Για το μυθιστόρημα του Sinclair Lewis «Μπάμπιτ» (μτφρ. Βασιλική Λογοθέτη-Παγοπούλου, εκδ. Λέμβος). Κεντρική εικόνα: Ο Guy Kibbee ενσαρκώνοντας τον Τζορτζ Φ. Μπάμπιτ, στην ομότιτλη ταινία του 1934, σε σκηνοθεσία του William Keighley.
Του Γιώργου Βέη
«Είχα συνάψει ειρήνη με τις προσδοκίες μου. Αλλά, όταν έφτασα στη Νέα Υόρκη,
μέσα σε λίγες μόνο ώρες, η Νέα Υόρκη μού έκανε ό,τι κάνει
σε όλους τους ανθρώπους – ξύπνησε τις πιθανότητες.
Η ελπίδα ξεσπάει σαν επιδημία».
Φίλιπ Ροθ, Φεύγει το φάντασμα (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πόλις)
Γραμμική εξιστόρηση, εντατική ανάλυση χαρακτήρων, δημιουργικές ανατροπές, αφομοιωμένα διδάγματα ευθύβολου ρεαλισμού, αλυσιδωτές συνεξετάσεις του κοινωνικού και του ατομικού παράγοντα, διεξοδικές αποτυπώσεις λόγων της Αγοράς, συστηματικός έλεγχος των λεπτομέρειών του τοπίου: είναι το όγδοο κατά σειρά μυθιστόρημα του Σίνκλερ Λιούις (Sinclair Lewis, 1885, Μινεσότα Η.Π.Α – 1951, καθ’ οδόν προς τη Ρώμη). Εκδόθηκε το 1922. Αφιερωμένο στη συγγραφέα Ήντιθ Γουόρτον. Την ίδια χρονιά, σημειώνω, ο κόσμος άρχισε να διαβάζει τον εμβληματικό Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις. Οκτώ ακριβώς έτη μετά, ο συγγραφέας του παρόντος χάρισε στη χώρα του το πρώτο βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο Μπάμπιτ αποτελεί ομολογουμένως μιαν έντιμη αξονική τομογραφία του Νέου Κόσμου στις αρχές του εικοστού αιώνα.
Η μετάφραση, το τονίζω αυτό εισαγωγικά, παρακολούθησε με ομολογούμενη άνεση το πρωτότυπο. Οι σημειώσεις συμβάλλουν αποφασιστικά κι αυτές στην αβίαστη πρόσκτηση του κειμενικού χωροχρόνου. Οι δε αλλεπάλληλοι διάλογοι, όντως αυθεντικοί ως και στις αποχρώσεις τους, αποδίδονται εντίμως, δηλαδή με τη δέουσα νευρώδη ενάργεια. Έτσι, τα συμφραζόμενα, αλλά και τα αντίστοιχα διφορούμενά τους διατηρούνται αλώβητα στη γλώσσα μας. Η ακρίβεια της απόδοσης του όλου κλίματος του βιβλίου συνεισφέρει, οίκοθεν νοείται, στην παραγωγική οικειοποίηση από την πλευρά των αναγνωστών τόσο του κύριου σημασιολογικού κορμού, όσο και του λανθάνοντος βάθους των αφηγηματικών διακλαδώσεων. Άρα η καθόλα αποτελεσματική οργανωτική λειτουργία του πρωτοτύπου ευτύχησε στη γλώσσα μας.
Ο κάτοικος της –εμφανώς αρχετυπικής– Ζένιθ παραμένει σε όλη του τη ζωή ο φορέας μιας αδυσώπητης επιθυμίας για επιτυχία. Και μάλιστα στην απόλυτη, στην ιδεώδη/εμπράγματη μορφή της. Ζει επομένως για να κερδίζει και μόνον να κερδίζει οπωσδήποτε.
Η πόλη Ζένιθ, το εμφανώς σημασιολογικά διευρυμένο, το πάλλον άστυ του μυθιστορήματος, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ακόμη εμπέδωση, και μάλιστα ιδιαιτέρως πειστική, του αμερικανικού ονείρου, αλλά και των πολλαπλών, αναμενομένων και μη, εναντιωματικών αποκλίσεών του. Ο κάτοικος της –εμφανώς αρχετυπικής– Ζένιθ παραμένει σε όλη του τη ζωή ο φορέας μιας αδυσώπητης επιθυμίας για επιτυχία. Και μάλιστα στην απόλυτη, στην ιδεώδη/εμπράγματη μορφή της. Ζει επομένως για να κερδίζει και μόνον να κερδίζει οπωσδήποτε. Η ασίγαστη αυτή επιθυμία είναι το πρώτο κινούν. Με ό,τι κι αν θα επιφέρει αυτό αργότερα εκεί όπου όλα δοκιμάζονται. Στο πλαίσιο δηλαδή των πρακτικών εφαρμογών. Εξ ου και η άμεση συνεπαγωγή: ο κεντρικός ήρωας, ο μεσήλικας Ρεπουμπλικανός μεσίτης ακινήτων Τζορτζ Φ. Μπάμπιτ, τακτικό και αυτοεγκωμιαζόμενο μέλος του Εμπορικού Επιμελητηρίου, της Αθλητικής Λέσχης, της Λέσχης των Μπούμστερ και της Λέσχης Προστασίας της Άλκης, καθιστά το όνομά του συνώνυμο πολλών παθημάτων, δεινών και έξεων, καθ΄ όσον παραπέμπει ευθέως σε έναν καταστατικό «υλιστή, ματαιόδοξο, εφησυχασμένο πολίτη, κυρίως επιχειρηματία, που συμμορφώνεται ασυζητητί με τα πρότυπα του κοινωνικού συνόλου».
