Για το μυθιστόρημα της Han Kang «Η χορτοφάγος» (μτφρ. Αμαλία Τζιώτη, εκδ. Καστανιώτη). Εικόνα: Έργο του ανερχόμενου γραφίστα και συγγραφέα γκράφικ νόβελ Nick Drnaso για το © Slate.
Της Εύας Στάμου
Η αυτονομία του σώματος, η αναζήτηση ταυτότητας μέσω της διαφορετικότητας, οι μέθοδοι με τις οποίες οι θεσμοί της οικογένειας, του γάμου, της σύγχρονης ιατρικής εγκλωβίζουν το γυναικείο σώμα ώστε να το οδηγήσουν στην υποταγή, ο τρόπος που η φαλλοκρατία συνδέεται με την κρεατοφαγία, η βία και η ανθρωποφαγία που ενέχουν και οι πιο στενές σχέσεις, είναι τα θέματα που κυριαρχούν στο έργο της Χαν Γκανγκ Η χορτοφάγος. Το μυθιστόρημα απέσπασε το Διεθνές Βραβείο Μπούκερ το 2016 και χάρη σε αυτή τη διάκριση η συγγραφέας κατάφερε να περάσει τα λογοτεχνικά σύνορα της Νότιας Κορέας, να οικοδομήσει ένα διεθνές προφίλ και να δει τα βιβλία της μεταφρασμένα σε πολλές γλώσσες.
Η ιστορία της χορτοφάγου ξεκινά με την περιγραφή της ηρωίδας από τον άντρα της ως μιας γυναίκας από κάθε άποψη συνηθισμένης και αδιάφορης, η οποία αποφασίζει ξαφνικά και χωρίς εξηγήσεις που να σχετίζονται με την υγεία, την πολιτική ιδεολογία ή τη θρησκεία της, να σταματήσει να τρώει κρέας. Ο σύζυγος παραδέχεται την απώθηση, ακόμη και την αηδία που νιώθει για τη γυναίκα του εξαιτίας της χορτοφαγίας της. Στα δικά του μάτια, η μεταμόρφωσή της δεν έχει να κάνει μόνο με την απόλυτη άρνησή της να φάει κρέας αλλά με την αποτυχία της να υποταχθεί στην αντρική βούληση και να νιώσει ευγνωμοσύνη για όσα της προσφέρονται στον γάμο της.
Στα δικά του μάτια, η μεταμόρφωσή της δεν έχει να κάνει μόνο με την απόλυτη άρνησή της να φάει κρέας αλλά με την αποτυχία της να υποταχθεί στην αντρική βούληση και να νιώσει ευγνωμοσύνη για όσα της προσφέρονται στον γάμο της.
Οι συνάδελφοι του άντρα της καθώς και τα μέλη της οικογένειάς της αντιδρούν με αμηχανία και εκνευρισμό στην απόφαση της ΓιόνγκΧιε να γίνει χορτοφάγος. Απ' ό,τι φαίνεται η άρνησή της να καταναλώσει κρέας υπενθυμίζει σε όλους όχι μόνο τον τρόπο που οι άνθρωποι μπορεί να κακοποιούν και να θανατώνουν τα ζώα για την ευχαρίστησή τους, αλλά και κάθε μορφή αδικίας ή εκμετάλλευσης.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ο τρόπος που απεικονίζεται στο βιβλίο η σωματική και ψυχολογική βία, ή ο σαδισμός που κάποιες φορές χαρακτηρίζει και τις πιο στενές σχέσεις: ο σύζυγος που παγιδεύει τη χορτοφάγο σε ένα οικογενειακό γεύμα με σκοπό τον συνετισμό και την επαναφορά της στη «φυσιολογική» συμπεριφορά, η βιαιότητα του πατέρα και οι δειλές, υποταγμένες στην πατρική εξουσία, αντιδράσεις της μάνας, της αδελφής και του αδελφού, η παραδοχή ότι ο καθένας έχει αναλάβει έναν κοινωνικό ρόλο που οφείλει να φέρει εις πέρας, ακόμα και αν υποφέρει ή δυσφορεί.
Στην αρχή της ιστορίας μαθαίνουμε ότι η χορτοφάγος αρνείται να φορέσει στηθόδεσμο, αρνείται δηλαδή να υπακούσει στις κοινωνικές συμβάσεις και να αυτοπαρουσιαστεί ως σεξουαλικό ον, διαθέσιμο να ικανοποιεί τις αντρικές ανάγκες και φαντασιώσεις. Αφαιρώντας το σουτιέν και αργότερα τα ρούχα της, αφαιρεί εντέλει τους περιορισμούς στους οποίους υπόκειται το γυναικείο σώμα.
