Για το μυθιστόρημα του W. Somerset Maugham «Ανθρώπινη δουλεία» (μτφρ. Νίκος Μάντης, εκδ. Μεταίχμιο). Κεντρική εικόνα: Ο Leslie Howard και η Bette Davis –στον ρόλο που την καθιέρωσε στο Χόλιγουντ–, στην κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου το 1934, σε σκηνοθεσία του John Cromwell.
Του Φώτη Καραμπεσίνη
Είμαστε όλοι δεσμώτες. Του χρόνου αρχικά. Ξεκινάμε τη ζωή μας αλαφροπατώντας και συνεχίζουμε με βήματα σταθερά, αν και ολοένα και πιο αργά. Μέχρι που πλέον τα δεσμά γίνονται τόσο αδιανόητα βαριά για να τα σηκώσουμε και αφηνόμαστε να μας τραβήξουν κάτω, στο πουθενά. Εκτός όμως από τον χρόνο που είναι αμείλικτος με όλους τους θνητούς, ο άνθρωπος πρέπει να υπομείνει και μια άλλη δουλεία: εκείνη των συνανθρώπων του. Και ετούτο το βάρος είναι εξίσου άκαμπτο και θανατηφόρο για την ψυχή και το σώμα. Κι έτσι, θα πρέπει να αντιπαλέψει με τους δύο αυτούς εχθρούς προτού καταλήξει ηττημένος. Στο μεσοδιάστημα όμως οφείλει να ζήσει. Αν και όπως μπορεί.
Ο Φίλιπ Κάρεϊ, πρωταγωνιστής της Ανθρώπινης δουλείας, του συγκλονιστικού magnum opus του Σόμερσετ Μομ, είναι ένας ελαττωματικός τη φύσει άνθρωπος. Το προβληματικό του πόδι είναι ένα από τα δεσμά του, μειονέκτημα που τον κρατά μεταφορικά και κυριολεκτικά πίσω. Σε μια εποχή (τέλη 19ου αιώνα) όπου οι σωματικές αναπηρίες αντιμετωπίζονταν με σκληρότητα ή στην καλύτερη περίπτωση με ειρωνική συγκατάβαση, το γεγονός αυτό αξιοποιείται δημιουργικά από τον συγγραφέα για να ενορχηστρώσει μια εις βάθος ανάλυση του χαρακτήρα του Φίλιπ. Η ιστορία του νεαρού ήρωα ξεκινάει με τον θάνατο των γονιών του, οπότε το παιδί περνάει πρόωρα από την παιδική αθωότητα στην πικρή συνειδητοποίηση του εαυτού του, μέσα από δύο συμβάντα: την απώλεια της μητέρας του και ο πρόωρος απογαλακτισμός του, και τη γελοιοποίηση που θα υποστεί λόγω του παραμορφωμένου του ποδιού. Από τη διαμονή του φιλοξενούμενος στο σπίτι του θείου του, στην πρώτη του επαφή με το σχολείο, έπειτα κατά τη μετάβαση στην εφηβεία και από εκεί στα χρόνια της ωριμότητας, ο Φίλιπ Κάρεϊ θα σέρνει αυτό το βάρος – έναυσμα πνευματικής ωρίμανσης αλλά και συνεχής υπενθύμιση της θνητότητας. Ένα μόνιμο χτύπημα στη ματαιοδοξία και την εγγενή υπεροψία του.
