Για το μυθιστόρημα της Hannah Kent «Λατρεία» (μτφρ. Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Ίκαρος). Κεντρική εικόνα: Πίνακας © Berthold Woltze.
Της Χριστίνας Μουκούλη
Πόσο πιθανό είναι, κατά τη διάρκεια της ζωής του, να συναντήσει κανείς το άλλο του μισό; Και, αν συμβεί αυτό, μέχρι ποιο σημείο μπορεί να φτάσει η αγάπη και η αφοσίωση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους;
Βρισκόμαστε στα μέσα του 19ου αιώνα, σε ένα χωριό της Πρωσίας, το Κάι, όπου κατοικούν αρκετές οικογένειες παλαιολουθηρανών. Καλλιεργούν τη γη, εκτρέφουν ζώα και ζουν μια ζωή συνετή και μετρημένη, σύμφωνη με τους κανόνες του Ευαγγελίου και της ενορίας. Παρά τις διώξεις που υφίστανται από το κράτος και την επίσημη Εκκλησία της Ένωσης, εκείνοι διατηρούν την πίστη τους και συνεχίζουν τις λατρευτικές τελετές τους.
Στο χωριό αυτό ζει και η δεκαπεντάχρονη Χάνε, με τους γονείς και τα αδέλφια της. Ο πρεσβύτης πατέρας της είναι ένας άνθρωπος που έχει φωτιστεί από τον λόγο του Θεού και έχει την υποχρέωση ή καλύτερα τη χαρά, να τον κηρύττει και στους υπόλοιπους. Στην οικογένεια της Χάνε αγνοούν το σώμα και τις ανάγκες του, δίνουν βαρύτητα μόνο στην πίστη προς τον Θεό και στην ευλογία που αυτός προσφέρει στους πιστούς του.
Στην οικογένεια της Χάνε αγνοούν το σώμα και τις ανάγκες του, δίνουν βαρύτητα μόνο στην πίστη προς τον Θεό και στην ευλογία που αυτός προσφέρει στους πιστούς του.
Τα κορίτσια της ηλικίας της, θεωρούν τη Χάνε παράξενη και δεν επιδιώκουν τη συντροφιά της. Κι εκείνη προτιμά τη μοναξιά και είναι ευτυχισμένη όταν παίζει με το χορτάρι που το στροβιλίζει ο αέρας, όταν αφουγκράζεται το βούισμα των εντόμων κι όταν χώνει τα πόδια της στο φρέσκο χιόνι μέχρι να ξεπαγιάσουν οι πατούσες της. Οι συνομήλικές της έχουν αποδεχτεί τον μελλοντικό ρόλο της γυναίκας-συζύγου-μάνας, για τον οποίο κάθε οικογένεια προετοιμάζει τα κορίτσια της. Η Χάνε, όμως, σκέφτεται τελείως διαφορετικά, μεγαλώνει και δεν χωράει στο σώμα της, αναρωτιέται «πώς ξέρει κανείς πώς πρέπει να είναι», αρνείται να δει τον γάμο ως το μόνο μέσον που προσφέρει σιγουριά και ασφάλεια.
Κάποια που ακούει τον κόσμο να τραγουδάει
Εκείνη τη χρονιά –είμαστε στο 1836– έρχονται στο Κάι και οι Άιχενβαλντ, οι οποίοι έχουν μια κόρη, την Τέα, συνομήλικη της Χάνε. Στο πρόσωπο της Τέα η Χάνε βρίσκει το άτομο στο οποίο μπορεί να μιλήσει για όλα όσα νοιώθει, χωρίς να φοβάται ότι θα την κοροϊδέψει ή θα την χαρακτηρίσει διαφορετική, παράξενη, λειψή. Λέει στην Τέα για την ιδιαίτερη σχέση που έχει με κάθε στοιχείο της φύσης, για το πώς επικοινωνεί με την καρυδιά της αυλής της, για τους ήχους που ακούει, «για το στριγκό σφύριγμα της ορμητικής λιακάδας σ’ ένα ανοιχτό λιβάδι, για τον ήχο του χιονιού που πέφτει και είναι σαν μικροσκοπικά γυάλινα καμπανάκια», για τη λαχτάρα της να φεύγει από το σπίτι, να είναι έξω, γιατί εκεί ακούει τον κόσμο να τραγουδάει, για την πίστη της ότι κάθε τι ζωντανό έχει μέσα του τον δικό του ύμνο για την πλάση, για τον πεθαμένο της αδερφό, για τον οποίο δεν μιλάει κανείς. Της εκφράζει τις «αντιφάσεις και τις παρορμήσεις της καρδιάς της, τις αβεβαιότητες που την αναστατώνουν», τον φόβο της ότι δεν είναι σωστά φτιαγμένη, ότι δεν είναι αρκετά καλή.