Η Χαν Γκανγκ γεννήθηκε το 1970 στη ΓκουάνγκΤζου της Νότιας Κορέας. Σπούδασε Κορεατική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο ΓιόνΣε. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1993 με πέντε ποιήματα. Η πρώτη της συλλογή διηγημάτων Γιόσου κυκλοφόρησε το 1995. Το βιβλίο Η χορτοφάγος (2007) χάρισε στην ίδια την παγκόσμια αναγνώριση, καθώς η αγγλική του μετάφραση (2015) τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Booker 2016. Η Χαν Γκανγκ ζει στη νοτιοκορεατική πρωτεύουσα και είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Ινστιτούτου Τεχνών της πόλης. |
Για να ξεπεράσει την άρνηση της ΓιόνγκΧιε να κάνει σεξ, ο άντρας της καταφεύγει περισσότερες από μία φορές στον βιασμό, ενώ ο πατέρας της προσπαθεί να τη νουθετήσει, αρχικά πιέζοντάς τη να φάει κρέας και στη συνέχεια χτυπώντας την μπροστά στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Ο αναγνώστης κατανοεί ότι σύμφωνα με τη συγγραφέα στην ουσία πρόκειται για παιδαγωγικές μεθόδους που έχουν ως στόχο τη συμμόρφωση της πρωταγωνίστριας. Η ηρωίδα αντιδρά στην πατρική εξουσία με τρόπο ακραίο κατά τη διάρκεια ενός οικογενειακού δείπνου και μεταφέρεται επειγόντως στο νοσοκομείο.
Στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος ο γαμπρός της ηρωίδας, ένας καλλιτέχνης που συνδυάζει τη ζωγραφική με τον κινηματογράφο, αποκτά εμμονή μαζί της, παραβιάζοντας επανειλημμένως την ιδιωτικότητά της και αντικειμενοποιώντας την, αρχικά μέσω της αδιάκριτης ματιάς του και στη συνέχεια μέσω της κάμερας που εισβάλει στο σπίτι εστιάζοντας στο σώμα της. Τελικά, θα υπερβεί κάθε φραγμό επιδιώκοντας και επιτυγχάνοντας την ερωτική τους ένωση, όχι από πραγματικό ενδιαφέρον για την ίδια, αλλά για καθαρά ναρκισσιστικούς λόγους που έχουν να κάνουν σε πρώτο επίπεδο με τις καλλιτεχνικές φιλοδοξίες του και σε δεύτερο με την ικανοποίηση της σεξουαλικής του επιθυμίας.
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου η μεγαλύτερη αδελφή αναλαμβάνει τη φροντίδα της ηρωίδας που έχει πλέον σταματήσει εντελώς να τρώει και δηλώνει την επιθυμία της να μεταμορφωθεί σε φυτό. Η ΊνΧιε αποφασίζει τον εγκλεισμό της ΓιόνγκΧιε σε ψυχιατρική κλινική ώστε η κατάστασή της να αντιμετωπιστεί από τους ειδικούς που θα της αφαιρέσουν σταδιακά κάθε εξουσία πάνω στο σώμα της, ταΐζοντάς τη δια της βίας, ώστε να την κρατήσουν στη ζωή. Η ΊνΧιε κατανοεί ωστόσο την άρνηση της αδελφής της για φαγητό και τη συνακόλουθη συρρίκνωση του σώματός της ως αντίσταση στην πατρική βία και όχι ως αποτέλεσμα κάποιας ψύχωσης. Η ίδια νιώθει ενοχές που σε όλη της τη ζωή ακολουθεί τους κανόνες, υπηρετεί αγόγγυστα τα πατροπαράδοτα ιδεώδη, δουλεύει σκληρά για να παίρνει τα εύσημα της καλής κόρης και της πιστής συζύγου.
Η υιοθέτησης μιας οικο-φεμινιστικής ανάγνωσης του μυθιστορήματος παρέχει ένα ερμηνευτικό πλαίσιο κατανόησης της ιστορίας που μας βοηθά να αντιληφθούμε ότι με τη μεταμόρφωσή της σε φυτό η ΓιόνγΧιε επιδιώκει να σπάσει τον κύκλο της αναπαραγωγής και της κατανάλωσης, όχι μόνο κρέατος, μα και των καταπιεστικών αντιλήψεων που φυλακίζουν το γυναικείο σώμα.