Το μοτίβο της ζωής είναι αυτό που αναζητά ο ήρωάς μας, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Μπορείς να μάθεις τόσα πράγματα από τα βιβλία και από τους ανθρώπους και τα ιδρύματά τους, αλλά πρέπει να ανακαλύψεις μοναχός σου το σημαντικότερο: την τέχνη του να ζεις. Που προϋποθέτει ότι πρέπει να ανακαλύψεις το νόημα και τη σκοπιμότητα αυτής της τέχνης. Αν υπάρχει κάπου έτοιμο, καλώς, αν όμως όχι, θα πρέπει να το αναζητήσεις, με επώδυνο τρόπο και μόνος. Να αποκαθηλώσεις τις βεβαιότητες, να απορρίψεις πολλά έτοιμα σχήματα προτού καταλήξεις, αν καταλήξεις, σε κάποιο. Και ο Φίλιπ κάνει ακριβώς αυτό. Με όπλο του ένα δυνατό αναλυτικό μυαλό, που κρίνει συνεχώς, περνάει τα εξελικτικά στάδια, –όχι μόνο τα ηλικιακά αλλά και τα πνευματικά–, αποδομώντας την οικογένεια, τη θρησκεία, την τέχνη, για να καταλήξει στην απουσία νοήματος, στη ματαιότητα και στο τυχαίο, που καθορίζει την ύπαρξη. Ετούτη η πορεία δεν είναι αναίμακτη. Το κάθε στάδιο στην πορεία του νεαρού παιδιού προς την ωριμότητα του 30χρονου, όπου τον αφήνουμε στο τέλος του βιβλίου, πληρώνεται με πόνο και δάκρυα. Τίποτα δεν του χαρίζεται, όλα αποκτώνται με κόπο.
Με όπλο του ένα δυνατό αναλυτικό μυαλό, που κρίνει συνεχώς, περνάει τα εξελικτικά στάδια, –όχι μόνο τα ηλικιακά αλλά και τα πνευματικά–, αποδομώντας την οικογένεια, τη θρησκεία, την τέχνη, για να καταλήξει στην απουσία νοήματος, στη ματαιότητα και στο τυχαίο, που καθορίζει την ύπαρξη.
Η συγκρουσιακή του πορεία, που τον φέρνει αντιμέτωπο με τη δογματική –και στα όρια του απάνθρωπου– σκληρότητα του θείου του, ο οποίος τον έχει υιοθετήσει έπειτα από τον θάνατο της μητέρας του, αποτελεί το εναρκτήριο λάκτισμα της ανεξαρτησίας του. Η σταδιακή του αποστασιοποίηση από τη θρησκεία και την καριέρα του κληρικού, τον οδηγεί από τη Γερμανία στο Παρίσι. Η τέχνη, η ζωγραφική, φαντάζει ως η υπέρτατη κλίση, ως η απελευθερωτική δύναμη που θα φέρει τον νεαρό Φίλιπ πιο κοντά στο όνειρο της ζωής. Το Παρίσι της εποχής είναι το επίκεντρο των ζυμώσεων και των πρωτοποριών της τέχνης, στο οποίο συρρέουν επίδοξοι καλλιτέχνες απ’ όλον τον κόσμο, αναζητώντας το… παρισινό τους όνειρο. Φυσικά, όπως συμβαίνει συχνότερα, το όνειρο αυτό μετατρέπεται σε κόλαση για τους περισσότερους, καθώς ο συναγωνισμός είναι τεράστιος και ελάχιστοι, όχι μόνο κατορθώνουν να ξεχωρίσουν, αλλά και να περάσουν αλώβητοι από τις ανυπέρβλητες δυσκολίες της ζωής στη μεγαλούπολη.
Το θετικό της παραμονής του εκεί είναι η επαφή του με κάποιους ανθρώπους που τον φέρνουν αντιμέτωπο με τον εαυτό του, τις αδυναμίες του, τα προτερήματά του αλλά και τον τρόπο θέασης των πραγμάτων. Στο μεσοδιάστημα, ο Φίλιπ παρατηρεί την πάσχουσα ανθρωπότητα. Χαρακτηριστική η σκηνή του χορού όπου παραπέμπει ευθέως στο ανυπέρβλητο Σαραζίν του Μπαλζάκ («η κόσμια βακχεία της ζωής…»), όπου ο νεαρός ήρωας θωρεί με δέος και τρόμο τους απελπισμένους για πρόσκαιρη απόλαυση συνανθρώπους του («θυμίζουν ζώα»), να συστρέφονται χορεύοντας, φωνασκώντας (η «παρωδία της ανθρωπότητας» του Αντόρνο), δειλοί και άβουλοι, σε μια προσομοίωση κεφιού, μια άδοξη σπατάλη ημιζωής που αρχίζει και τελειώνει μέσα σε ένα καμπαρέ. Κι όμως την ίδια στιγμή που κυριαρχεί η συστολή και η αποστροφή του, νιώθει βαθιά συμπόνια. Ετούτη είναι και η οπτική του Φίλιπ καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου προς τα ανθρώπινα δεσμά: ένα κράμα απέχθειας, αδιαφορίας και συμπόνιας, και είναι αυτό που καθορίζει και το ατομικό του πεπρωμένο.
