Για τη συλλογή αφηγημάτων της Carla Bessa «Κι έτσι τότε εγώ απόμεινα δίχως το παιδί εκείνο» (μτφρ. Νίκος Πρατσίνης, εκδ. Σκαρίφημα). Φωτογραφία © Sergio Larrain.
Της Χριστίνας Μουκούλη
Η Κάρλα Μπέσα στα δεκαέξι αφηγήματα της συλλογής έχει συγκεντρώσει και μας παρουσιάζει ιστορίες, οι οποίες, σύμφωνα με δήλωσή της, είναι προϊόν μυθοπλασίας και προέκυψαν από άρθρα σε εφημερίδες, από εκπομπές στην τηλεόραση και από προσωπικές αφηγήσεις. Είναι ιστορίες που άκουσε από κάποια γειτόνισσα, στη στάση του λεωφορείου, στην ουρά για το ταμείο, κάτω από μια μαρκίζα περιμένοντας να σταματήσει η βροχή. Αναπλάθει αυτές τις ιστορίες με έναν δικό της τρόπο και μας παρουσιάζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο οι ήρωες των συγκεκριμένων ιστοριών υπέστησαν κάτι –συνήθως μοιραίο και ανεπανόρθωτο– ή προέβησαν οι ίδιοι σε κάποια ενέργεια.
Η πείνα κι ο θάνατος ως στοιχεία της καθημερινότητας
Στο πρώτο αφήγημα, που έχει τον τίτλο «Κίνα», σε έναν συγκλονιστικό μονόλογο, μια γυναίκα περιγράφει το πώς έφτασε να σκοτώσει το κατοικίδιό της για να τραφεί από αυτό, καθώς ήταν νηστική για επτά ολόκληρες μέρες. Μιλά με ειλικρίνεια και δεν προσπαθεί να δικαιολογήσει την πράξη της, απλώς εξηγεί ότι κάθε ενέργεια πρέπει να αξιολογείται ανάλογα με τις συγκυρίες οι οποίες την περιβάλλουν και, τις περισσότερες φορές, την καθορίζουν.
Στο «Ζ. Ι. Ζουέλ», ένα ανήλικο παιδί, την ημέρα που θα γινόταν δώδεκα χρονών, σκοτώνεται από σφαίρα αστυνομικού. Το παιδί έπαιζε με ένα όπλο, μιμούνταν μια καταδίωξη που είχε δει σε ταινία, πυροβολούσε στον αέρα και έτρεχε να κρυφτεί από φανταστικούς εχθρούς. Η μάνα του είχε πεθάνει πριν χρόνια, ο ένας του αδερφός είχε συλληφθεί, δεν είχε φίλους, γιατί ήταν υπέρβαρο κι όλοι το κορόιδευαν. Δεν είχε σκοπό να πυροβολήσει κανέναν. Ήταν μόνο του και πήρε το όπλο απλά για να διασκεδάσει, αλλά δεν πρόλαβε.
...μια γυναίκα παλεύει με την ανεξέλεγκτη επιθυμία να πηδήξει από τον εικοστό δεύτερο όροφο του σπιτιού που μόλις αγόρασε, να κάνει ένα βήμα και να νικήσει το ύψος χιμώντας μέσα του...
Στο «Τακ Τακ», ο δεκαεπτάχρονος Λουίς, πέφτει στις ρόδες ενός φορτηγού, γιατί δεν κατάφερε να γίνει αποδεκτός από την οικογένειά του. Στο «American Dream», η εξυπνάδα και η εφευρετικότητα κάποιων ανθρώπων, τους οδήγησε να αποκτήσουν χρήματα και μάλιστα πουλώντας αντικείμενα, τα οποία κάποιοι άλλοι είχαν πετάξει, γιατί τα θεωρούσαν άχρηστα. Στο «Χρονικό μιας προαναγγελθείσας ημικρανίας», μια γυναίκα παλεύει με την ανεξέλεγκτη επιθυμία να πηδήξει από τον εικοστό δεύτερο όροφο του σπιτιού που μόλις αγόρασε, να κάνει ένα βήμα και να νικήσει το ύψος χιμώντας μέσα του, γιατί είχε έρθει πια η ώρα να σταματήσει να παραπαίει ανάμεσα στο ούτε να ζει και ούτε να μη ζει.
