
Για το μυθιστόρημα της Carolin Emcke «Ο δικός μας πόθος» (μτφρ. Δημήτρης Δημοκίδης, εκδ. Πόλις). Κεντρική εικόνα: Η συγγραφέας σε διάλεξη-περφόμανς με τα θέματα του βιβλίου τους.
Της Μαίρης Λεοντσίνη
«Νέα Χάννα Άρεντ», σύγχρονη Ευρωπαία διανοούμενη υψηλών πτήσεων, η Καρολίν Έμκε εισάγεται στο ελληνικό εκδοτικό τοπίο το 2021 με τα βιβλία της Ο δικός μας πόθος, σε μετάφραση Δημήτρη Δημοκίδη από τις εκδ. Πόλις και Εναντίον του μίσους, σε μετάφραση Χρήστου Αστερίου, επίσης από τις εκδ. Πόλις. Ως εκδοτικό γεγονός, η μετάφραση αυτών των δύο βιβλίων εμπλουτίζει σημαντικά τη σύγχρονη συζήτηση γύρω από επίμαχα ζητήματα όπως οι έμφυλες ταυτότητες, το δικαίωμα στην τεκνοθεσία για τα άτομα ίδιου φύλου, η ισλαμοφοβία, ο πολιτικός φθόνος, η Ευρώπη ως ανολοκλήρωτο (αλλά ευκταίο) πρόγραμμα και η ανάγκη για αποστασιοποίηση από το λαϊκιστικό λόγο του οπαδισμού. «Φιλόσοφος του πεδίου» σύμφωνα με τη France Culture, από το 1998 μέχρι το 2013, η Έμκε καλύπτει δημοσιογραφικά τους πολέμους στο Αφγανιστάν, στο Κόσοβο, στο Λίβανο και στο Ιράκ, σπουδάζει με τον Χάμπερμας και τον Χόνετ, η επίδραση των οποίων εμπεδώνεται κριτικά στα δύο μεταφρασμένα κείμενά της.
Στο έργο Ο δικός μας πόθος, το μυθιστόρημα μαθητείας τέμνεται με τον δοκιμιακό λόγο σε δύο διακριτές χρονικότητες: τα γυμνασιακά – λυκειακά χρόνια στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές του ’80 στην ομοσπονδιακή Γερμανία και τις (μετέπειτα δοκιμιακού τύπου) ερμηνείες τους μέσα από το πρίσμα των ταξιδιών της «στην τομή ανάμεσα στις λήψεις του τότε και τις τωρινές: το γράψιμο» (σ.110).
Η αναζήτηση της «μακριάς αλήθειας» (σ.9) χαρακτηρίζει το σύνολο κείμενο και δεν ολοκληρώνεται με το πέρας της ανάγνωσης. Αντηχώντας τη γερμανική παράδοση του Bildungsroman, η εφηβική πορεία διαμεσολαβείται από την επώδυνη εργασία για ατομική αυτοεκπλήρωση και την προσαρμογή στις οικουμενικές προσταγές, τις δυνατότητες για συμφιλίωση των πρώτων σκιρτημάτων με την αρχή της πραγματικότητας, αλλά διατρέχει ταυτόχρονα και τις περιπέτειες της αναδυόμενης σεξουαλικότητας.
Αντηχώντας τη γερμανική παράδοση του Bildungsroman, η εφηβική πορεία διαμεσολαβείται από την επώδυνη εργασία για ατομική αυτοεκπλήρωση και την προσαρμογή στις οικουμενικές προσταγές...