Η εσωτερική μετατόπιση, ο αυτοπροσδιορισμός του, η εγκατάλειψη του παλαιού προς άγρα του νέου –όπως κι αν νοείται αυτό– λαμβάνει χώρα επίμοχθα, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την κατάκτηση της τέχνης της ζωγραφικής. Αλλά σε αντίθεση με την τελευταία, η πρώτη αποδεικνύεται επιτυχής. Ο Φίλιπ θα περάσει δια πυρός και σιδήρου, σε εσωτερικό κυρίως επίπεδο, μέχρι να καταλήξει στο γεγονός ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεπεράσει τη χρυσή μετριότητα ως καλλιτέχνης. Η συνειδητοποίηση αυτή αποτελεί ένα ακόμα σημαντικό βήμα ωριμότητας που θα τον οδηγήσει να επιστρέψει στο Λονδίνο.
Ο Φίλιπ θα περάσει δια πυρός και σιδήρου, σε εσωτερικό κυρίως επίπεδο, μέχρι να καταλήξει στο γεγονός ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεπεράσει τη χρυσή μετριότητα ως καλλιτέχνης.
Αν το αρχικό μοτίβο της μέχρι τότε ζωής του είναι η τέχνη, στη συνέχεια μετατοπίζεται στην ενασχόληση με το πολυποίκιλο χάος της ζωής. Όχι πλέον τα χρώματα στον καμβά, αλλά η πολυχρωμία της ύπαρξης. Όχι το Παρίσι της τέχνης, αλλά το Λονδίνο με τις ανθρώπινες υπάρξεις σε ανάγκη. Ο μέτριος καλλιτέχνης οφείλει να παραχωρήσει τη θέση του στον γιατρό, επάγγελμα του μακαρίτη πατέρα του. Η σωματική του αναπηρία αποτέλεσε κίνητρο για τη νέα του πορεία, όπως εξάλλου και η συμπόνια, ως κεντρικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του. Ο νεαρός Φίλιπ αναζητά την ψευδαίσθηση της υγείας, της κανονικότητας. Περισσότερο κι από αυτό, αναζητά σταθερά ένα νόημα. Κι αν αυτό δεν μπορεί να το παραχωρήσει η φιλοσοφία ή η τέχνη, τότε η επιστήμη αποτελεί τη μόνη οδό.
Την ίδια περίοδο, η όποια κανονικότητα στη ζωή του θα ανατραπεί από την παρουσία μιας γυναίκας, η οποία θα παίξει μοιραίο και καθοριστικό ρόλο για την ύπαρξη του Φίλιπ. Η Μίλντρεντ βρίσκεται στον αντίποδα του πρωταγωνιστή. Πρόκειται για ένα ψυχρό, αβαθές, κενό, πονηρό και απόλυτα εγωκεντρικό πλάσμα, η οποία καταφέρνει με τη ρηχότητά της και την αδιαφορία της, να τον μαγέψει και να τον τραβήξει στην τροχιά της. Μολονότι καμία αλληλεπίδραση άξια λόγου δεν υφίσταται μεταξύ τους, ο Φίλιπ αδυνατεί να ξεφύγει από την εμβέλειά της, βιώνοντας τον πόνο και την ψυχική κακοποίηση μιας κατ’ όνομα «σχέσης», που τον οδηγεί σε πλήρη εξάρτηση, ανάλογη με την αποστασιοποιημένη μερική αποδοχή της Μίλντρεντ.
