιοδίφης, όπως δήλωσα σε παλαιότερη περίσταση, προωθεί συνειδητά μιαν ευέλικτη, διεξοδική αποδελτίωση προσωποπαγών αλλά και φυλετικών μοιραίων λαθών. Μέσα από τις σημασιοσυντακτικές περιελίξεις, τις αλλεπάλληλες προβολές απολιθωμάτων της καθαρεύουσας και τις αποκαθηλώσεις αντιπροσωπευτικών εθνικών ειδώλων παράγεται διαρκώς ο σπινθήρας της αναγνωστικής έκπληξης. Συγκρατώ ότι η αναλυτική δεοντολογία υπεραμύνεται εαυτής, υποστηρίζοντας την επιτυχία του όλου εγχειρήματος. Για τον δε ανθρωπιστικό τόνο, ο οποίος πνέει συχνά στις σελίδες του βιβλίου, πιστεύω ότι συντονίζεται με όσα απομονώνω αμέσως για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής: «Κανένα ανθρώπινο εγχείρημα δεν είναι εξολοκλήρου απαλλαγμένο από αξίες. Ακόμα και στην καθαρότερη αφαίρεση μπορεί να φωλιάζει ένας κόκκος ιδεολογίας, κοινωνικοϊστορικής οριοθέτησης. Μόνο ο παρανοϊκός δεσποτισμός, όμως, μπορεί να αποδώσει τη θεωρία της σχετικότητας στην «εβραϊκή διαφθορά» ή να προσπαθήσει να ξεριζώσει τη γενετική του Μέντελ στο όνομα του σταλινισμού. Όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν, το μαθηματικό θεώρημα, η διαδικασία εικασίας και διάψευσης στην επιστήμη, αναζητούν «αλήθειες» -έννοια, λέξη εξαιρετικά ευάλωτη και εύθραυστη- αδέσμευτες από εθνικές, θρησκευτικές και πολιτικές ανησυχίες. Δεν υπάρχουν ούτε καπιταλιστικές ούτε σοσιαλιστικές λύσεις στις μη γραμμικές εξισώσεις. Η υποταγή των βιογενετικών ανακαλύψεων στο οικονομικό κέρδος είναι αισχρότητα, όπως η λογοκρισία της μαθηματικής και φυσικοχημικής έρευνας για την εξυπηρέτηση στρατιωτικών σκοπών. Η επιστημονική ανακάλυψη, όταν πλησιάζει ένα ιδεώδες ανυστερόβουλης, κοινής προόδου, είναι το πιο ώριμο δημιούργημα της ανθρώπινης ελευθερίας» (Βλ. Τζορτζ Στάινερ, Τα μαθήματα των δασκάλων, μετάφραση: Σεραφείμ Βελέντζας, εκδόσεις Scripta, 2011, σελ. 191).
Ο Κώστας Βούλγαρης
|
Γνωρίζοντας ότι «ο κόσμος είναι "άπειρος" καθότι "μπορεί να περικλείει άπειρες ερμηνείες"», ο επίκουρος καθηγητής ιστορίας ονόματι Τάσος Γαλανός, εμμανής ταξινόμος συν τοις άλλοις, ο οποίος ανακαλεί εμμέσως πλην σαφώς τους αρχετυπικούς, ασίγαστους εκείνους μεγα-ταξινόμους, δηλαδή τον Μπυβάρ και τον Πεκυσέ του Γκιστάβ Φλωμπέρ, διενεργεί έλεγχο πλαστοτήτων, προκειμένου να ταυτοποιήσει το Ον. (Βλ. Φρίντριχ Νίτσε, Χαρούμενη επιστήμη, μετάφραση: Ζήσης Σαρίκας, εκδόσεις Πανοπτικόν, 2010). Όντως, δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά να εγκαθιστά σύνολα βεβαιοτήτων. Αντιμετωπίζει βέβαια το ενδεχόμενο των λεγομένων οριακών νεφώσεων, οι οποίες είθισται να επικαλύπτουν με σθένος τα διιστορικά φαινόμενα. Δηλαδή «αν ψάχνεις να βρεις ένα νόημα στην Ιστορία, είναι σαν να κοιτάς τα σύννεφα. Στα σύννεφα βλέπεις σχήματα