Για το μυθιστόρημα της Χαν Γκανγκ (Han Kang) «Μάθημα ελληνικών» (μτφρ. Αμαλία Τζιώτη, εκδ. Καστανιώτη).
Της Χριστίνας Μουκούλη
Η Χαν Γκανγκ έγινε γνωστή στο ελληνικό κοινό με το μυθιστόρημα Η χορτοφάγος (εκδ. Καστανιώτη), με το οποίο και διακρίθηκε διεθνώς. Με το Μάθημα ελληνικών επιβεβαιώνει ξανά την ικανότητά της να χτίζει ενδιαφέρουσες και δυνατές ιστορίες. Δύο είναι τα πρόσωπα του μυθιστορήματος: μια γυναίκα κι ένας άνδρας, οι οποίοι είναι περίπου συνομήλικοι. Οι δρόμοι τους συναντιούνται σε μια ιδιωτική Ακαδημία, όπου εκείνος παραδίδει κι εκείνη παρακολουθεί μαθήματα ελληνικών. Μέσα από τη φωνή του τριτοπρόσωπου αφηγητή μαθαίνουμε την δική της ιστορία και μέσα από επιστολές και εσωτερικούς μονολόγους εκείνου, μαθαίνουμε τη δική του.
Ένα ξίφος ανάμεσα σε κείνους και στον κόσμο
«Δεν σας φαίνεται περίεργο μερικές φορές;
Το γεγονός ότι στο σώμα μας υπάρχουν βλέφαρα και χείλη,
ότι μερικές φορές μπορούν να κλείσουν απ’ έξω
ή να κλειδωθούν καλά από μέσα;»
Τα κλειστά βλέφαρα εμποδίζουν την όραση, τα κλειστά χείλη, την ομιλία, τη φωνή. Για εκείνον που ένα από αυτά τα δύο είναι κλειδωμένο, είναι σαν να υπάρχει ένα ξίφος που τον χωρίζει από τον κόσμο.
Τον χειμώνα που εκείνη είναι δεκάξι χρονών ξαφνικά οι λέξεις εξαφανίζονται. Οι λέξεις που, μέχρι πριν από λίγο καιρό, μετακινούνταν από μόνες τους στις σελίδες του ημερολογίου της και δημιουργούσαν άγνωστες προτάσεις, τώρα φτάνουν μέχρι τα αυτιά της αλλά δεν μπορούν να εισχωρήσουν στο μυαλό της. Πλέον κατανοεί χωρίς τις λέξεις. Η γλώσσα και τα χείλη της δεν μπορούν να αγγιχτούν με το μυαλό της και να φτιάξουν ήχους. Σε μια τάξη του λυκείου επιλέγει να μάθει γαλλικά, και, με μια γαλλική λέξη, καταφέρνει να σπάσει τη σιωπή. Η ζωή της μπαίνει ξανά σε κανονικούς ρυθμούς. Σπουδάζει, εργάζεται αρχικά σε έναν εκδοτικό οίκο, στη συνέχεια παραδίδει μαθήματα σε δύο πανεπιστήμια, εκδίδει ποιητικές συλλογές, αρθρογραφεί σε περιοδικά. Είκοσι χρόνια μετά, την ώρα που είναι στον πίνακα και παραδίδει μάθημα σε σαράντα μαθητές, αυτό επανέρχεται. Αναγκάζεται να σταματήσει όλες της τις δραστηριότητες.
Μια διόμορφη σχέση με τη γλώσσα
Η μητέρα της έχει πεθάνει πριν από έξι μήνες, εκείνη έχει χωρίσει και έχει χάσει την επιμέλεια του παιδιού της. Ο ψυχοθεραπευτής της πιστεύει ότι έχασε τη φωνή της επειδή δεν μπορούσε να διαχειριστεί τις απώλειες της ζωής της. Εκείνη πιστεύει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, γιατί από παιδί έχει μια ιδιόμορφη σχέση με τη γλώσσα. Μαθαίνει το κορεάτικο αλφάβητο σε ηλικία τριών ετών και γοητεύεται από τις υποσχέσεις και τους συνδυασμούς των φωνημάτων. Όμως, οι λέξεις «τη φυλακίζουν και την τρυπούν σαν ένα ρούχο υφασμένο με χιλιάδες βελόνες. Γλώσσες που μοιάζουν με σούβλες διαπερνούν τον ύπνο της και ξυπνά τρομαγμένη». Είναι οδυνηρή γι’ αυτήν η διαύγεια των λέξεων που βγαίνουν από το στόμα της, οι οποίες «φανερώνουν ξεκάθαρα, σαν πάγος, την τελειότητα και την ατέλεια, την αλήθεια και το ψεύδος, την ομορφιά και την ασχήμια».