Πράττουμε βάσει του χαρακτήρα μας σε σχέση πάντα με το περιβάλλον μας, ενώ η λογική έρχεται εκ των υστέρων να κανονικοποιήσει, να εκλογικεύσει και να επενδύσει τις επιθυμίες μας.
Και αυτή η εμπειρία αποτελεί έναυσμα ενδοσκόπησης και συνειδητοποίησης για τον νεαρό ήρωα. Σταδιακά επέρχεται η θεωρητική αποκρυστάλλωση ενός βασικού εμπειρικού δεδομένου: ο άνθρωπος δεν είναι το ον που επιλέγει βάσει της λογικής του, σε ένα πλαίσιο ελεύθερης βούλησης. Οι ψευδαισθήσεις αυτές που κυριαρχούν στον δυτικό πολιτισμό, εκπορευόμενες από –και συμπορευόμενες με– τις μακραίωνες χριστιανικές διδαχές, καταρρίπτονται στο μυαλό του Κάρεϊ, ο οποίος αναγνωρίζει ότι οι σκέψεις αποδεικνύονται συχνότερα η σκιά των συναισθημάτων μας (Νίτσε). Πράττουμε βάσει του χαρακτήρα μας σε σχέση πάντα με το περιβάλλον μας, ενώ η λογική έρχεται εκ των υστέρων να κανονικοποιήσει, να εκλογικεύσει και να επενδύσει τις επιθυμίες μας.
Ο Φίλιπ δεν θα απομακρυνθεί ποτέ από τη Μίλντρεντ, όσο κι αν γνωρίζει τις τρομακτικές της ατέλειες, τις ταπεινώσεις στις οποίες τον υποβάλλει, τη μη ανταποδοτικότητα των αισθημάτων. Η επίγνωση και η λογική του δεν τον βοηθούν να πάρει τις σωστές αποφάσεις. Έμπλεος συναισθημάτων, πάθους που δεν βρήκε αποδέκτη, φόβου απόρριψης αλλά και δικών του συμπλεγμάτων κατωτερότητας (εξαιτίας της αναπηρίας του), ο ήρωας παραδέρνει στον συναισθηματικό του βυθό, αδυνατώντας να υψώσει τα χέρια του και να πιάσει το σωσίβιο της λογικής. Ο αναγνώστης συναισθάνεται τον πόνο και εξοργίζεται με την αδυναμία, την αναπηρία του Φίλιπ να απομακρυνθεί από τον συναισθηματικό βρικόλακα, τη Μίλντρεντ. Ετούτη η εύλογη οργή είναι όμως ακριβώς η αντίδραση εκείνων που δεν έχουν κατανοήσει ότι το ατελές ανθρώπινο όν είναι σε μεγάλο ποσοστό έρμαιο των επιθυμιών του και όχι των λογικών του αποφάσεων.