που μοιάζουν με λιοντάρια, με βουνά, με λίμνες, με θάλασσες. Είναι σχήματα αυθαίρετα, κατά τον ίδιο τρόπο που είναι αυθαίρετη και η Ιστορία. Βλέπω την Ιστορία σαν ένα μεγάλο όνειρο, που όμως δεν το ονειρεύεται κανείς. Είναι σαν όνειρο που ονειρεύεται τον εαυτό του. Ίσως όμως δεν έχει προορισμό...», για να θυμηθούμε τις επιφυλάξεις του Αρθούρου Σοπενχάουερ. Πλην όμως εδώ, ο έλεγχος δεν κάμπτεται. Επείγεται να υπερβεί την πεπατημένη και να ορθώσει δίκαιον. Επαναφέρω την ευθύβολη αποτίμηση που προηγήθηκε από τον Κώστα Χατζηαντωνίου στο «διάστιχο» της 13ης Δεκεμβρίου 2014 για μια πληρέστερη εικόνα των σημαινομένων: «Η μεγάλη περιπέτεια του εμφύλιου ελληνικού σώματος εδώ και δύο αιώνες είναι μια ιστορική εμπειρία, δεν είναι εγκεφαλική κατασκευή. Οι εμφύλιες διαμάχες, από το 1821 ως τα χρόνια της Αντίστασης και ως τη σημερινή καταρράκωση, όπως περιγράφονται, συγκροτούν ένα σίγουρα δύσκολο μα και απαιτητικό βιβλίο, που έρχεται σαν δώρο σε μια εποχή εκδοτικής αμηχανίας και πολιτισμικής ανομβρίας».
Αν θα αναζητούσαμε τον απώτερο φιλολογικό πρόγονο του Εμφυλίου σώματος, νομίζω ότι θα τον βρίσκαμε στο εμβληματικό, επίσης πολυφωνικό μυθιστόρημα του Αντρέ Ζιντ Οι κιβδηλοποιοί.
Αν θα αναζητούσαμε τον απώτερο φιλολογικό πρόγονο του Εμφυλίου σώματος, νομίζω ότι θα τον βρίσκαμε στο εμβληματικό, επίσης πολυφωνικό μυθιστόρημα του Αντρέ Ζιντ Οι κιβδηλοποιοί, το οποίο, ως γνωστόν, άλλαξε ριζικά το μυθιστόρημα ως είδος. (Βλ. την πρόσφατη, υποδειγματική από κάθε άποψη μετάφραση του από τον Ανδρέα Παππά στις εκδόσεις Πόλις, 2014, όπου παρατίθεται και το Ημερολόγιο της συγγραφής του). Η αγωνία του Εδουάρδου -ενός περίπου Ηλία Λάγιου, ceteris paribus, των τότε Παρισίων- να στοιχειοθετήσει έναν αταλάντευτο, καθόλα αμάχητο λόγον αληθείας, η αναμόχλευση των συγγραφικών ελατηρίων και αφορμών, η σχεδόν καταχρηστική παράθεση ημερολογιακών αυτοαναφορών, η εξόφθαλμη ανάγκη της συμμετοχής του αναγνώστη στη γενικότερη διηγητική εξέλιξη, η ανάγκη της ρεαλιστικής ταυτοποίησης κομβικών περιστατικών της αφήγησης, η ανέκκλητη διασάλευση των ορίων και των στεγανών μυθοπλασίας-ντοκουμέντου και βεβαίως η συνεχής αποκαθήλωση ινδαλμάτων της αγοράς του κόσμου: τα συγκεκριμένα αυτά διδάγματα του Αντρέ Ζιντ αξιοποιούνται κοντολογίς κατά τρόπο εξαιρετικά λειτουργικό, αποδίδοντας ένα ασπαίρον πολύπτυχο Εμφύλιο σώμα, το οποίο ναι μεν κατάγεται από πολλά είδη του λόγου, αλλά δεν ανήκει σε κανένα αποκλειστικά. Και από εδώ ακριβώς πηγάζει η ομολογούμενη γοητεία του.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι ποιητής.
Το εμφύλιο σώμα
Πολυφωνική μεταμυθοπλασία
Κώστας Βούλγαρης
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου 2014
Σελ. 368, τιμή € 15,98