Οι διχοτομήσεις εκκινούν από την έμφυλη ιεράρχηση: «Ο κόσμος χωριζόταν. Χωριζόταν στα δυο φύλα, προτού ακόμη το αντιληφθούν τα σώματα, δίχως να έχουν συνειδητοποιηθεί ακόμη ως φύλα» (σ.18), ενισχύονται από τη «διάκριση ανάμεσα σε κλάδο πρακτικής και κλάδο κλασικής κατεύθυνσης» (σ.65) στο σχολείο, την επιλογή «ιστιοπλοΐας ή τέννις» (σ.66) καθώς τα χόμπι «δεν ήταν παρά η αναπαραγωγή της ταξικής [μας] θέσης» (σ.105), τους τύπους σχολείων, τις προσκλήσεις σε ή τους αποκλεισμούς από πάρτι (σ.106), το βαθμό συμμετοχής στην κραιπάλη του αλκοόλ (σ.244) και τις σταδιακές απομακρύνσεις από τους κύκλους της παρέας, της τάξης ή της κοινότητας, όπως στην ομοφοβική επίπτωση με μοιραίο θύμα τον Ντάνιελ, που «τον έφτυναν, τον έκλειναν στη βρωμερή αποθηκούλα με τα σύνεργα μαζί με το τσουβάλι για τις μπάλες του βόλεϊ, κάποιος άφησε στο θρανίο του ένα χρησιμοποιημένο ταμπόν» (σ.135). Αργότερα, το AIDS, που «πλήττει τους άλλους, βοηθούσε να διαχωριστούμε “εμείς” από “εκείνους”» (σ.249) και η συμβατική ανεκτική κοινωνικότητα διαχωρίζει «γκέι» από τα στρέιτ τραπέζια (σ.197) στις γαμήλιες γιορτές.
![]() |
Η Carolin Emcke (γενν. 1967) είναι Γερμανίδα συγγραφέας και δημοσιογράφος που εργάστηκε για το περιοδικό Der Spiegel, συχνά ως ανταποκρίτρια από περιοχές πολεμικών συγκρούσεων. Το βιβλίο της Echoes of Violence – Letters from a War Reporter κυκλοφόρησε το 2007 από το Princeton University Press. Στη χώρα μας κυκλοφορεί επίσης το βιβλίο της Εναντίον του μίσους (μτρφ. Χρήστου Αστερίου), επίσης από τις εκδόσεις Πόλις. |
Οι εναγώνιες προσπάθειες για τοποθέτηση στις ιεραρχήσεις ορίζονται από την εποχή των πολιτικών ταυτότητας, που μπορεί μεν να λειτουργούν ως καταφύγια για αναγνώριση των συλλογικοτήτων, «ρητορικά σχήματα πολιτικών αγώνων» (σ.207), αλλά ταυτόχρονα αποτρέπουν την ανάδειξη της υποκειμενικότητας, την αναζήτηση του ενδόμυχου εγώ και τις πολλαπλές διαδρομές της. Στη διάρκεια αυτής της μαθητείας, τα σύμβολα και η γλώσσα συσκοτίζουν ή απελευθερώνουν. Στο έργο Ο δικός μας πόθος, την απαραίτητη μύηση στην εμπειρία της ξενότητας που οδηγεί στην ανάδυση του εαυτού / της εαυτής αναλαμβάνει η σχέση με τη μουσική, αφού «δείχνει τον δρόμο προς την επιθυμία» (σ.53). Η κριτική αποτίμηση της εποχής των ταυτοτήτων (και των συνακόλουθων πολιτικών) πραγματοποιείται στον τόπο της επιθυμίας, ο οποίος χρειάζεται «έννοιες, εικόνες και πρότυπα» (σ.52).
Στην κόσμο της μουσικής, οι έμφυλες ιεραρχήσεις παύουν να ορίζουν την ταυτότητα. Αντίθετα, ο δρόμος για την επιθυμία ανοίγει με την ικανότητα για ερμηνεία, το τονικό ύψος στο οποίο μπορεί να είναι κανείς φωνητικά, ώστε μέσα από την κατάταξη να παραχθεί η πολυφωνία (σ.56).