Ο Γουίλιαμ Σόμερσετ Μομ (1874-1965), Άγγλος συγγραφέας από τους δημοφιλέστερους και πιο καλοπληρωμένους της δεκαετίας του 1930, γνώρισε μεγάλη επιτυχία με τα θεατρικά του έργα και έγινε πασίγνωστος για τα διηγήματά του. Γεννήθηκε στο Παρίσι. Έχασε τους γονείς του σε ηλικία δέκα ετών και μεγάλωσε με έναν συναισθηματικά απόμακρο θείο. Η εμπορική επιτυχία της πρώτης του νουβέλας Η Λίζα του Λάμπεθ, που εκδόθηκε το 1897, τον ώθησε να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη συγγραφή. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στον Ερυθρό Σταυρό και αργότερα στη Βρετανική Μυστική Υπηρεσία Πληροφοριών. Ταξίδεψε πολύ, μεταξύ άλλων στην Ινδία και στη Νοτιοανατολική Ασία. Ο Μομ έγραψε σε μια περίοδο κατά την οποία η μοντερνιστική γραφή του William Faulkner, του Thomas Mann, του James Joyce και της Virginia Woolf κέρδιζε συνεχώς έδαφος και υποστηρικτές. Για αυτόν το λόγο τού ασκήθηκε κριτική για το απλό πεζογραφικό του ύφος. Πέθανε στη Νίκαια της Νότιας Γαλλίας το 1965. |
Ταυτόχρονα, ο ήρωάς μας παλεύει με την ανέχεια και την αδυναμία βιοπορισμού του, καταφεύγοντας σε διάφορες πρόσκαιρες λύσεις, που τον απομακρύνουν από τη βασική του στόχευση· να γίνει γιατρός. Οι θεωρητικές του αναζητήσεις περί νοήματος της ζωής διατρέχουν τις σελίδες και τα χρόνια, με τον αναγνώστη να ακολουθεί αγόγγυστα την πορεία αυτή. Ακόμα ένα μοτίβο εμφανίζεται σταθερά, ήδη από την καλλιτεχνική περίοδο του ήρωά μας στο Παρίσι, οπότε σε μία από τις καθοριστικές του συζητήσεις, ένας από τους προσωρινούς συνοδοιπόρους του χρησιμοποιεί τον «γρίφο του ινδικού χαλιού», προκειμένου να θέσει το κεντρικό ζήτημα του νοήματος της ύπαρξης. Αρνείται δε να προσφέρει έτοιμη την απάντηση, την οποία θα πρέπει «δι’ ελέου και φόβου» να ανακαλύψει ο ίδιος ο μαθητευόμενος ώστε να αποφοιτήσει οριστικά από την εποχή της ανωριμότητας και να εισέλθει σ’ εκείνη της ωριμότητας.
Και ο Φίλιπ θα ανακαλύψει την απάντηση προς το τέλος του βιβλίου. Νόημα δεν υφίσταται κι ο καθένας από εμάς οφείλει να δημιουργήσει το δικό του μοτίβο ζωής, το δικό του σχέδιο στο χαλί. Η ευτυχία δεν είναι προδιαγεγραμμένη, η δυστυχία καραδοκεί σε κάθε βήμα, όλα κινδυνεύουν να ανατραπούν τη στιγμή που φαίνεται ότι βρίσκονται σε τάξη. Πιο κοντά στην αλήθεια βρίσκεται εκείνος ο παλιός μύθος της Ανατολής που κατέληγε στο απλό: «Γεννήθηκε, υπέφερε, πέθανε» για να συμπυκνώσει τον πεπερασμένο βίο. Κανείς, λοιπόν, σκοπός δεν υπάρχει σε μια ζωή που παραμένει συμπαντικά ασήμαντη, εξίσου ακατανόητη όσο κι ο θάνατος.
Νόημα δεν υφίσταται κι ο καθένας από εμάς οφείλει να δημιουργήσει το δικό του μοτίβο ζωής, το δικό του σχέδιο στο χαλί. Η ευτυχία δεν είναι προδιαγεγραμμένη, η δυστυχία καραδοκεί σε κάθε βήμα, όλα κινδυνεύουν να ανατραπούν τη στιγμή που φαίνεται ότι βρίσκονται σε τάξη.
Αλλά αν τίποτε δεν έχει νόημα, τότε ο άνθρωπος είναι ελεύθερος –όπως ο σχεδιαστής ενός περσικού χαλιού– να δημιουργήσει το δικό του σχέδιο, επιλέγοντας τα πλέον προσφιλή του νήματα και μοτίβα. Κάποια από αυτά θα αποδειχθούν πιο ολοκληρωμένα, τα περισσότερα ίσως ατελή. Και η ευτυχία δεν θα είναι ποτέ απαραίτητη προϋπόθεση, θα μπορούσε ίσως να προκύψει, εντελώς τυχαία, όπως κι ο πόνος «ισοδύναμα στο περίτεχνο μοτίβο». Ό,τι κι αν προκύψει, ανακαλύπτει έμπλεος δέους ο Φίλιπ, θα είναι απλώς μια προσθήκη στο σχέδιο, θα είναι αποκλειστικά το δικό του μοτίβο, το οποίο δεν θα έχει μικρότερη αξία επειδή ξεκίνησε με αυτόν και θα χαθεί μαζί του στο τέλος.