Η Χαν Γκανγκ κατασκευάζει μια ηρωίδα που με τη μετάστασή της σε φυτό επιχειρεί να αντισταθεί στη βία της πατριαρχικής τάξης και την επιβολή της κρεατοφαγίας που η συγγραφέας μοιάζει να τα θεωρεί αλληλένδετα. Για την πρωταγωνίστρια, τα δέντρα και το βουνό συνιστούν ένα καταφύγιο από τη βία των ανθρώπων. Για τη συγγραφέα δεν υπάρχει πιο ειρηνική μορφή ζωής από τα μη-βίαια, μη-διεκδικητικά, μη-παρεμβατικά φυτά.
Με τη μεταμόρφωσή της σε φυτό η ΓιόνγΧιε επιδιώκει να σπάσει τον κύκλο της αναπαραγωγής και της κατανάλωσης, όχι μόνο κρέατος, μα και των καταπιεστικών αντιλήψεων που φυλακίζουν το γυναικείο σώμα.
Επηρεασμένη κατά πάσα πιθανότητα από τη ριζοσπαστική φεμινιστική θεώρηση της Λυς Ιριγκαρέ (Luce Irigaray), η οποία εστιάζει σε ζητήματα ηθικής και σεξουαλικής διαφορετικότητας, η Χαν Γκανγκ δημιουργεί μια σουρεαλιστική ηρωίδα που ανακαλεί στη μνήμη μας τον ήρωα της Μεταμόρφωσης του Κάφκα. Για την Ιριγκαρέ τα φυτά συμμετέχουν στη διατήρηση της ζωής και της ανάπτυξης και δεν αποτελούν αντικείμενα με αναπαραγωγικές δυνατότητες υπό την κατοχή μας, όπως τα κατοικίδια και τα υπόλοιπα ζώα. Σύμφωνα με τη θεωρία της, κάθε μορφή σεξουαλικής διαφορετικότητας δεν είναι παρά μία κοινωνική δυνατότητα που δεν έχει ακόμα πραγματωθεί.
Και οι δύο κεντρικές γυναικείες φιγούρες του μυθιστορήματος αντιμετωπίζουν προσωπικές κρίσεις που συνδέονται τόσο με το κοινό παρελθόν τους όσο και με τη νοοτροπία που επικρατεί στη βαθιά συντηρητική κορεάτικη κοινωνία. Όπως διαφαίνεται σταδιακά καθώς η ιστορία ξεδιπλώνεται, και οι δύο αδελφές έχουν γαλουχηθεί σε έναν τρόπο ζωής που υπακούει στις κοινωνικές συμβάσεις για το τι είναι αναμενόμενο από τις γυναίκες, παραμερίζοντας τα δικά τους όνειρα και θυσιάζοντας την ελευθερία τους.
Μυθιστόρημα με ιδιαίτερα υποβλητική ατμόσφαιρα, υπερρεαλιστικές, ποιητικές περιγραφές κινηματογραφικής ακρίβειας που μαγεύουν και ταυτόχρονα προκαλούν σοκ.
Στο τέλος και οι δύο γυναίκες μένουν μόνες, προδομένες από τους συζύγους, κακοποιημένες από τον πατέρα, φυλακισμένες από το σύστημα, με μόνη ελπίδα για να ανακτήσουν τη ζωή τους τη συνειδητοποίηση του τι έχει συμβεί στο παρελθόν και την αλληλεγγύη.
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με ιδιαίτερα υποβλητική ατμόσφαιρα, υπερρεαλιστικές, ποιητικές περιγραφές κινηματογραφικής ακρίβειας που μαγεύουν και ταυτόχρονα προκαλούν σοκ. Ένα έργο που αποτελεί αφορμή για μια σειρά από πρωτότυπες σκέψεις που αφορούν το σώμα ως έργο τέχνης, τον ρόλο της διαφορετικότητας στην κοινωνία του καταναλωτισμού, το στίγμα της ψυχικής ασθένειας, και –πάνω απ’ όλα– την καταλυτική δύναμη της λογοτεχνίας.
* Η ΕΥΑ ΣΤΑΜΟΥ είναι συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, η συλλογή «Τα κορίτσια που γελούν» (εκδ. Αρμός).
Η χορτοφάγος
ΧΑΝ ΓΚΑΝΓΚ
Μτφρ. ΑΜΑΛΙΑ ΤΖΙΩΤΗ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 2020
Σελ. 208, τιμή εκδότη €14,00