Μοιράζονται ένα δυνατό ειδύλλιο, χωρίς να συνειδητοποιούν τι τους συμβαίνει. Το μόνο που ξέρουν είναι ότι θέλουν να είναι μαζί.
Η σχέση της Χάνε με την Τέα δεν είναι μια απλή φιλία μεταξύ δύο κοριτσιών, αλλά κάτι πολύ πιο βαθύ, πιο στέρεο και ουσιαστικό. Καμιά από τις δύο δεν έχει τα λόγια ή τη γνώση να μιλήσει γι’ αυτό που ξεδιπλώνεται μεταξύ τους. Δεν το καταλαβαίνουν ούτε και μπορούν να το ορίσουν. Μοιράζονται ένα δυνατό ειδύλλιο, χωρίς να συνειδητοποιούν τι τους συμβαίνει. Το μόνο που ξέρουν είναι ότι θέλουν να είναι μαζί.
Αποικιοκρατικά ρεύματα για θρησκευτικούς λόγους
Οι κάτοικοι του Κάι δεν μπορούν να λατρεύουν ελεύθερα τον Θεό τους, διώκονται για την πίστη τους, το κράτος έχει κλειδωμένη την εκκλησία τους. Έτσι, όταν εξασφαλίζουν τη σχετική άδεια, αποφασίζουν, με όποιο κόστος, να ταξιδέψουν στη νότια Αυστραλία, όπου θα είναι θρησκευτικά ελεύθεροι. Ταξιδεύουν για μήνες, κλεισμένοι στο αμπάρι του καραβιού, ο ένας πάνω στον άλλον, κάτω από άθλιες συνθήκες, αρρωσταίνουν από τύφο, αρκετοί χάνουν τη ζωή τους, όμως δεν χάνουν την πίστη τους. Παρά τις δυσκολίες, διατηρούν την αισιοδοξία τους και τη σιγουριά ότι ο Θεός είναι μαζί τους και ότι τους επιφυλάσσει καλύτερες μέρες.
Η Χάνε ανήκει σε αυτούς που δεν θα γνωρίσουν αυτές τις καλύτερες μέρες. Αρρωσταίνει και το σώμα της δεν φτάνει ποτέ στη νότια Αυστραλία. Μόνο το σώμα της. Γιατί εκείνη, με κάποιο τρόπο, φτάνει. Είναι εκεί όταν η Τέα συνέρχεται από τον τύφο, τη βλέπει να πενθεί για τον θάνατο της φίλης της, τη βλέπει να οργανώνει με την οικογένειά της το νέο τους σπίτι στην Αδελαΐδα, τη βλέπει να παντρεύεται, τη βλέπει να πεθαίνει κι εκείνη πολύ νέα.
Η Hannah Kent (Χάνα Κεντ) γεννήθηκε στην Αδελαΐδα της Νότιας Αυστραλίας το 1985. Το πρώτο της μυθιστόρημα, Έθιμα ταφής (Ίκαρος, 2014), έγινε διεθνές best seller, μεταφράστηκε σε 28 γλώσσες και απέσπασε πλήθος βραβείων. Το δεύτερό της μυθιστόρημα, Οι Καλοί (Ίκαρος, 2017), μεταφράστηκε σε 10 γλώσσες και βρέθηκε στη βραχεία λίστα για το Indie Book Award for Fiction και το ABIA Literary Fiction Book of the Year. Το τρίτο της μυθιστόρημα, Λατρεία (Ίκαρος, 2022), μόλις κυκλοφόρησε στα αγγλικά και συμπεριλήφθηκε στη μακρά λίστα για το βραβείο Indie Book Award for Fiction 2022. Η Χάνα Κεντ είναι συνιδρύτρια και αρχισυντάκτρια του λογοτεχνικού περιοδικού “Kill Your Darlings” της Αυστραλίας. |
Ούτε ο θάνατος
Γιατί «κραταιά ως θάνατος αγάπη». Η αγάπη και η αφοσίωση των δύο κοριτσιών, ο δεσμός που έχει δημιουργηθεί μεταξύ τους, είναι πέρα από τα στενά και συνηθισμένα όρια. Η αφήγηση είναι όλη σε πρώτο πρόσωπο. Η Χάνε μας λέει αυτή την ιστορία και μας τη λέει, ενώ έχει φύγει από τη ζωή. Ο λόγος που μας την αφηγείται είναι γιατί νοιώθει την ανάγκη να την ακούσει κάποιος. «Μια ιστορία που κανείς δεν την ακούει, παύει να είναι ιστορία». Και γιατί «δυο κορίτσια μπορεί να συναντηθούν και να ξέρουν κιόλας η μία την άλλη. Μπορεί ν’ αγαπηθούνε». Έτσι, ακόμα κι όταν η κοινωνία, η φύση ή ο Θεός έχουν διαφορετική βούληση, εκείνες βρίσκουν τρόπο να είναι μαζί.