Τα καταληκτικά κεφάλαια του βιβλίου θεωρήθηκαν αμφιλεγόμενα. Αρκετοί τα κατέκριναν ως συντηρητικά, καθότι ο Φίλιπ δεν ακολουθεί το όνειρό του να πάει στην Ισπανία και να ανακαλύψει τους αγαπημένους του Δασκάλους της ζωγραφικής («στο Τολέδο, αδελφέ μου, για τον Ελ Γκρέκο!») ή στα μακρινά λιμάνια της Ασίας, εκεί που η πολύχρωμη ζωή καλεί ως σειρήνα τους τολμηρούς. Αντ’ αυτού θα επιλέξει έναν πιο παραδοσιακό ρόλο που θα τον οδηγήσει πιο κοντά σε αυτό που τελικά αποτελεί δική του παρόρμηση, δική του πορεία και επιλογή ζωής. Αποδέχεται την αναπηρία του, θεωρεί ότι αυτό που ονομάζουν οι άλλοι κανονικότητα είναι τελικά η εξαίρεση και όχι ο κανόνας, καταλήγει στο ότι οι άνθρωποι παραμένουν ελαττωματικά όντα, σωματικά ή/και ψυχικά, και ότι η ατέλεια κρύβεται στον πυρήνα της ύπαρξης του κάθε ανθρώπου· είναι η αρχέγονη λάσπη από την οποία ο άνθρωπος έρποντας προσπαθεί κάθε φορά να ανασηκωθεί. Και εκεί κάπου, γιατρός ανθρώπων, σύζυγος νέας γυναίκας, μελλοντικός πατέρας παιδιών, θα σταματήσει, θα ξαποστάσει…
Ο συγγραφέας και το ύφος του
Ο Μομ ήταν τυχερός και άτυχος ως συγγραφέας. Τυχερός διότι ευτύχησε να γνωρίσει μεγάλη επιτυχία εν ζωή και να αγαπηθεί από το αναγνωστικό κοινό. Και συγχρόνως άτυχος γιατί η συγκυρία δεν τον ευνόησε. Έγραψε σε μια εποχή όπου ο Μοντερνισμός μεσουρανούσε, και συγγραφείς όπως ο Φόκνερ, ο Τζόυς, η Γουλφ έθραυσαν με τις υφολογικές τους καινοτομίες τις κλασικές αφηγηματικές συμβάσεις. Εν συγκρίσει ο Μομ είχε να παραθέσει ένα κλασικό ύφος, στρωτό, δίχως περίτεχνες χρονικές μεταβάσεις, μακροπερίοδο λόγο, εσωτερικούς μονολόγους και τα συναφή. Εντούτοις, αν και θα μπορούσε να συγκριθεί με τον συμπατριώτη του Τόμας Χάρντι, η γραφή του παραπέμπει ακροθιγώς στον Χένρι Τζέιμς, για παράδειγμα, κυρίως εξαιτίας των λεπτομερών ψυχολογικών παρατηρήσεων που είναι διάσπαρτες στην έκταση του πολυσέλιδου βιβλίου του.