Θεατρικότητα: το κύριο χαρακτηριστικό της αφήγησης
Η Κάρλα Μπέσα με σπουδές και αρκετά χρόνια εργασίας στην υποκριτική και τη σκηνοθεσία, είναι φυσικό να είναι επηρεασμένη στα κείμενά της από το θέατρο, το οποίο θεωρεί ότι «είναι η μετάφραση κειμένου σε εικόνες και ιδέες επί σκηνής». Η θεατρικότητα λοιπόν των κειμένων της είναι απόλυτα δικαιολογημένη και χαρακτηρίζει τον τρόπο γραφής της. Στο «Ήταν ζήτημα δευτερολέπτων», η μάνα του Εντουάρντου, που μόλις έπεσε νεκρός από πυρά αστυνομικών, προσπαθεί με ένα κουζινομάχαιρο να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο του παιδιού της. Όμως οι αστυνομικοί προλαβαίνουν, και ο χώρος πλέον θυμίζει σκηνή από ταινία, μόνο που δεν είναι ταινία. Το πάτωμα είναι βαμμένο κόκκινο, αηδιαστικά μαλακά κομμάτια υπάρχουν στη μέση του δωματίου, τρίχες από τα μαλλιά της μάνας που τις ξερίζωσε βλέποντας νεκρό το παιδί της, είναι κολλημένες στην κόκκινη λιμνούλα που σχηματίστηκε από το αίμα.
Κάποια από τα αφηγήματα είναι γραμμένα σε μορφή θεατρικού μονόπρακτου, όπως το «Για να αφήσουν πίσω τους τα ίχνη από λάσπες και χαλάσματα», όπου, μετά από μια βροχή που κράτησε μια αιωνιότητα και πλημμύρισε τα πάντα, μια κάμερα στην πλατεία, σαν ένα μάτι εξ αποστάσεως, παρατηρεί και περιγράφει τα τεκταινόμενα: έπιπλα να επιπλέουν, άνθρωποι να μιλούν για τις απώλειές τους, ζώα να περιφέρονται, ιεροκήρυκες να διαβάζουν τη Βίβλο, βούρκος και λάσπη να καλύπτει τα πάντα. Το «Στη συγκεκριμένη περίπτωση, σκότωσε έναν αθώο», χαρακτηρίζεται ως μονόπρακτη τραγωδία, η οποία μάλιστα περιλαμβάνει και τη συμμετοχή χορού. Ο χορός αυτός, ο οποίος αποτελείται άλλοτε από ανθρώπους των ΜΜΕ κι άλλοτε από αναγνώστες, συνομιλεί με τα υπόλοιπα πρόσωπα της ιστορίας, σχετικά με τον θάνατο ενός αθώου εργάτη, τον οποίο παρέσυρε με το αυτοκίνητό του ένας μεθυσμένος οδηγός, γιος γνωστού μεγαλογιατρού.
Η Κάρλα Μπέσα με σπουδές και αρκετά χρόνια εργασίας στην υποκριτική και τη σκηνοθεσία, είναι φυσικό να είναι επηρεασμένη στα κείμενά της από το θέατρο, το οποίο θεωρεί ότι «είναι η μετάφραση κειμένου σε εικόνες και ιδέες επί σκηνής».
Το τελευταίο κείμενο της συλλογής, το οποίο έδωσε και τον τίτλο στη συλλογή, είναι η σπαρακτική περιγραφή του τρόπου κατά τον οποίο μια μητέρα έχασε το ένα από τα παιδιά της. Δεν ζούσε μαζί της, γιατί το είχε κλέψει ο πατέρας του, όταν ήταν ακόμα βρέφος. Εκείνη δεν το έβλεπε συχνά, είχε κάνει αγώνα για να διατηρήσει την επαφή μαζί του. Όμως, μεγαλώνοντας, το παιδί έμπλεξε σε κάποιο κύκλωμα, και μια μέρα το σκότωσαν μέσα στο ίδιο του το σπίτι την ώρα που κοιμόταν. Και η μητέρα έμεινε χωρίς το παιδί αυτό. Το είχε ξαναχάσει όταν ήταν μωρό, όμως η απώλεια τότε ήταν προσωρινή. Τώρα είναι οριστική και αμετάκλητη.