Αποφάσισε να γράψει τη Λατρεία τη χρονιά που, με δημοψήφισμα, επετράπη ο γάμος μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών και η σύντροφός της της έκανε πρόταση γάμου.
Τα δύο προηγούμενα βιβλία της Χάνα Κεντ συνδέονται με αληθινά πρόσωπα και γεγονότα. Στο συγκεκριμένο βιβλίο τα πρόσωπα είναι φανταστικά. Η συγγραφέας σε συνέντευξή της λέει πως τη γοήτευσε η ιδέα μιας αγάπης πέρα από τον χρόνο. Αποφάσισε να γράψει τη Λατρεία τη χρονιά που, με δημοψήφισμα, επετράπη ο γάμος μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών και η σύντροφός της της έκανε πρόταση γάμου. Επειδή «υπάρχουν ελάχιστες απεικονίσεις των queer σχέσεων εκείνη την εποχή», προσπάθησε να συνδέσει την πίστη των Λουθηρανών εκείνης της εποχής και την τάση μετανάστευσης, με μια ιστορία αγάπης αγνή και απόλυτη, μια ιστορία για την οποία κανείς δεν θα είχε λόγο να νοιώθει δυσάρεστα.
Η Χάνα Κεντ διαθέτει έναν δικό της, εντελώς ξεχωριστό τρόπο αφήγησης. Φτιάχνει έναν ολόκληρο κόσμο, γοητευτικό και πλασμένο στην εντέλεια, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Το κείμενό της ρέει σαν το νερό της πηγής που ακούς το κελάρυσμά του. Οι εικόνες από τη φύση ζωγραφίζονται μπροστά σου σε όλη την γκάμα των χρωμάτων τους, βλέπεις τα κλαδιά των δέντρων, ακούς το ψιθύρισμα των φύλλων τους και το θρόισμα από το πέταγμα των πουλιών, μυρίζεις το ξεχωριστό άρωμα του κάθε φυτού, νιώθεις στα δάχτυλά σου την τραχύτητα του κορμού των δέντρων, γεύεσαι την αλμύρα της θάλασσας και των δακρύων.
Λεπτοδουλεμένη χρήση της γλώσσας, λέξεις επιλεγμένες με προσοχή, παρομοιώσεις και μεταφορές σε διαρκή παρουσία, λυρικό ύφος, αποθέωση της φύσης, ρομαντισμός χωρίς μελοδραματισμούς, είναι τα στοιχεία του βιβλίου, που συγκινούν τον αναγνώστη και του μεταδίδουν λίγη από τη μαγεία της ουσιαστικής ανθρώπινης σύνδεσης, η οποία έχει την ικανότητα να καταργεί τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου.
Ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται με μια ανάσα, παρά τις πεντακόσιες σελίδες του. Μια ιστορία για την αγάπη που είναι η ραχοκοκαλιά του σύμπαντος, για τη δύναμη και τα όριά της και για την αφοσίωση που κρύβεται μέσα στο αδύνατο. Η μετάφραση του Άγγελου Αγγελίδη και της Μαρίας Αγγελίδου διατηρεί το ύφος της συγγραφέως και συνεχίζει το τραγούδι των λέξεων που εκείνη, μέσω της ηρωίδας της, στέλνει στον κόσμο.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Δεν είμαι καπνός. Και μ’ όλο που πέρασα βάσανα, δεν είναι οι συνηθισμένες μαύρες βελονιές που κεντούν οι βελόνες της θεοσεβούμενης φαντασίας. Είναι οι ίδιες οι απλές ανάγκες του ζωντανού εαυτού μου. Η ανάγκη να με βλέπουν. Η ανάγκη ν’ αγγίζω και να μ’ αγγίζουν. Η ανάγκη της αγάπης.
Αγάπη. Αν υπάρχει εξήγηση που συνεχίζω, πρέπει να ‘ναι αυτή. Η αγάπη με κάρφωσε σε τούτον τον κόσμο. Και από αγάπη μένω.
Ο ήλιος σηκώνεται ξανά. Η φωτιά του καίει τη νύχτα, τη σπρώχνει πίσω.
Ξημερώνει καινούργια μέρα».