Μπορεί ο Μομ να μην διαθέτει το ταλέντο όσων αναφέρθηκαν, αλλά έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα –από αυστηρά υφολογικής πλευράς– που καθιστά τουλάχιστον αυτό του το έργο κλασικό: ξεκινά, εξελίσσεται και ολοκληρώνεται εξίσου απολαυστικά. Μεγάλο επίτευγμα για ένα βιβλίο 900 περίπου σελίδων, και εξ ολοκλήρου υπεύθυνος είναι ο συγγραφέας που αφενός στήνει μια πλοκή ενδιαφέρουσα στο παραδοσιακό πλαίσιο του Bildungsroman, αφετέρου χρησιμοποιεί περίτεχνα τη συγκολλητική ουσία του αφηγηματικού του ύφους για να προσφέρει ένα ολοκληρωμένο έργο. Ο Μομ δεν αρκείται στην εξέλιξη της ιστορίας, αφιερώνοντας όλη του τη στιλιστική επάρκεια στην ανάδειξη των χαρακτήρων μέσω της δράσης. Τουναντίον τη διακόπτει συχνά, προκειμένου να αφιερώσει ολόκληρες παραγράφους και σελίδες σε ψυχολογικές και φιλοσοφικές αναλύσεις. Κι αν αυτό, σε άλλους ομοτέχνους του, αποτελεί μειονέκτημα καθότι φαντάζει εμβόλιμο και δυσαρμονικό, δημιουργώντας αστάθεια στο οικοδόμημα, εν προκειμένω η παρουσία του αποτελεί εσωτερική αναγκαιότητα, προσφέροντας επιπλέον βάθος, ποιότητα και ένταση.
Το στρωτό κλασικό ύφος του Μομ παραπέμπει σε ακύμαντη λίμνη, σε αντίθεση με τον ανοιχτό ωκεανό του Μοντερνισμού, όπου ο αναγνώστης συχνά αγωνιά παλεύοντας ενάντια στα κύματα των υφολογικών καινοτομιών. Το γεγονός αυτό καθιστά την Ανθρώπινη δουλεία προσβάσιμη και προσπελάσιμη είτε από εκείνους που αναζητούν ευχάριστο πλην ποιοτικό ανάγνωσμα, αλλά και από τους πιο απαιτητικούς που αναζητούν στη λογοτεχνία τη δημιουργική πνοή του συγγραφέα, η οποία προσδίδει σε άπαντα τα διαδραματιζόμενα ενδιαφέρον και ουσία.
Επιπλέον, ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του συγγραφέα δεύτερης σειράς, συγκριτικά πάντα με τους μεγάλους λιθοξόους της εποχής του, κάτι που τον καθιστά έντιμο, προσδίδοντας στο έργο του μεγαλύτερη αξία. Σε τελική ανάλυση, το βιβλίο αυτό πέτυχε να μας βάλει στη θέση να συμπάσχουμε με τον πρωταγωνιστή του όσο αναζητά το νόημα της ζωής του, με μοναδικούς του αρωγούς ένα δυνατό μυαλό και ένα ανάπηρο πόδι. Ο πόνος του και η επιτυχία του γίνονται δικά μας, κι ετούτο είναι κάτι που δεν μπορεί κανείς να ξεπληρώσει στον συγγραφέα.
* Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η μοίρα έδειχνε να τους σκεπάζει κι εκείνοι χόρευαν, λες και κάτω από τα πόδια τους έχασκε το αιώνιο σκότος. Η σιωπή τους ήταν απροσδιόριστα ανησυχητική. Ήταν λες και η ζωή τούς τρόμαζε και τους έκλεβε τη δυνατότητα ομιλίας, έτσι που η κραυγή που κρυβόταν στην καρδιά τους πνιγόταν μέσα στα λαρύγγια τους. Τα μάτια τους ήταν καταβεβλημένα και δυσοίωνα. Και σε πείσμα του ζωώδους πόθου που τους παραμόρφωνε, και της κακίας του προσώπου τους και της σκληρότητας, σε πείσμα της βλακείας τους που ήταν χειρότερη από τα μειονεκτήματά τους, ήταν η αγωνία των ακινητοποιημένων ματιών που έκανε όλο εκείνο το πλήθος να δείχνει ζοφερό και αξιοθρήνητο. Ο Φίλιπ τους απεχθανόταν, όμως η καρδιά του πονούσε με μια άπειρη συμπόνια που τον κατέκλυζε».