Κάποια αφηγήματα έχουν ένα μέρος του κειμένου μέσα σε παρένθεση, κατ’ αντιστοιχία με τα θεατρικά κείμενα. Εντός της παρένθεσης αναφέρονται τα πρόσωπα που παίρνουν μέρος στη δράση, περιγράφονται οι κινήσεις τους ή ο περιβάλλων χώρος, είναι δηλαδή κάτι σαν σκηνοθετική οδηγία. Σε άλλα η συγγραφέας αναλαμβάνει ρόλο δημοσιογράφου και καλείται να καταγράψει τις μαρτυρίες από τους άμεσα ενδιαφερόμενους για ένα γεγονός ή από αυτόπτες μάρτυρες. Είναι σαν να παίρνει συνεντεύξεις και οι άνθρωποι, τους οποίους προσεγγίζει, της ανοίγουν το σπίτι τους και την καρδιά τους, της λένε την ιστορία τους. Λέει την ιστορία της η γυναίκα που την έκαψε ο σύντροφός της, με τον οποίο νόμιζε ότι τα πράγματα είχαν αρχίσει να φτιάχνουν, ο άστεγος που ζει στο δρόμο από επιλογή, γιατί στο διαμέρισμα νιώθει μοναξιά, η νταντά που καθάριζε τα παράθυρα κι έπεσε από τη σκάλα, ο ζητιάνος που χάνει τα υπάρχοντά του κάθε φορά που η αστυνομία κάνει εκκαθάριση μιας περιοχής, ενόψει έλευσης τουριστών για τη διεξαγωγή κάποιων εκδηλώσεων.
Η Κάρλα Μπέσα γεννήθηκε το 1967 στο Νιτερόι, στη μητροπολιτική περιοχή του Ρίο ντε Ζανέιρο. Σπούδασε υποκριτική και σκηνοθεσία στο Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο της Πολιτείας του Ρίο ντε Ζανέιρο και στη Δραματική σχολή Casadas Artes de Laranjeiras. Εγκαταστάθηκε στη Γερμανία και εργάστηκε ως ηθοποιός και σκηνοθέτης σε διάφορα γερμανικά, ελβετικά και αυστριακά θέατρα. Από το 2013 άρχισε να ασχολείται με τη μετάφραση βιβλίων και να γράφει διηγήματα. Το Κι έτσι τότε εγώ απόμεινα δίχως το παιδί εκείνο, εκδόθηκε το 2017 και είναι το πρώτο της βιβλίο. Με το δεύτερο βιβλίο της, τη συλλογή διηγημάτων Urubus, κέρδισε το 2020 το Βραβείο Jabuti, το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο της Βραζιλίας. |
Χαμένα παιδιά, χαμένες ζωές, χαμένα όνειρα
Η πλειονότητα των προσώπων που εμφανίζονται στα αφηγήματα της συλλογής, είναι άνθρωποι που μένουν σε τρώγλες, που δεν ζουν, απλώς επιβιώνουν. Μάνες που χάνουν τα παιδιά τους, άνθρωποι που υφίστανται βία άλλοτε από το οικογενειακό τους περιβάλλον κι άλλοτε από την αστυνομία, από το κράτος, από τις συμμορίες, από θρησκευτικούς ηγέτες. Άνθρωποι που ζουν εξαρτημένοι από ουσίες, φτωχοί και μόνοι. Γνωρίζουν ότι ο θάνατος καιροφυλακτεί παντού και πάντα. Δεν είναι εύκολο να μπούμε στη θέση αυτών των ανθρώπων. Δεν είναι εύκολο να νιώσουμε πώς είναι η ζωή στις φαβέλες, να καταλάβουμε πώς είναι να σε σκοτώνουν χωρίς ουσιαστικό λόγο, πώς είναι να πυροβολούν το παιδί σου, ή πώς είναι να φτάνεις στα όριά σου και να γίνεσαι αυτόχειρας. Όταν πεινάς, βλέπεις τα πράγματα μέσα από ένα άλλο πρίσμα, το οποίο μάς είναι άγνωστο.