Το κορεάτικο, το ιαπωνικό και το ελληνικό εξώφυλλο του βιβλίου της Χαν Γκανγκ. |
Ενστικτωδώς γνωρίζει ότι το κύκλωμα που συνδέει τη γλώσσα με τον κόσμο είναι ασταθές. Πιστεύει ότι δεν υπάρχει κανένας τρόπος επαφής τόσο άμεσος όσο το βλέμμα. Με τα μάτια μπορείς να εκφράσεις τέλεια αυτό που θέλεις να πεις. Όμως οι άνθρωποι δεν είναι αρκετά εξασκημένοι σε αυτό. Αποφασίζει λοιπόν να παρακολουθήσει μαθήματα ελληνικών, επειδή θέλει, αυτή τη φορά, να επανακτήσει τη γλώσσα με τη δική της θέληση.
Εκείνος, δεκατεσσάρων ετών μετακομίζει με την οικογένειά του από την Κορέα στη Γερμανία και μένει εκεί για δεκαεπτά χρόνια. Όσο και να προσπαθεί, δεν μπορεί να μιλήσει τα γερμανικά όπως οι συμμαθητές του. Νιώθει ότι η ζωή, η γλώσσα και η κουλτούρα του έχουν διχοτομηθεί. Ξέρει ότι ποτέ δεν θα αισθανθεί την ασφάλεια που αισθάνονται όσοι γεννιούνται και μεγαλώνουν σε μια χώρα. Επιλέγει από νωρίς να μάθει αρχαία ελληνικά, γιατί καταλαβαίνει ότι μόνο σε αυτό τον τομέα μπορεί να ξεχωρίσει. Μελετώντας αυτή τη γλώσσα, έρχεται σε επαφή με κείμενα αρχαίων φιλοσόφων και αναλύει διεξοδικά τις απόψεις τους. Οι θεωρίες του Πλάτωνα για την ομορφιά, για την ψυχή, για το καλό και το κακό, τον απασχολούν και τον προβληματίζουν.
Στα τριάντα του αποφασίζει να επιστρέψει στην Κορέα, και να διδάξει αρχαία ελληνικά. Βρίσκεται λίγο πριν από την οριστική τύφλωση και έχει προσαρμόσει τον ρυθμό της ζωής του σε αυτά που μπορεί να κάνει χωρίς βοήθεια τρίτων. Ζει σε έναν κόσμο θολό, του οποίου τα περιγράμματα είναι έτοιμα να καταρρεύσουν.
Από την εφηβεία του αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα όρασης και ο γιατρός τον ενημερώνει ότι σταδιακά θα χάσει εντελώς την όρασή του. Γνωρίζοντας ότι θα συμβεί αυτό, καταγράφει στο μυαλό του ήχους, μυρωδιές και συναισθήματα που συνδέονται με εικόνες, για να μπορεί μετά να τις ανακαλεί και να φαντάζεται ότι συνεχίζει να τις βλέπει, ότι ο ρυθμός της ζωής του διατηρείται. Εικόνες από στιγμές με παλιούς έρωτες, με φίλους, με την οικογένειά του. Στα τριάντα του αποφασίζει να επιστρέψει στην Κορέα, και να διδάξει αρχαία ελληνικά. Βρίσκεται λίγο πριν από την οριστική τύφλωση και έχει προσαρμόσει τον ρυθμό της ζωής του σε αυτά που μπορεί να κάνει χωρίς βοήθεια τρίτων. Κυκλοφορεί όταν έχει φως, για να διευκολύνονται οι κινήσεις του, τα δρομολόγιά του είναι συγκεκριμένα, οι επιλογές του περιορισμένες. Ζει σε έναν κόσμο θολό, του οποίου τα περιγράμματα είναι έτοιμα να καταρρεύσουν.
Αυτοί οι δύο άνθρωποι λοιπόν, με το παρελθόν τους, με τις αναμνήσεις τους, με τις πληγές τους που μένουν ανεπούλωτες, με τα θέλω και τις επιθυμίες τους, συναντώνται και, στην αρχή, δειλά κι αθέλητα, στην πορεία όμως συνειδητά και σταθερά, προσπαθούν να επικοινωνήσουν, να βοηθήσουν και να βοηθηθούν, να προχωρήσουν μαζί και να ζήσουν. Αποκτούν μια ιδιαίτερη σύνδεση με τα πράγματα, με τις εικόνες, με τους ήχους, με κάθε τι που τους περιβάλλει. Αναζητούν μια σπίθα που θα φωτίσει τη ζωή τους. Αναζητούν κάποιον που να μπορεί να τους νιώσει. Θα καταφέρουν να νικήσουν τον χρόνο που κυλά αμείλικτος και στενεύει τα περιθώριά τους; Θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την τρομακτική σιωπή του ο ένας και το σκοτάδι ο άλλος και να βρουν ένα σημείο επαφής;
Το μυθιστόρημα αρχίζει με τη φράση «υπήρχε ένα ξίφος ανάμεσά μας». Είναι η φράση που ο Μπόρχες ζήτησε να γραφτεί στον τάφο του, καθώς κι εκείνος ήταν τυφλός και η αναπηρία αυτή τον κρατούσε σε απόσταση από τον κόσμο. Το όνομα του συγκεκριμένου συγγραφέα αναφέρεται συχνά στο κείμενο.