Σε μια συνέντευξή της, η Καρολίν Έμκε τονίζει ότι οι επιθυμίες υπερβαίνουν τις σταθεροποιημένες ταυτότητες και ότι οι άνθρωποι δεν υποφέρουν από την επιθυμία τους, αλλά από την ομοφοβία. Η μακροχρόνια επιδίωξη της απόλαυσης απαιτεί τη διαμόρφωση της επιθυμίας, που προσφέρει η «πολυπλοκότητα της μουσικής εμπειρίας» (σ.53). Τα μαθήματα μουσικής δίνουν τη γλώσσα της οποίας η σύνταξη διαμορφώνει τη σκέψη (σ.140). Ο Κοσαρίνσκυ, ο καθηγητής μουσικής, μυεί στην πολυφωνία, και με τη γλώσσα της ερμηνείας, διαπερνά «τα στρώματα για να κερδίσει μια διαφορετική αντίληψη της πραγματικότητας» (σ.80). Στην κόσμο της μουσικής, οι έμφυλες ιεραρχήσεις παύουν να ορίζουν την ταυτότητα. Αντίθετα, ο δρόμος για την επιθυμία ανοίγει με την ικανότητα για ερμηνεία, το τονικό ύψος στο οποίο μπορεί να είναι κανείς φωνητικά, ώστε μέσα από την κατάταξη να παραχθεί η πολυφωνία (σ.56). Η μουσική διδάσκει τη γλώσσα της επιθυμίας, αυτή που διακρίνει ανάμεσα σε αυτό που είμαστε και σε αυτό που οι άλλοι μας κάνουν να είμαστε.
Η κοινωνικοποίηση της επιθυμίας, η εξάρτησή της από τις νόρμες και τους διαχωρισμούς οδηγεί στην απώλειά της, αν δεν διαμεσολαβηθεί από τη γλώσσα: η απόλαυση της μουσικής εξαρτάται από την κοπιώδη οικείωση συμβόλων, που διασφαλίζει η αιρετική διδασκαλία του Κοσαρίνσκυ. Οι πολλαπλές αλλά σταθεροποιημένες ταυτότητες δεν ευνοούν τη μαθητεία στην επιθυμία: καθεμιά απ’ αυτές διεκδικεί την αυθεντικότητά της «ακυρώνει την πολυσημία του βλέμματος και συρρικνώνει την ποικιλομορφία στο εσωτερικό όλων των ταυτοτήτων στη μια και μοναδική “γνήσια”, “αληθινή” μορφή, η οποία μας περιορίζει ασφυκτικά» (σ.206).
Η ακαδημαϊκή συζήτηση για την αναγνώριση (με αφετηρία το έργο του Χόνετ) κρυσταλλώνεται στο αίτημα για αναζήτηση της πολυσχιδούς επιθυμίας: η αφηγήτρια δεν ήθελε να είναι άντρας, αλλά «απλούστατα» να είναι ελεύθερη (σ. 231) και να νιώθει αλλοδαπή χωρίς εξορία (σ. 230), όπως στο κλαμπ Fronte. Η αναγνώριση γίνεται αναγνώριση της ελευθερίας που δίνουν οι γλώσσες και τα σύμβολα της επιθυμίας, τα σημεία μετάβασης που απελευθερώνουν το βλέμμα, αναδεικνύουν τις πολυτροπίες και τα «τρίηχα που διεγείρουν διαφορετικά» (σ.239).
Μυθιστόρημα μαθητείας που τοποθετείται σε μια ιστορική διαδικασία ανακάλυψης της επιθυμίας, Ο δικός μας πόθος, προσφέρεται στην ανάγνωση ως πέρασμα στην επόμενη τονικότητα υπό το φως της ομοερωτικής ενηλικίωσης στην παγκοσμιοποιημένη προοπτική της, ενώ το ερώτημα που επιμένει ως μουσική υπόκρουση είναι το ακόλουθο: «Γιατί να μη μας το έχει εξηγήσει κανείς, ότι για μερικούς η επιθυμία μπορεί να μετασχηματιστεί όπως μια τονικότητα, ότι μια τονικότητα, μια αρχική ερωτική επιθυμία μπορεί να ανοίξει, να μεταμορφωθεί σε μια άλλη, και, κάποτε, σε άλλη μια;» (σ. 238).
* Η ΜΑΙΡΗ ΛΕΟΝΤΣΙΝΗ είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία του ΕΚΠΑ.