Κοντολογίς, ο Τζορτζ Φ. Μπάμπιτ φαίνεται ότι ασπάζεται ενδομύχως ό,τι ακριβώς πρεσβεύει το πνεύμα και το γράμμα ενός κρίσιμου προτάγματος του Walden, το οποίο υπογράφει, ως γνωστόν, ένας διάσημος συμπατριώτης του, ο Henry David Thoreau (1817-1862). Ήτοι: «μακροπρόθεσμα, ο άνθρωπος δεν πετυχαίνει παρά εκείνο το οποίο έχει στοχεύσει. Καλά θα έκανε, επομένως, να στοχεύσει κάτι που βρίσκεται ψηλά, ακόμα κι αν με την πρώτη αποτύχει». Η αδιάπτωτη ισορροπία των εννοιολογικών παραμέτρων του μυθιστορήματος στο σύνολό τους έγκειται λοιπόν ακριβώς εδώ: ο συγγραφέας προβάλλει ένα ηθικο-πνευματικό σύνθεμα όχι αποτρόπαιο ή άκρως επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, αλλά μια ύπαρξη ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη, η οποία επείγεται να ωριμάσει μέσα στις δεδομένες συνθήκες μιας (αγχωτικής εν τέλει) Γη της (περίπου φασματικής) Επαγγελίας.
Εκεί όπου άλλοι βλέπουν αντιφάσεις ή διαπιστώνουν πλάνες συστηματικές, εκείνος οραματίζεται πρόοδο. Ή έστω εγγυήσεις ορμής προς ανασυγκρότηση.
Έτσι κατανοούμε γιατί ο Τζορτζ Φ. Μπάμπιτ δεν διανοείται ότι είναι θύμα μιας συνεχούς αυταπάτης, τη στιγμή μάλιστα που αποδέχεται ασμένως το ενδεχόμενο της απάτης και δη κατ΄ εξακολούθηση, στο πλαίσιο φέρ’ ειπείν της θεσμικής ποτοαπαγόρευσης. Εκεί όπου άλλοι βλέπουν αντιφάσεις ή διαπιστώνουν πλάνες συστηματικές, εκείνος οραματίζεται πρόοδο. Ή έστω εγγυήσεις ορμής προς ανασυγκρότηση. Το δε έντονο όραμα προ-έκτασης αποτελεί ενίοτε προϊόν μιας παραληρηματικής αυτοπεποίθησης. Συγκρατώ ότι η άρτια συγκερασμένη σάτιρα αποφέρει πλείστα κειμενικά κέρδη. Το φίλιο χιούμορ επίσης. Άλλωστε «είναι πηγή ζωής της μυθοπλασίας», όπως πιστοποιεί ο Αχιλλέας Κυριακίδης (βλ. Το OuLiPo και η ευφορία της μετάφρασης, εκδ. ύψιλον/βιβλία).
Το Ζένιθ θα μπορούσε συνεπώς να αφορά συνειρμικά και σε ό,τι αναπλάθεται από έναν άλλο συγγραφέα, επίσης Αμερικανό, σαράντα τέσσερα ακριβώς χρόνια μετά. Ήτοι το 1968. Παραπέμπω κατά λέξη στα εξής ιδιαιτέρως ενδεικτικά του ύφους και του περιεχομένου ενός οριακού ξεφαντώματος του Εγώ: «Η μικρή αμερικανική πόλη… αναπτυσσότανε τρεφόμενη ξανά και ξανά από τον ίδιο τον εαυτό της∙ τα κύτταρά της ταξιδεύανε, εργάζονταν για την κυβέρνηση, βρίσκανε ασφάλεια μέσω των πολέμων σε ξένες χώρες, κι οι εφιάλτες που καβάλαγαν τους αέρηδες στις παλιές μικρές πολιτείες τώρα ταξιδεύουν στη μπούκα του φλογοβόλου, δεν υπάρχουν πια όνειρα βάρβαρης λαγνείας, σφαγμένα χωριά, αιματηρές μάχες, τίποτ’ απ’ αυτά, καμιά ανάγκη γι’ αυτά –η τεχνολογία έδιωξε την παραφροσύνη απ’ τους ανέμους, απ’ τις σοφίτες, απ’ όλα τα χαμένα μέρη, τ’ αρχέγονα και τ’ άξεστα: την τρέλα την έβρισκε πια στον πυρετό, στη δύναμη, στις μηχανές, στο Λας Βέγκας, στις κούρσες, στο ποδόσφαιρο, στις φυλετικές εξεγέρσεις για τους νέγρους, στα όργια των προαστίων– και τίποτε απ’ αυτά δεν αρκούσε – έπρεπε να φτάσει στο Βιετνάμ˙ εκεί έπρεπε να φτάσει η μικρή πόλη για να τη βρει!». Η ασθματική αυτή υπερ-πρόταση απαντά στις βραβευμένες τόσο με το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου, όσο και με το Βραβείο Πούλιτζερ Στρατιές της νύχτας του Νόρμαν Μέιλερ (μτφρ. Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος, εκδ. Καστανιώτη).