Το φως ως βασικός πρωταγωνιστής
Το φως δίνει τον τόνο και χρωματίζει τις σελίδες του βιβλίου, άλλοτε με την παρουσία του κι άλλοτε με τη μερική ή την ολοκληρωτική απουσία του. Οι ήρωες ζουν και κινούνται είτε σε απόλυτο σκοτάδι είτε κάτω από το έντονο μεσημεριάτικο φως, άλλες φορές στο λυκόφως ή στο λυκαυγές. Το φως ντύνει κάθε φορά τα αντικείμενα γύρω τους με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο.
Το κείμενο χαρακτηρίζεται από έντονα ποιητικό ύφος, το οποίο του προσδίδει μια αίσθηση ρευστότητας και βρίθει μεταφορών, οι οποίες ομολογουμένως παρουσιάζουν εξαιρετική πρωτοτυπία.
Το κείμενο χαρακτηρίζεται από έντονα ποιητικό ύφος, το οποίο του προσδίδει μια αίσθηση ρευστότητας και βρίθει μεταφορών, οι οποίες ομολογουμένως παρουσιάζουν εξαιρετική πρωτοτυπία. Οι πλούσιες εικόνες και ο λικνιστικός ρυθμός της ποιητικής εκφοράς του λόγου, παρασύρουν και καθηλώνουν τον αναγνώστη. Ίσως δεν ταιριάζει και τόσο να πούμε ότι ο αναγνώστης βυθίζεται στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, αλλά ότι το ίδιο το μυθιστόρημα εισχωρεί με κάποιον τρόπο στον αναγνώστη, καταλαμβάνει το μέσα του, ρέει στους αγωγούς των ζωτικών του λειτουργιών, γίνεται, ως ένα βαθμό, βίωμα.
Ο αναγνώστης δεν μπορεί να αποχωριστεί τους ήρωες, οι οποίοι ακόμα και χωρίς όραση, και χωρίς φωνή, δεν παραιτούνται αλλά συνεχίζουν. Η θλίψη δεν τους καταβάλλει, δεν γίνεται απόγνωση. Τη μετουσιώνουν σε εικόνες, χρώματα και συναισθήματα. Η απουσία μιας βασικής αίσθησης, οξύνει τις υπόλοιπες αισθήσεις, διευρύνει τους ήχους, διογκώνει τις αναμνήσεις. Κι εκείνοι τολμούν να εκφράσουν την ανάγκη τους για επαφή και επικοινωνία με τους γύρω τους, δεν παύουν να ελπίζουν σε κάποιου είδους λύτρωση, δεν σταματούν να κάνουν όνειρα. Γιατί όπως λέει ο Μπόρχες και επαναλαμβάνει συχνά ο ήρωας του βιβλίου «ο κόσμος είναι μια ψευδαίσθηση και το να ζεις σημαίνει να ονειρεύεσαι».
Η μετάφραση της Αμαλίας Τζιώτη αποδίδει στο έπακρο την έντονη συγκινησιακή φόρτιση που αποπνέει το μυθιστόρημα.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Εκείνη σκύβει ξανά το κεφάλι της στο βιβλίο. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και η αναπνοή της ακούγεται καθαρά. Αφότου έχασε την ομιλία της, μερικές φορές αισθάνεται ότι η εισπνοή και η εκπνοή της μοιάζουν με λόγια. Η αναπνοή της ταράζει τη σιωπή τόσο τολμηρά όσο η φωνή. (…)
Εκείνη κρατάει ένα μολύβι. Κοιτάζει την πρόταση που διάβαζε μέχρι πριν από λίγο. Θα μπορούσε να κάνει μια μικρή τρύπα σε κάθε ένα από αυτά τα γράμματα. Εάν έσκιζε την τρύπα κατά μήκος με το μολύβι, μια λέξη, όχι, μια ολόκληρη πρόταση θα τρυπιόταν».