«Άμα πεινάς δε μαθαίνεις. Άμα πεινάς δε σκέφτεσαι. Δεν έχεις προβλήματα ούτε συναισθήματα. Έχεις μόνο πείνα».
Όμως, με την ανάγνωση της συλλογής, μπορούμε να προσεγγίσουμε ως έναν βαθμό τα πρόσωπα των κειμένων, να νιώσουμε λίγη από την απόγνωσή τους, να κατανοήσουμε τον τρόπο που λειτουργούν, να αναγνωρίσουμε τη δύναμη και τη στωικότητά τους. Η συγγραφέας έχει την ικανότητα να στήνει μπροστά μας τη σκηνή που περιγράφει, σκηνοθετημένη με κάθε λεπτομέρεια, και, με λιτότητα λόγου, με ζωντανές, ρεαλιστικές εικόνες, να μας αφήνει ενεούς. Για τέτοια κείμενα συνηθίζεται σαν χαρακτηρισμός ο όρος γροθιά στο στομάχι. Είναι κάτι παραπάνω. Η φτώχεια και η δυστυχία, οι ακραίες καταστάσεις και οι ψυχικές διαταραχές που έρχονται σαν επακόλουθο, ακόμη κι ο θάνατος, και δη ο θάνατος παιδιών, περιγράφονται ως απλά και φυσιολογικά πράγματα, γιατί όντως, είναι πράγματα που, εκεί, συμβαίνουν κάθε μέρα. Και οι ήρωες των κειμένων της Μπέσα είναι τραγικοί, όχι γιατί ζήτησαν κάτι άπιαστο, και ουτοπικό στη ζωή τους, αλλά γιατί ζήτησαν και διεκδίκησαν μόνο αυτό: την ίδια τη ζωή.
Στην αφήγηση έχουμε εναλλαγή του πρώτου και του τρίτου προσώπου. Στην πρώτη περίπτωση το κείμενο έχει τη μορφή δραματικού μονολόγου, με εξομολογητικό χαρακτήρα, ενώ στη δεύτερη, είναι μια πιο ουδέτερη και αντικειμενική καταγραφή συμβάντων. Συχνά η γραφή είναι υπαινικτική, υπάρχει έντονη προφορικότητα, η χρήση των σημείων στίξης γίνεται με έναν προσωπικό τρόπο, ο οποίος ωθεί τον αναγνώστη να διαβάσει το κείμενο αλλιώς, και υπάρχει συχνή παράθεση εξωκειμενικών στοιχείων, κυρίως προερχόμενων από την Αγία Γραφή. Όλα αυτά συγκλείνουν στη διαμόρφωση ενός πολύ προσωπικού ύφους γραφής.
Η εξαιρετική μετάφραση της συλλογής είναι του Νίκου Πρατσίνη, ο οποίος υπογράφει και μια εκτενή εισαγωγή, με την υποσημείωση όμως να διαβαστεί έπειτα από την ανάγνωση των αφηγημάτων. Στην εισαγωγή αυτή γίνεται ανάλυση των κειμένων και παρατίθενται αποσπάσματα από συνεντεύξεις της συγγραφέως.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Λένε πως έχω συναισθηματικά προβλήματα. Δε νομίζω. Ούτε προβλήματα ούτε συναισθήματα έχω, πείνα έχω.
Ήταν ώρα για να πάμε πια για ύπνο, ο καθένας στη γωνιά του. Έκλεισα την τηλεόραση. Κοίταξε προς το μέρος μου λοξά, ούρλιαξε. Έτσι, για το τίποτα. Και δε σταμάταγε, δεν έλεγε να σταματήσει. Δεν ξέρω τι μου ‘ρθε. Ένιωσα να τσαντίζομαι, ήταν το στομάχι μου άδειο. Ποτέ πριν δεν είχα κάνει κάτι τέτοιο. Όσο για το αν αυτό με πόνεσε, ναι, με πόνεσε».