Όσο για τα στελέχη εκείνα της μεγάλης εργατικής τάξης, για τους φορείς δηλαδή των παθών της γειτονιάς, των αμείλικτων εργοστασίων και των δυσμενών δρόμων, για όλες εκείνες τις υπάρξεις που φθείρονται ψυχικά και βεβαίως σωματικά, παλεύοντας για «τον άρτον τον επιούσιον», που επιδιώκουν, εκτός των άλλων, να επιβιώσουν μέσα σε ένα κλίμα εγγενούς ενίοτε ρατσισμού, θα μας μιλήσουν εξ αντιδιαστολής άλλοι συναρμόδιοι συγγραφείς της ίδιας χώρας. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνεται, οίκοθεν νοείται, και ο Τζέιμς Μπόλντουιν, ρηξικέλευθος ακτιβιστής συν τοις άλλοις. Αρκεί να διαβάσουμε το βιβλίο του που τιτλοφορείται Αν η Beale Street μπορούσε να μιλήσει (μτφρ. Άλκηστις Τριμπέρη, εκδ. Πόλις), που εκδόθηκε το 1974, για να διαπιστώσουμε τι αφηγηματικές οδοί διανύθηκαν, τι σπεύδει να διαρθρώσει εν προόδω η όλη λεκτική λειτουργία, τι προσαρμογές εν τέλει επήλθαν, άλλοτε εξόφθαλμα επιτυχείς κι άλλοτε βέβαια βεβιασμένες, πανηγυρικά επιζήμιες, έχοντας ως κειμενική αφετηρία, εκτός των άλλων, και το Μπάμπιτ.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή κειμένων «Για την ποιητική γραφή – Δοκιμίων Σύνοψις» (εκδ. Ύψιλον).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Στη Νέα Υόρκη είχαν ένα κενό τεσσάρων ωρών μεταξύ των δύο τραίνων. Το μοναδικό πράγμα που ήθελε να δει ο Μπάμπιτ ήταν το ξενοδοχείο «Πενσυλβάνια», το οποίο είχε κατασκευαστεί μετά από την τελευταία του επίσκεψη. Σήκωσε το βλέμμα του προς τα πάνω μονολογώντας:
“Δύο χιλιάδες διακόσια δωμάτια και άλλα τόσα λουτρά! Σπάει όλα τα ρεκόρ! Θεούλη μου! Ο τζίρος του πρέπει να είναι… Λοιπόν, ας υποθέσουμε ότι η τιμή για κάθε δωμάτιο είναι από τέσσερα ως οκτώ δολάρια την ημέρα, σε μερικά ίσως και δέκα…Έχουμε και λέμε, τέσσερις φορές το δύο χιλιάδες διακόσια, έξι φορές το δύο χιλιάδες διακόσια…Τέλος πάντων… Αν βάλουμε και τα εστιατόρια και τα διάφορα… Ας πούμε ότι και τα καλοκαίρια κάνει μεταξύ οκτώ και δεκαπέντε χιλιάδες την ημέρα, κάθε μέρα! Ποτέ δεν πίστευα ότι θα έβλεπα κάτι τέτοιο! Τι πόλη η Νέα Υόρκη! Βέβαια ο μέσος κάτοικος της Ζένιθ δείχνει περισσότερη ατομική πρωτοβουλία απ΄ αυτούς εδώ τους φαφλατάδες… Πρέπει ωστόσο, να υποκλιθώ στο μεγαλείο της! Μάλιστα, κύριε, είναι η πόλη των πόλεων σε κάποια πράγματα! Λοιπόν, καλέ μου Πώλσκι, υποθέτω ότι είδαμε ό,τι άξιζε να δούμε. Πώς θα σκοτώσουμε την υπόλοιπη ώρα; Πάμε σινεμά;”»